Δεν είναι τυχαίο που η ελληνική λέξη
"ιστορία" υιοθετήθηκε από όλες τις γλώσσες, όταν στις αρχές του 19ου
αιώνα παρέστη ανάγκη να βρεθεί ένα όνομα για μια καινούρια επιστήμη, που
εμφανίστηκε τότε. Το ρήμα ιστορώ
προκύπτει από το ουσιαστικό ίστωρ, που
σημαίνει κριτής, έμπειρος, γιγνώσκων. Το
ουσιαστικό ίστωρ παράγεται από τον παρακείμενο οίδα του ρήματος είδω, που
αχρηστεύτηκε στον ενεστώτα, του οποίου τη θέση πήρε το ρήμα ορώ (βλέπω), ενώ το
οίδα χρησιμοποιείται στην αρχαία ελληνική με σημασία ενεστώτος.
Από το ρήμα
οίδα, λοιπόν, προκύπτει το ουσιαστικό ίστωρ, που δίνει ένα καινούριο ρήμα, το
ιστορώ, από το οποίο παράγεται ένα καινούργιο ουσιαστικό, η ιστορία.
Τούτες οι
γλωσσικές ‘περιπέτειες’ της λέξης ιστορία δείχνουν τη σημασία που έδινε η
αρχαία ελληνική σκέψη στο “να μαθαίνει κανείς ύστερα από έρευνα”. Γιατί ακριβώς
αυτό σημαίνει η λέξη ιστορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη, μέχρι τον Πλάτωνα,
περιφρονεί αυτό που πολλούς αιώνες αργότερα θα ονομαστεί 'ενορατική γνώση' (ή
γνώση εξ αποκαλύψεως, για να χρησιμοποιήσουμε χριστιανική ορολογία). Μ’ άλλα
λόγια, η ίδια η λέξη ιστορία αποκλείει εξ ορισμού την ενορατική γνώση, παρόλο
που δεν αποκλείει καθόλου τη φαντασία, η οποία συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα σε
δύο ή περισσότερα συναφή ιστορικά γεγονότα, που δεν θα ήταν δυνατό να συνδεθούν
ευθέως.
Ωστόσο, η ιστορική φαντασία δεν είναι μυθοποιητική
φαντασία, είναι η συνέπεια της λογικής επεξεργασίας των ντοκουμέντων, στην
περίπτωση που αυτά δεν επαρκούν από μόνα τους για τη συναγωγή ασφαλών
συμπερασμάτων. Αλλά και στην περίπτωση που τα ντοκουμέντα είναι επαρκή, πάλι θα
χρειαστεί η ιστορική φαντασία για να γίνει δημιουργική και στοχαστική η δουλειά
του ιστορικού, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι ένας απλός χρονικογράφος ή ένας
συλλέκτης τεκμηρίων.
Ο ιστορικός
δεν είναι ένας θετικός επιστήμονας, είναι ένας θεωρητικός επιστήμονας. Ο ιστορικός δεν μπορεί να
επαληθεύσει πειραματικά τις απόψεις του, για τον απλό λόγο πως το αντικείμενο
της έρευνας του δεν είναι επαναλήψιμο, όπως στο πείραμα των θετικών επιστημών.
Τα ιστορικά γεγονότα τελούνται άπαξ διά παντός, και είναι στην κυριολεξία
μοναδικά και ανεπανάληπτα, ακόμα και όταν εμφανίζουν κάποια επαναληπτικότητα
μέσα στο χρόνο.
Αν όντως λοιπόν τα ιστορικά γεγονότα εμφανίζουν μια
έστω και εντελώς άτακτη περιοδικότητα και επαναληπτικότητα, αυτό συμβαίνει όχι
γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται (η Ιστορία
δεν επαναλαμβάνεται ποτέ) αλλά διότι επαναλαμβάνονται κάποιοι σταθεροί
νόμοι που διέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι, που όμως εφαρμόζονται πάρα πολύ χαλαρά
στην κάθε περίπτωση χωριστά.
Η Ιστορία θα
γίνει επιστήμη πολύ αργά, μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα. Και θα την κάνουν
επιστήμη οι Γερμανοί ιστορικοί, […] Μέχρι τότε, η ιστοριογραφία κινούνταν γύρω
από τα πρότυπα που είχαν υποδείξει ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Ο Μποσουέ, ο
Βολταίρος, ο Βίκο, ο Μοντεσκιέ και ο Γίββων, είναι ιστορικοί ηροδότειου ή
θουκυδίδειου τύπου, πάντως επιστήμονες δεν είναι.
[…] λέγαμε, λοιπόν, πως η άποψη πως η Ιστορία θα
μπορούσε να είναι μια έγκυρη επιστήμη, πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 16ου
αιώνα, παντού στην Ευρώπη.
Είναι η εποχή κατά την οποία ο υπό διαμόρφωση
καπιταλισμός, που συνυπάρχει ακόμη με τη "ρομαντική" και τσαπατσούλα
φεουδαρχία, απαιτεί παντού σύστημα και μέθοδο. Στην αρχή του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί θα δημιουργήσουν
επιτέλους και για την Ιστορία ένα σύστημα και μια μέθοδο. Που, βέβαια, δεν
είναι ανάλογα μ' αυτά των θετικών επιστημών, είναι ωστόσο ένα σύστημα και μια
μέθοδος.
Όμως, των
μεγάλων Γερμανών ιστορικών θα προηγηθεί ελάχιστα ένας μεγάλος Γερμανός
φιλόσοφος ο Χέγκελ
(1770-1831). Είναι αυτός που θα δώσει
στη λέξη "ιστορία" το αρχαιοελληνικό της νόημα, που, όπως είπαμε,
συνίσταται στην έλλογη γνώση, που είναι συνέπεια μιας έρευνας. Λέει ο Χέγκελ, με το μεγαλόπρεπο και
σίγουρο ύφος του: "Η μόνη ιδέα που
κουβαλάει σταθερά μέσα της η φιλοσοφία, είναι η απλή ιδέα του Λόγου, ότι δηλαδή
ο Λόγος κυβερνάει τον κόσμο, και ότι συνεπώς η παγκόσμια Ιστορία είναι
ορθολογική" (Μαθήματα για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας).
Ώστε λοιπόν, ο Λόγος (η λογική) είναι η κύρια
'σταθερά' της ανθρώπινης Ιστορίας. Ώστε, λοιπόν, ο κόσμος δεν διέπεται από
άλογες και σκοτεινές δυνάμεις. Ώστε, λοιπόν, ο προτεστάντης θεός, που είναι ο
'υπέρτατος Λόγος' (η ύψιστη λογική) καθοδηγεί τον ανθρώπινο Λόγο. (Πράγμα που
δεν ισχύει για την υπερβατική και ενορατική ορθοδοξία, που απεχθάνεται τη νόηση
και στηρίζει τη γνωστική λειτουργία αποκλειστικά στην ενόραση.) Αν είναι έτσι,
αν δηλαδή η λογική κυβερνάει τον κόσμο, είτε διά του θεού απευθείας είτε διά
των πλασμάτων του, τότε μια επιστήμη της Ιστορίας δεν μπορεί παρά να έχει ως
κύριο καθήκον την επισήμανση της λειτουργίας του Λόγου μέσα στις ανθρώπινες
πράξεις, που πρέπει να γίνονται ολοένα και περισσότερο έλλογες. Η επιστήμη της Ιστορίας γεννιέται απ’ αυτό
το φιλοσοφικό δόγμα, που αργότερα θα αμφισβητηθεί, αλλά ποτέ δεν θα ξεχαστεί
ολότελα. […]
Όπως λέει ο
Χέγκελ,
"το κακό συνίσταται στο ότι μας
απασχολεί ο εαυτός μας ως μοναδικότης."
Εμάς τους
Έλληνες μας απασχολεί επίσης και η "μοναδικότης της φυλής μας". Άρα
το κακό σε μας είναι διπλό.
Οι πρώτοι ωστόσο διδάξαντες το δόγμα της
"μοναδικότητας της φυλής" (τους) ήταν οι Εβραίοι. Από αυτούς το
παρέλαβαν και άλλοι "μοναδικοί" λαοί, μεταξύ των οποίων και οι
ναζιστές Γερμανοί. Και επειδή η ύπαρξη δύο "μοναδικών" λαών καταργεί
την έννοια της μοναδικότητας, ο ένας από τους δύο έπρεπε να λείψει. Τελικά δεν
έλειψε κανένας. Έλειψαν μόνο μερικά εκατομμύρια άνθρωποι που τους κατάπιε η
μισαλλοδοξία των "μοναδικών".
Αν, λοιπόν, η
μελέτη της Ιστορίας, της παγκόσμιας Ιστορίας εννοώ, έχει μια χρησιμότητα, αυτή συνίσταται στο ότι μας κάνει λιγότερο μισαλλόδοξους και συνεπώς λιγότερο ηλίθιους.
Βασίλης Ραφαηλίδης, Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας
(Εκδόσεις
Θέμα, 1988, σελ. 19-24, 31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου