Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Αρχαία Σπάρτη


Οι Σπαρτιάτες είχαν εντελώς ξεχωριστή θέση στην […] Ελλάδα. Είχαν αναδειχτεί με τους δύο μεσσηνιακούς πολέμους, ο πρώτος απ’ τους οποίους τερματίσθηκε στο δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα με την κατάληψη του οχυρού της Ιθώμης.

Οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες: υποτελείς δεμένοι με τη γη, που είχαν το δικαίωμα να καλλιεργούν μόνοι τους το έδαφός τους, αλλά έπρεπε να πληρώνουν στον ιδιοκτήτη της γης ένα σταθερό φόρο και να τον ακολουθούν στον πόλεμο ως υπηρέτες. Ήταν ιδιοκτησία του κράτους και μόνο το κράτος είχε το δικαίωμα να τους πουλάει ή να τους απελευθερώνει. Όταν στα μέσα του έβδομου αιώνα προσπάθησαν ν' αποσείσουν τον ζυγό, συμμαχώντας με τους Αργείους και τους Αρκάδες, οι Σπαρτιάτες μόνον έπειτα από μακρόχρονο και αιματηρό αγώνα κατάφεραν να ξαναγίνουν κύριοι της κατάστασης.

Ολόκληρη η πολιτειακή δομή των Σπαρτιατών καθοριζόταν από τον μόνιμο μεσσηνιακό κίνδυνο. Μερικές χιλιάδες κατακτητές εξουσίαζαν μια πολλαπλάσια πλειονότητα υποδουλωμένων και εκμεταλλευμένων αυτόχθονων κατοίκων αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να διατηρηθεί παρά μονάχα με την αρραγή ενότητα, τη συνεχή πολεμική ετοιμότητα και την πλήρη απομόνωση από το εξωτερικό. Για την επιτήρηση των ειλώτων χρησίμευε, ανάμεσα στ’ άλλα, η περιβόητη κρυπτεία,  ένα είδος χωροφυλακής που εκτελούσε τους υπόπτους χωρίς καμιά διαδικασία.

Ανάμεσα στους Σπαρτιάτες υπήρχε (τουλάχιστο θεωρητικά) πλήρης ισότητα στην ιδιοκτησία: γι’ αυτό και αυτοαποκαλούνταν «όμοιοι». Επειδή τόσο οι Αγιάδες όσο και οι Ευρυποντίδες είχαν πανάρχαια δικαιώματα στο θρόνο, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να δώσουν τη βασιλική αρχή και στα δύο γένη: αυτή η ανταγωνιστική διπλοβασιλεία, ένας πολύ πρωτότυπος θεσμός που το πολύ-πολύ να έχει κάποια αναλογία με τη ρωμαϊκή υπατεία, είχε σκοπό να εμποδίσει την εγκαθίδρυση μονοκρατορίας.

Εκτός όμως απ' τους δυο βασιλιάδες υπήρχαν πέντε έφοροι, που εκλέγονταν κάθε χρόνο και που είχαν την πραγματική εξουσία στο κράτος: δεν σηκώνονταν μπροστά στους βασιλιάδες και μ' ένα νεύμα τους ο καθένας όφειλε «να σπεύσει κοντά τους». Ο Ξενοφών, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης σύγκριναν την εξουσία των εφόρων με τυραννίδα. Οι έφοροι είχαν απόλυτη ελευθερία δράσης στους βασικούς τομείς αρμοδιότητάς τους -εξωτερικές υποθέσεις, ασφάλεια, αστυνομία αλλοδαπών, διαπαιδαγώγηση των νέων, οικονομικά- αλλά ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν λογαριασμό στους διαδόχους τους. Από τον αρχηγό της πεντανδρίας έπαιρνε τ' όνομά της η χρονιά. Στο πλάι τους οι βασιλιάδες δεν ήταν παρά καχύποπτα επιτηρούμενοι πρόεδροι του κράτους, με δικαίωμα τιμητικής θέσης, διπλής μερίδας και δημόσιου πένθους όταν πέθαιναν. Είναι ενδεικτικό ότι οι βασιλιάδες ήταν υποχρεωμένοι να ορκίζονται κάθε μήνα πίστη στο σύνταγμα.

Ο Πλούταρχος αποκάλεσε τη λακεδαιμόνια κοινότητα «λογικόν καί πολιτικόν σμήνος», δηλαδή ένα μελίσσι με λογικό και πολιτικό αισθητήριο, και ο Αριστοτέλης έλεγε: «Το σύνταγμα της Σπάρτης θα ήταν τέλειο, αν το κράτος ήταν στρατόπεδο». Μόλις τα παιδιά γίνονταν εφτά χρόνων, τα έπαιρναν απ' τη μητέρα τους, τα κατένειμαν σε «αγέλες» και τα ανάθεταν στην κρατική επίβλεψη, που ήταν μια σχεδόν αποκλειστική και πολύ αυστηρή προετοιμασία για τη στρατιωτική θητεία. Ακόμα και οι ενήλικοι άνδρες ζούσαν σε συσκηνίες με κοινά συσσίτια, στα οποία ο καθένας έπρεπε να συνεισφέρει ένα ορισμένο μέρος: αν δεν μπορούσε πια να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση, αποκλειόταν από την κατηγορία των πολιτών που είχαν πλήρη δικαιώματα. Ακόμα και τα κορίτσια εκπαιδεύονταν σωματικά με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως τα αγόρια, γι' αυτό και οι Λακεδαιμόνισσες θεωρούνταν οι ωραιότερες και υγιέστερες Ελληνίδες. Επίσης, επειδή η φροντίδα για το νοικοκυριό βρισκόταν σχεδόν εξολοκλήρου στα χέρια τους, η θέση τους στην κοινωνία ήταν πιο ελεύθερη και ευυπόληπτη από αλλού. Απ' την άλλη μεριά όμως είναι ευνόητο ότι, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η συζυγική ζωή δεν είχε καθόλου προσωπικό και απόκρυφο χαρακτήρα: η ανταλλαγή γυναικών δεν ήταν σπάνια, συχνά οι φτωχοί αδελφοί μοιράζονταν μια γυναίκα, ο σύζυγος μπορούσε (και μάλιστα ήταν υποχρεωμένος, σε περίπτωση μόνιμης ατεκνίας) να βρει αντικαταστάτη για τη γυναίκα του.

Ο Ξενοφών λέει ότι στην πολεμική τέχνη υπάρχει ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους υπόλοιπους Έλληνες η σχέση του επαγγελματία τεχνίτη με τον ερασιτέχνη. Η σωματική αγωγή των Σπαρτιατών ήταν περισσότερο γυμναστική και πολεμική άσκηση παρά αθλητισμός, γι' αυτό και σπάνια νικούσαν στην Ολυμπία, ενώ η μουσική και η ποίησή τους είχαν κατά κύριο λόγο τη μορφή εμβατηρίων, πολεμικών τραγουδιών και πατριωτικών χορών. Ακόμα και την παιδεραστία την έβαζαν στην υπηρεσία της στρατοκρατίας. Ο Πλάτων λέει: «Αν ήταν δυνατό ν’ αποτελείται ένα ολόκληρο κράτος ή ένα ολόκληρο στρατόπεδο από εραστές και ερωμένους, θα ήταν αδιανόητη μια καλύτερη κοινότητα, γιατί από αμοιβαία αιδώ θ’ απόφευγαν κάθε κακή πράξη και θα βρίσκονταν συνεχώς σε ευγενή άμιλλα, ενώ στη μάχη θα νικούσαν κάθε αντίπαλο, ακόμα κι αν υστερούσαν αριθμητικά. Γιατί ένας εραστής προτιμά να τον δει ολόκληρος ο κόσμος να στρέφει τα νώτα στον εχθρό παρά ο αγαπημένος του. Κανένας δεν είναι τόσο τιποτένιος ώστε ο έρωτας να μην τον εμψυχώνει.» Και πράγματι, πριν απ’ τη μάχη οι Σπαρτιάτες θυσίαζαν στον Έρωτα.

Το εμπόριο και οι συναλλαγές ήταν στα χέρια των περίοικων, δηλαδή εκείνων που ζούσαν στα όρια της πολιτείας και δεν συμμετείχαν στη διακυβέρνησή της. Υπήρχαν μόνο σιδερένια νομίσματα χωρίς αξία και χωρίς πέραση σ' άλλες πόλεις. Τα ταξίδια στο εξωτερικό απαγορεύονταν. Η κλοπή θεωρούνταν όνειδος μόνον αν ο κλέφτης πιανόταν επ' αυτοφώρω.

Πολλά άλλα πράγματα που αναφέρονται για τη Σπάρτη και που ακόμα και σήμερα τα μαθαίνει το κάθε σχολαριόπαιδο έχουν την πηγή τους στην τάση πολλών όψιμων Ελλήνων ηθογράφων να υπερβάλλουν και, ως ένα βαθμό, στην αγάπη των Σπαρτιατών για την επίδειξη. Λόγου χάρη ο «τρίβων» τους, ένας χιτώνας που τον έτριβαν επίτηδες για να φαίνεται λιτότερος και που αργότερα χρησίμευε και στους φιλόσοφους για να κάνουν εντύπωση με τη λετσαρία τους, φοριόταν μόνο για φιγούρα. Τους άρεσε να βάφουν τα ρούχα τους με πορφύρα εξίσου όσο και στους άλλους Έλληνες, αλλά δήλωναν με καμάρι ότι το έκαναν μόνο και μόνο για να μη φαίνεται το αίμα πάνω τους· ωστόσο ο Λυκούργος απαγόρεψε αυτή την απρεπή πολυτέλεια, κι από τότε οι Σπαρτιάτες φορούσαν κατακόκκινα ρούχα.

Για τον περιώνυμο «μέλανα ζωμό» ένας Συβαρίτης είπε τάχα πως από τότε που τον δοκίμασε ξέρει γιατί οι Σπαρτιάτες βαδίζουν με τόση ευχαρίστηση στον θάνατο∙ αλλά αυτό δεν είναι παρά καλαμπούρι: στην πραγματικότητα ο μέλας ζωμός ήταν ένα πολύ θρεπτικό και νόστιμο φαγητό, ένα είδος πατσά από αλλαντικά, χοιρινό κρέας, ξύδι και μπαχαρικά, που όσοι ξένοι κατάφεραν να μάθουν τη συνταγή του το εκτιμούσαν ως λιχουδιά και πραγματικά αργότερα εξαγόταν, όπως η μασσαλιώτικη μπουγιαμπέσα. Στα συμπόσια που ακολουθούσαν τις θυσίες υπήρχαν θαυμάσια γλυκίσματα, δυνατά κρασιά, εξαίσια φέτα και σιτευτά μοσχάρια∙ βέβαια, το συνηθισμένο μενού των συσσιτίων ήταν πολύ πιο απλό και η μέθη τιμωρούνταν, αλλά είναι σίγουρο ότι το κυνήγι δεν ήταν σπάνιο στο τραπέζι.

Είναι γνωστό ότι στους Σπαρτιάτες άρεσε επίσης να μιλάνε με μια τυποποιημένη λιτότητα, που ως ένα βαθμό προερχόταν απ' το γεγονός ότι τους έλειπε η φαντασία, αλλά μερικές φορές ήταν πολύ πετυχημένη. Σ' έναν εχθρό που τους απείλησε: «Αν κυριέψω την πόλη σας, θα την ισοπεδώσω», απάντησαν: «Αν». Στους Σάμιους απεσταλμένους, που έβγαλαν ατέλειωτους λόγους, είπαν: «Δεν καταλάβαμε το τέλος, γιατί ξεχάσαμε την αρχή.» Μερικές άλλες απ’ αυτές τις λακωvικές ρήσεις, που στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό, έδιναν στη βραχυλογία μια χροιά ευφυολογήματος, που όμως όχι σπάνια είναι τόσο ξερό ώστε να φαίνεται άνοστο. Αλλά εκεί που οι Σπαρτιάτες ήταν ολότελα ανυπόφοροι ήταν η χαρακτηριστική ηθικοληψία τους∙ και είναι οι μόνοι Έλληνες που τα κατάφεραν να είναι κακόγουστοι.

Κάτι που δεν συμφωνεί με την παραδοσιακή σχολική εικόνα των Σπαρτιατών είναι η φιλοχρηματία τους, που ήταν παροιμιώδης σ’ ολόκληρη την αρχαιότητα. Ένας Πελοποννήσιος είναι αυτός που βάζει τον Αλκαίο να λέει την περίφημη ρήση: «χρήματα χρήματ’ άνήρ», δηλαδή «μόνο τα λεφτά κάνουν τον άνθρωπο.» Αλλά κι ο Ευριπίδης στηλιτεύει την ευτελή κερδομανία τους, που επικρίθηκε προειδοποιητικά ακόμα κι απ' το μαντείο των Δελφών. Η κατοχή χρυσού και αργύρου ήταν βέβαια απαγορευμένη, αυτή η απαγόρευση όμως μπορούσε εύκολα να παρακαμφθεί: με τη λαθραία εξαγωγή χρημάτων στο εξωτερικό, με εικονικές εκχωρήσεις σε περίοικους, με την απόκτηση οικοπέδων και κοπαδιών. Ακόμα, είχε κανείς το δικαίωμα να έχει όσους δούλους ήθελε, που ήταν το κύριο περιουσιακό στοιχείο του αρχαίου Έλληνα. Η συνεισφορά στα συσσίτια ήταν κατανεμημένη ομοιόμορφα, επομένως άδικα, γιατί δεν έπαιρνε υπόψη τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των πολύτεκνων νοικοκυριών, που εκτός απ' αυτό διασπώνταν με το μοίρασμα της κληρονομιάς σε όλο και μικρότερες παραγωγικές μονάδες. Έτσι, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν ότι απ' τη μια μεριά, με την πτώχευση και την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, δημιουργήθηκε ένα κουρελοπρολεταριάτο (ή μάλλον μια κουρελοαριστοκρατία) κι απ' την άλλη μεριά μια πλουτοκρατία. Τον έκτο αιώνα υπήρχαν ήδη Σπαρτιάτες περιβόητοι για την αμύθητη περιουσία τους.

Αν σ' αυτά τα ζητήματα οι Σπαρτιάτες ήταν χειρότεροι απ’ την τυποποιημένη εικόνα τους, σε μερικά άλλα ήταν καλύτεροι. Έτσι, το ότι επιδίωκαν πάντα να υποτάξουν ολόκληρη την Ελλάδα είναι μια κακόβουλη εκδοχή που διέδωσε ο προαιώνιος εχθρός τους, η Αθήνα. Στην πραγματικότητα ασκούσαν πάντα μια καθαρά πελοποννησιακή πολιτική και αποστρέφονταν κάθε επέκταση· πέρα απ' τον Ισθμό, αν όχι γι' άλλο λόγο τουλάχιστον επειδή φοβόντουσαν μήπως μολυνθούν με «επαναστατικές» ιδέες. Η μόνη αποικία που ίδρυσε ποτέ η Σπάρτη ήταν ο Τάρας, που όμως, ως πρωτεύουσα της μεγαλοελληνικής βιομηχανίας, επιστήμης και ευζωίας, δεν είχε τίποτα το σπαρτιατικό.

Στην Ελλάδα οι Σπαρτιάτες ήθελαν να έχουν μόνο την ηθική ηγεμονία. Μετά την υποταγή της Μεσσηνίας ένιωθαν κορεσμένοι εδαφικά, όπως η Πρωσία του Φρειδερίκου μετά την απόκτηση της Σιλεσίας και η Γερμανία του Μπίσμαρκ μετά την ειρήνη του Νίκολσμπουργκ και της Φραγκφούρτης. Είναι γενικά παράξενο ότι τα λεγόμενα «στρατοκρατικά» κράτη δεν είναι σχεδόν ποτέ επιθετικά.

Επίσης, δεν είναι σωστό ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οι πιο άμουσοι απ’ όλους τους Έλληνες. Ας μη ξεχνάμε ότι ήταν κι αυτοί Έλληνες. Έτσι, είναι ενδεικτικό ότι χάρη στις ελεγείες του Τυρταίου κέρδισαν τον δεύτερο μεσσηνιακό πόλεμο: αυτός ο ποιητής, του οποίου τα φλογερά τραγούδια τραγουδιόντουσαν για αιώνες σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, ήταν στην πραγματικότητα ο στρατηγός τους. Γενικά οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ μουσόφιλοι, ενώ ακόμα και ο ελληνικός ναός είναι δικό τους δημιούργημα. Όπως η εξίσου πολυχλεύαστη Πρωσία γέννησε έναν ιδιόρρυθμο και, στα στενά του όρια, εύρωστο πολιτισμό, που σημαδεύεται απ’ τα ονόματα του Καντ και του Κλάιστ, έτσι και το δωρικό πνεύμα κατέκτησε ανάλογες κορυφές στην αρχιτεκτονική και τη μουσική.

Η δεύτερη μεγάλη αποικία των Δωριέων ήταν η Κρήτη. Ο Όμηρος, εξυμνώντας αυτό το πυκνοκατοικημένο νησί για την ομορφιά και την ευφορία του, το αποκαλεί εκατόμπολιν. Οι κατακτητές δεν τεμάχισαν το έδαφος σε κλήρους, όπως είχαν κάνει στη Λακωνία, παρά έκαναν το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτική γη. Τα συσσίτια οργανώνονταν από το κράτος, κι όχι μόνον αυτά παρά και τα γεύματα των γυναικών, των παιδιών και των δούλων στα διάφορα νοικοκυριά. Αλλά κι αυτός επίσης ο κολεκτιβισμός, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του σπαρτιατικού, δεν είχε διάρκεια. Έγιναν κατατμήσεις και καταπατήσεις, πολλοί Κρήτες μετανάστευσαν ως μισθοφόροι ήταν περίφημοι και περιβόητοι σ’ ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο για τα πολεμικά τους κατορθώματα και, όπως αναφέρει ο Πολύβιος, για την ακατάσχετη κερδομανία τους.

Egon FriedellΠολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας

[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 109-114]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου