Πολιτική «Δεξιά» δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα, επομένως ούτε
και πολιτική «Αριστερά». Δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, τα
ρεαλιστικά δεδομένα για τέτοια γεννήματα: Ούτε βαριά βιομηχανία που να
προϋποθέτει «συσσώρευση κεφαλαίου» ως αναγκαία συνθήκη της παραγωγής ούτε
«προλεταριάτο» ως διαμορφωμένη και πάγια κοινωνική «τάξη».
Είχαμε
περιστασιακές και περιπτωτικές «δεξιές» ή «αριστερές» συμπεριφορές. Εισαγόμενες,
μεταπρατικές. Τις βαφτίζαμε με αυτά
τα δάνεια από τη Δύση ονόματα, για να μας δίνουν την ψευδαίσθηση
«εξευρωπαϊσμού» μας. Υπεραναπλήρωση
μειονεξίας, ξιπασιά. Το ψυχολογικό σύμπλεγμα του Kοραή, η θεωρία του για «μετακένωση» της ελληνικότητας από τη Δύση (τη μόνη κιβωτό)
στους αφελληνισμένους «Γραικούς» του βαλκανικού Nότου, επιβλήθηκε σαν κυρίαρχη ιδεολογία στο ελλαδικό κρατίδιο.
Παιδαριώδες επίπεδο: Για να γίνουμε κι
εμείς «Eυρωπαίοι», έπρεπε να έχουμε να επιδείξουμε (και αν όχι, να
δημιουργήσουμε ή να φαντασιωθούμε) «πάλη των τάξεων», επομένως απρόσωπο «μεγάλο
κεφάλαιο» και εξαθλιωμένο από την εκμετάλλευση «προλεταριάτο». Μέχρι σήμερα η
κυρία Παπαρήγα, γραφικά, σχεδόν χαριτωμένα εξωπραγματική, μιλάει μόνο για
«εργαζόμενους» (αφού εργάτες, όπως τους προϋποθέτει ο Μαρξισμός της, δεν
υπάρχουν) και εννοεί τα «ρετιρέ» της δημοσιοϋπαλληλικής μισθοδοσίας – τεχνικούς
της ΔEH και του OTE, μηχανοδηγούς του OΣE και του «Mετρό» με μισθούς
αρεοπαγιτών ή και πολλαπλάσιους.
Από
γεννησιμιού του μεταπρατικό το ελληνώνυμο κρατίδιο (που όταν ιδρύθηκε άφηνε έξω από τα σύνορά του τα
τέσσερα πέμπτα των ελληνικών πληθυσμών εκείνης της εποχής) βάλθηκε να πιθηκίζει τα «φώτα» της Δύσης. Αφού ο «πολιτισμός», η
«πρόοδος» ήταν μόνο στην «Εσπερία», ο δρόμος που απέμενε για να εξωραϊστεί η
«Ψωροκώσταινα» στα μάτια του ταπεινωμένου επί αιώνες Ελλαδίτη ήταν η μίμηση, η
παθητική αντιγραφή, ο μεταπρατισμός. O αιγυπτιώτης Ελληνισμός, ο μικρασιατικός,
ο ποντιακός, της Μαύρης Θάλασσας, είχαν οργανικά προσλάβει όποια από τα
επιτεύγματα της Δύσης ικανοποιούσαν ανάγκες των Ελλήνων, χωρίς την αλλοτρίωση
του ξιπασμένου. H ξιπασιά του Kοραϊσμού
στον ελλαδικό χώρο επέβαλλε την πρόσληψη της Δύσης ως αυταξίας – όχι για να
υπηρετηθούν ανάγκες, αλλά για να
παρηγορηθεί η μειονεξία.
Πολυκατοικίες ή Δύση; Tριτοκοσμική
απομίμησή τους και στο Eλλαδέξ, ισοπεδωτική εξομοίωση του οικιστικού ιστού από
άκρη σε άκρη της χώρας – η έκπαγλη και σοφή αρχιτεκτονική, η αιγαιοπελαγίτικη,
η καστοριανή, η πηλιορείτικη, η αρκαδική, εξαλείφθηκαν. Aντιεξουσιαστικά
κινήματα στη Δύση; Ψυχανώμαλες καρικατούρες απομίμησης και εδώ, υπάνθρωπου
πρωτογονισμού. Aντικληρικαλισμός στη Δύση; Χλεύη και μυκτηρισμοί για
οποιοδήποτε σέβας του «ιερού», από τους «προοδευτικούς» της καριέρας, στα
χώματα που γέννησαν αυτό το σέβας. H οργάνωση του κράτους, οι θεσμοί, η
παιδεία, οι Τέχνες, κάθε πτυχή του συλλογικού βίου, κοπιάρισμα και μαϊμουδισμός,
δίχως αιδώ ή λύπην. Αποτύπωσε ο Ελύτης
τον «εκσυγχρονιστικό» εκβαρβαρισμό μας στο κείμενο - παρακαταθήκη που έχει
τίτλο: «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά».
Στο πεδίο της πολιτικής το ελληνώνυμο κρατίδιο, τουλάχιστον
στα πρώτα του βήματα, είχε την ειλικρίνεια
να ονοματίζει απροσχημάτιστα την ξιπασιά του: Τα πρώτα κόμματα που
σχηματίστηκαν ήταν το «Aγγλικόν», το «Γαλλικόν», το «Pωσικόν». Αργότερα προτιμήθηκε να δηλώνουν οι ονομασίες συντελεσμένο εξευρωπαϊσμό: ότι έχουμε κι εμείς κόμματα «δεξιά»,
«συντηρητικά», «φιλελεύθερα» ή «αριστερά», «σοσιαλιστικά», «κομμουνιστικά». Υιοθετήσαμε
και την κενολογία των παραλλαγών: «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά». Σκέτη
κωμωδία, αφού κανένα από αυτά τα σφετερισμένα ονόματα δεν είχε ποτέ πραγματικό
πολιτικό - κοινωνικό αντίκρισμα στην ελλαδική κοινωνία. Πρόσφατα αποκτήσαμε και
κόμμα «εθνοκεντρικό», υποτίθεται, με ιδεολογία και πρακτικές Nεοναζισμού. Είμαστε η χώρα του πιο προηγμένου πολιτικού
«δήθεν».
Φυσικά και έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο, που μάλλον σηματοδοτεί το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού.
Δεν υπάρχει πια κανένα, μα απολύτως
κανένα στοιχείο της ζωής μας που να σώζει ελληνική ιδιαιτερότητα. Όχι φολκλορική
γραφικότητα, αυτή που πουλάμε στον χύδην τουρισμό, αλλά ετερότητα ιεράρχησης
των αναγκών και νοηματοδότησης του βίου, ετερότητα γλώσσας, νοο-τροπίας, τρόπου
της πολιτικής, της οικονομίας, της κρατικής οργάνωσης. Το κάθε τι στην κρατική μας συλλογικότητα είναι δάνειο, μίμηση,
εισαγόμενο, όλα, μα όλα, έχουν τον χαρακτήρα των πολυκατοικιών μας: τη
σφραγίδα της τριτοκοσμικής διεθνικής ομοιομορφοποίησης.
Ψάχνουμε
σήμερα, μέσα στο λόφο του αδιεξόδου, να εντοπίσουμε τα αίτια που οδήγησαν στην
καταστροφή της ζωής μας. Ανήμποροι θεατές στο ψυχολογικό μαρτύριο της
ανεργίας των παιδιών μας. Με την ανασφάλεια, ατσαλένια δαγκάνα στο στέρνο μας.
Κάθε επαφή με την ελληνώνυμη συλλογικότητα, έναυσμα έκρηξης πανικού, οργής,
σιχασιάς. Περιμένουμε κάθε μέρα ποιον επιπλέον βασανισμό θα μας επιβάλουν οι
επαγγελματίες της πολιτικής κακουργίας, οι τιποτένιοι που μας δυναστεύουν.
Ψάχνουμε τα αίτια. Στα τυφλά. Δίχως την παιδεία και την πληροφόρηση που θα μας οδηγούσε
σε ρεαλιστική αυτογνωσία: Μήπως ο ρεαλισμός θα δικαιολογούσε δύο και μόνο
κόμματα στην Ελλάδα σήμερα; Το ένα να εξηγεί, συγκεκριμένα, χειροπιαστά, γιατί,
διακόσια χρόνια τώρα, δεν κατορθώνουμε τον εκδυτικισμό μας, ενώ τόσο πολύ τον
θέλουμε, τον εκθειάζουμε, τον προσπαθούμε. Ποιες πρακτικές, ποια μέτρα θα
μεταμορφώσουν τη σισύφεια προσπάθειά μας σε οριστική κατάκτηση – να γίνουμε
επιτέλους κι εμείς έστω ένα Βέλγιο, μια Ολλανδία, με άψογη την
αποτελεσματικότητα του ατομοκεντρικού «παραδείγματος», άψογη κατασφάλιση των
ατομικών δικαιωμάτων, άψογο ορθολογισμό απρόσωπης κρατικής μηχανής, τσεκουράτη
εξάλειψη της διαπλοκής, του πελατειακού κράτους, της ανομίας, της
γραφειοκρατίας.
Και το δεύτερο κόμμα να κομίζει πρόταση
εναλλακτική, με τεκμηριωμένο ρεαλισμό πολιτικής εφαρμογής: Να ξανακερδίσουμε,
βήμα-βήμα, το ξεχωριστό που μπορούμε να εισφέρουμε στην κοινή ανθρώπινη πορεία:
H ελληνικότητα ήταν και παραμένει το
εναλλακτικό πολιτισμικό «παράδειγμα» απέναντι στο παγκοσμιοποιημένο
(μονοδρομικό σήμερα) Δυτικό. Εκείνο σκόπευε πάντοτε και σκοπεύει στον
ατομοκεντρισμό της κατασφάλισης «δικαιωμάτων», η ελληνικότητα αντέτασσε την
κοινωνία των σχέσεων. Εκείνο θεμελιώνει τη συλλογικότητα στο «συμβόλαιο» με στόχο
τη χρησιμότητα, η ελληνικότητα στο «κοινόν άθλημα» της «πολιτικής αρετής» με
στόχο το «αθανατίζειν». Αυτονομώντας η Δύση την οικονομία και την εξουσία από
την «κοινωνία» των αναγκών, είναι αδύνατο πια να ανταποκριθεί στις ανθρώπινες
ανάγκες, οι λαοί βασανίζονται, εξεγείρονται, το «παράδειγμα» ολοφάνερα τρίζει.
Μια
χώρα μικρή και αποτυχημένη στο «παράδειγμα» που καταρρέει θα μπορούσε ίσως να
ξεκινήσει ταπεινά την αναζήτηση της εναλλακτικής πολιτικής αντιπρότασης. Την Ιστορία
τη γράφουν οι λίγοι.
Δημοσιεύτηκε
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου