Το πρώτο και πλέον
αδιαμφισβήτητο, αυτό από το οποίο απορρέουν όλα τα άλλα, είναι ο ιδιαίτερος
τρόπος με τον οποίο διαλέγεται. Παρά τις ατέρμονες συζητήσεις για τον
ιστορικό Σωκράτη, το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν επιδέχεται καμία
αμφισβήτηση. […]
Ποια
είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου διαλέγεσθαι; Καταρχήν, πρόκειται για διάλογο, κάτι
που σημαίνει ότι ο Σωκράτης απευθύνεται
σε ένα και μόνο άτομο κι όχι σε ομάδα ανθρώπων ή στο πλήθος, ακόμα και αν
οι συζητήσεις διεξάγονται παρουσία περισσότερων προσώπων. Ο Σωκράτης ζητάει από το συνομιλητή του να μιλάει εξ ονόματός του και
να καταθέσει τις δικές του σκέψεις. Όταν μάλιστα δεν συμβαίνει αυτό, ο
Σωκράτης τον ανακαλεί στην τάξη. Ο
συνομιλητής μπορεί να αναφερθεί στα λόγια κάποιου άλλου, αλλά υπό τον όρο ότι
τα εκφέρει σαν προσωπική του άποψη. Έτσι, ενώ η συζήτηση μπορεί να άπτεται
οποιουδήποτε θέματος, πρέπει να διεξάγεται πάντα στη βάση μιας προσωπικής
εμπλοκής και δέσμευσης. Αυτό σημαίνει ότι αίρεται πάγια η αφηρημένη διάσταση
της θέσεως του συνομιλητή. Αυτό, λέει ο Σωκράτης, το λες εσύ και, λέγοντάς το,
εξυπακούεται ότι το έχεις επεξεργαστεί και υιοθετήσει. Δεν πρόκειται λοιπόν για φιλοσοφική διένεξη, αλλά για αντιπαράθεση όπου ο κάθε συνομιλητής αναλαμβάνει την ευθύνη των
λόγων του.
Έπειτα,
η μορφή που παίρνει η ροή της συζήτησης εξυπηρετεί τον ίδιο προσανατολισμό. Ο ομιλητής επιβάλλει στο συνομιλητή του ν’
απαντήσει μόνο λακωνικά, συχνά μάλιστα να αρκείται σε μια απλή έκφραση
συγκατάθεσης, κάτι που βάζει τον τελευταίο
σε θέση εξάρτησης ή υποταγής, τον κάνει να χειραγωγείται κυριολεκτικά από τον
πρώτο. Αν του δινόταν η δυνατότητα να μιλήσει περισσότερο, θα μπορούσε ίσως
να ξαναβρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Αλλά ο πρωταρχικός σκοπός είναι να αποπροσανατολιστεί.
Προς
το σκοπό αυτό, ο διάλογος διεξάγεται με
γοργούς ρυθμούς, έτσι ώστε ο συνομιλητής να μην έχει καν τη δυνατότητα να
συνέλθει και να ανακτήσει έναν ειρμό σκέψης. Πρέπει οπωσδήποτε να χάσει τον
έλεγχο. Σ’ αυτό συμβάλλει εξίσου η διαρκής αναίρεση. Σε ότι κι αν πει, υπάρχει αμέσως αντίλογος. Ειδικότερα, κάθε φορά
που ο συνομιλητής προβάλλει κάποια ένσταση δίνοντας ένα παράδειγμα, ο ομιλητής
του προτείνει ένα αντιπαράδειγμα. Ελάχιστη σημασία αν αυτό είναι αμφίβολης
εγκυρότητας. Ελάχιστα επίσης ενδιαφέρει αν το θέμα της συζήτησης είναι
σημαντικό και αν, ως τέτοιο, χρειάζεται και τη δέουσα αντιμετώπιση. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει είναι να
οδηγηθεί ο συνομιλητής σε απορία,
να κοκκινίσει ή να νιώσει ντροπή, ώστε τελικά να μην ξέρει πια τι να πει ή αν
καταφέρνει ακόμα να αρθρώσει λόγο, να μην ξέρει τι λέει. Στο τέλος του διαλόγου πρέπει να έχει πελαγώσει και να είναι ανίκανος
να σκεφτεί: Τα λόγια του Σωκράτη επενεργούν σαν ναρκωτικό. Προσοχή όμως, αυτό συμβαίνει γιατί και ο ίδιος ο Σωκράτης
έχει αφεθεί να ναρκωθεί (η νάρκη αυτή
ναρκώσα: Μένων, 80c).
Στόχος
λοιπόν του διαλόγου δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας –όπως θέλησε ο
Πλάτωνας να μας κάνει να πιστέψουμε-, αλλά η εμπειρία της μη γνώσης. Το να μη σκεφτούμε για να μπορέσουμε να
σκεφτούμε, το να μη σκεφτούμε για να μπορέσουμε να πράξουμε σκεπτόμενοι.
Έτσι επιτυγχάνεται μια απαγκίστρωση από
τις συνήθειες της σκέψης και της πράξης, συνήθειες που συνδέονται με ανεπίκαιρες
πια βλέψεις ή περιστάσεις. Για να
επιτευχθεί όμως μια τέτοια νίκη επί της γνώσης και της αρετής, αυτός που
καθοδηγεί το διάλογο δεν πρέπει πια να είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σχέση. Ο
Σωκράτης εγκαταλείπει το συνομιλητή στη σύγχυσή του. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα πια γ’ αυτόν, δεν μπορεί να τον βοηθήσει·
και κυρίως δεν μπορεί να πάρει με κάποιον τρόπο τη θέση του, ούτε να του
συμπαρασταθεί. Αποχωρεί, γιατί δεν είναι
πια υπεύθυνος για τίποτα.
Η μη γνώση είναι
βέβαια ένα πέρασμα σε άλλες γνώσεις και άλλες πρακτικές που πρέπει να
γεννιούνται και ν’ ανανεώνονται διαρκώς. Είναι
όμως κι ένας τόπος κι ένα περιβάλλον. Μπαίνοντας εκεί, μπαίνουμε σε μια
αέναη κίνηση όπου συνδιαλέγονται αντιλήψεις που προέρχονται ταυτόχρονα από
παντού κι απαιτούν ευφυείς, αν και ποτέ εντελώς συντονισμένες αντιδράσεις.
Ωστόσο, δεν χρειάζεται πια να προβούμε
σε σκέψεις που προηγούνται της πράξης ούτε σε πράξεις που απορρέουν από σκέψεις
τις οποίες έχουμε επεξεργαστεί εκ των προτέρων. Η νόηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την πράξη. Διαμορφώνεται σε
συνάρτηση με το περιβάλλον που γνωρίζουμε, γιατί είναι το περιβάλλον μέσα στο
οποίο πράττουμε.
Τότε ακριβώς
επιτυγχάνεται η περίφημη ισοδυναμία γνώσης και αρετής, που μας εκτρέπει
από τους συνήθεις τρόπους αντίληψης και πράξης. Για να αποκτήσουμε πρόσβαση σ’
αυτήν, δεν υπάρχει μέσο, γιατί η χρήση μέσου για να πετύχουμε αυτό το σκοπό θα
μας έκανε να βγούμε από τον τόπο που ορίζουν τα ίδια τα πράγματα και τα
γεγονότα. Συνεπώς η πρόσβαση σ’
αυτόν δεν επιτυγχάνεται με τη μαθητεία,
αλλά μ’ ένα άλμα, πάντοτε απίθανο και πάντοτε απρόβλεπτο, γιατί εξαρτάται
από το περιβάλλον και ταυτόχρονα από την ικανότητά μας ν’ αφεθούμε να βρεθούμε
στον τόπο μας. Άλμα σημαίνει διακοπή της
συνέχειας ανάμεσα στην κατάσταση όπου βρισκόμασταν πριν απ’ αυτό και στην
κατάσταση όπου θα βρεθούμε κάνοντάς το·
σημαίνει επίσης ότι, πριν το κάνουμε, δεν ξέρουμε ούτε που οδηγεί ούτε τι
συνέπειες θα έχει.
Το άλμα είναι αναγκαίο για να περάσουμε από το εξωτερικό στο εσωτερικό της
συμφωνίας που υπάρχει πριν από μας. Δεν
μπορούμε καν να πούμε ότι είμαστε ικανοί να το κάνουμε. Δεν είναι καν βέβαιο
ότι μπορούμε να προετοιμαστούμε γι’ αυτό. Μπορούμε όμως σίγουρα να
ενδιαφερθούμε γι’ αυτό το πιθανό εγχείρημα.
Είναι
ένας τόπος όπου κάθε πρόβλημα επιλύεται εκ των προτέρων ή ήδη από την πρώτη
επαφή μαζί του, γιατί δεν υπάρχει πια
πρόβλημα όταν νιώθουμε άνετα μέσα σε μια κατάσταση και δεν μπορούμε να την
κάνουμε διαφορετική από ότι είναι. Πρόβλημα υπάρχει όταν ορίζουμε
λανθασμένα τα αίτια και τις συνέπειες μιας κατάστασης, ή όταν δεν αναγνωρίζουμε
ή δεν ασπαζόμαστε όσα μας αποκαλύπτει. Ένα πρόβλημα είναι κάτι που αποκλείεται
από την κίνηση του συνόλου ή την επίδραση του άμεσου περιβάλλοντος. Η ιδιάζουσα στάση του Σωκράτη απέναντι στα
γεγονότα έχει ως συνέπεια την απάλειψη κάθε προβλήματος. Γιατί τα δέχεται όλα
όπως είναι. Γιατί το να είναι κανείς μεθυσμένος ή το να μην πίνει ποτέ
αποτελούν επεισόδια που δεν διαφέρουν ως προς την αξία τους. Και αξία δεν
υπάρχει όταν δεν υπάρχει πια κρίση. Υπάρχουν μόνο θέσεις που σχετίζονται μεταξύ
τους ποικιλοτρόπως.
Αν η ακρασία ή ακράτεια δεν είναι δυνατή, δηλαδή αν δεν λείπει ο αυτοέλεγχος, όπως
διατείνεται ο Σωκράτης, είναι γιατί
εμπεριέχεται ήδη στη θέση που ανταποκρίνεται στο γεγονός. Ο αυτοέλεγχος δεν
χρειάζεται όσον είμαστε συντονισμένοι με ό,τι συμβαίνει εντός και εκτός μας. Το ίδιο ισχύει και με τη βεβαιότητα ότι
κανείς δεν κάνει κακό με τη θέλησή του. Το «κάνω κακό ηθελημένα»
προστίθεται στο «κάνω» σαν να επρόκειτο για ένα συστατικό που του έλειπε κι ότι
το κακό υπάρχει ανεξάρτητα από το περιβάλλον όπου εγγράφεται η πράξη. Κάτι
τέτοιο όμως δεν έχει κανένα νόημα για τον Σωκράτη ή για όποιον είναι πρόθυμος
να εμπλακεί στο παιχνίδι που του προτείνεται, δηλαδή σ’ αυτό της επένδυσης του
τόπου. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα περίφημα σωκρατικά γνωμικά δεν
αποτελούν αρχές ή αλήθειες με καθολική ισχύ: ισχύουν αποκλειστικά και μόνο για
όσους αφήνονται να καταληφθούν προκειμένου να μπορέσουν να φροντίσουν τον εαυτό
τους.
Μ’ αυτήν την
προοπτική, καταλαβαίνουμε γιατί η τέχνη του τεχνίτη εκλαμβάνεται ως μοντέλο. Ο Αριστοτέλης
τονίζει ότι ο Σωκράτης αφήνει κατά μέρος τη διδασκαλία για να στρέψει το
ενδιαφέρον του αποκλειστικά στην πρακτική του τεχνίτη όπως αυτή εμφανίζεται
όταν η δεξιότητα έχει φτάσει στην ολοκλήρωσή της. Ο ολοκληρωμένος τεχνίτης δεν έχει πια κανένα πρόβλημα και κανένα
δισταγμό (Φυσικά, Β 199b, 28). Η
ολοκληρωμένη γνώση της τέχνης του έχει περάσει στην πρακτική του και, ως εκ
τούτου η γνώση και η αρετή δεν μπορούν να είναι σε διάσταση. Όσο ο
μαθητευόμενος βρίσκεται σε διαδικασία εκμάθησης, τελεί υπό το καθεστώς δοκιμών
και λαθών, κι επομένως υπό το καθεστώς του καλού και του κακού στο πεδίο της
δραστηριότητάς του. Γι’ αυτόν υπάρχει μια ηθική που του υποδεικνύει τι πρέπει
και τι δεν πρέπει να κάνει. Ο τεχνίτης
όμως που είναι κύριος της τέχνης του δεν εμπίπτει σ’ αυτό το είδος
διακρίσεων. Σκέπτεται αυτό που κάνει και
κάνει αυτό που σκέπτεται· η σκέψη του
ενέχεται σ’ αυτό που κάνει και στον τρόπο που το κάνει. Κατά συνέπεια,
χάρη στο μοντέλο της τέχνης μπορούμε να απαλλαγούμε από την αναφορά σε μια
ηθική που εδράζεται διάκριση καλού και κακού. Κάτι τέτοιο όμως θα μπορούσε να
συνηγορήσει επίσης στο να εξαφανίσουμε τον Σωκράτη σαν ανατρεπτικό. Πως θα
μπορούσε να λειτουργήσει μια κοινωνία αν δεν χρειαζόταν πια να επικυρώνει τι
πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε;
Το
συγκεκριμένο μοντέλο ρίχνει φως και σε μια άλλη θεματική. Γιατί είναι εύκολο να ασκήσουμε την αρετή; Διότι αν είναι δύσκολο να
γίνουμε ενάρετοι, είναι εύκολο να είμαστε ενάρετοι. Αυτό όμως είναι
ανήκουστο. Όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε προσπάθειες και να επιδείξουμε
ισχυρή θέληση για να διατηρηθούμε στον σωστό δρόμο. Κι όμως, αν αληθεύει ότι ο
μαθητευόμενος κοπιάζει περισσότερο για να πραγματοποιήσει, όπως οφείλει, ότι
αναμένεται απ’ αυτόν, ο ολοκληρωμένος τεχνίτης αντίθετα, μπορεί να διατηρεί τις
δυνάμεις στο ακέραιο παράγοντας τέλεια αντικείμενα. Το μόνο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι να μάθουμε πως είναι
δυνατό να περάσουμε από την εικόνα που μας παρέχει η χειρονακτική εργασία στην
πραγματικότητα του κόσμου του ανθρώπου.
Εν
τούτοις, ένα τέτοιο ερώτημα είναι άτοπο
αν εκλάβουμε σαν δυνατό ότι περιγράφηκε παραπάνω, δηλαδή την εισαγωγή κάποιου
στον τόπο του σε συνάρτηση με το περιβάλλον του. Ο Σωκράτης πραγματεύεται το νευραλγικό αυτό σημείο με δύο τρόπους, έναν
θεωρητικό κι έναν πρακτικό.
Σε ότι αφορά τη
θεωρία, αρκεί να πούμε πως ο άνθρωπος είναι ολοκληρωμένος, δηλαδή πως η ικανότητά
του είναι δεδομένη και συνεπώς, δεν χρειάζεται να την κατακτήσει, αλλά να την
αλλά να την αφήσει να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί. Αυτό μάλιστα
είναι εύκολο και δεν απαιτεί την παραμικρή προσπάθεια, γιατί είναι κάτι που ο
άνθρωπος το διαθέτει ήδη. Ένας άνθρωπος μπορεί να μη γνωρίζει τι είναι
δικαιοσύνη, αλλά γνωρίζει εξαρχής την ορθότητα πάνω στην οποία θεμελιώνονται οι
ενδεδειγμένες σχέσεις, δηλαδή οι κατάλληλες για τις περιστάσεις, και τις
τροποποιεί διαρκώς ώστε να διατηρούνται πάντα ενδεδειγμένες.
Πως
όμως καθιερώνεται αυτή η ορθότητα και πως γίνεται να τροποποιείται πάντα και να
διατηρείται πάντα ενδεδειγμένη; Με άλλα λόγια, πως μπορεί να εφαρμοστεί στην
πράξη μια τέτοια θεωρία; Σε ότι αφορά τον εαυτό του, ο Σωκράτης, απαντά έμπρακτα: αποσύρεται στην εξώπορτα κάποιου σπιτιού.
Σε ότι αφορά τους συνομιλητές του, απαντά: με την κατάληψη, ως συνέπεια των
λόγων του ομιλητή, οι οποίοι παίρνουν τη θέση του τραγουδιού και του χορού, με
την προϋπόθεση βέβαια ότι ο συνομιλητής αφήνεται να κατακλειστεί από λόγια που
δεν έχουν πια νόημα. Είναι όμως αναγκαίο, γιατί αυτό που εισάγει στον άνθρωπο σε ό,τι πραγματικά είναι, δεν είναι
τίποτ’ άλλο από τη μη γνώση. Και τότε η
πρακτική γίνεται εφαρμογή της θεωρίας και για μια άλλη φορά η αρετή γίνεται
γνώση.
Για
να γίνει όμως αυτό, προϋποτίθεται ότι ο
ομιλητής αρχίζει ο ίδιος να μη γνωρίζει, όπως λέει ο Σωκράτης στον Μένωνα, γιατί αλλιώς, δεν θα μπορούσε να
προκαλεί το ίδιο αυτό πράγμα στο συνομιλητή του. Το να μη γνωρίζει, συνιστά
γι’ αυτόν μια διαρκή άσκηση η οποία τον κάνει να ενεργεί ανάλογα με το ρόλο του
που έχει ο τόπος του μέσα στο εκάστοτε περιβάλλον. Κανένα προαπαιτούμενο, καμία
προϋπόθεση, καμία προεργασία δεν είναι δυνατό να υπάρξει στην καθιέρωση των
αντιστοιχιών. Ακόμη και αν ανακινούνται στοιχεία του παρελθόντος, με την είσοδο
τους σ’ ένα νέο σύστημα σχέσεων γίνονται αυτοστιγμεί νέα.
Francois Roustang, Το μυστικό του Σωκράτη για την αλλαγή της ζωής
(Εκδόσεις Κέλευθος, 2013, σελ. 14-21)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου