… Αλλά στη διάρκεια των σύντονων
προπαρασκευών για την εκστρατεία κατά των Περσών ο Φίλιππος δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 336, στο μεσουράνημα της ζωής του και στα μισά της σταδιοδρομίας του, από
έναν ευγενή της ανακτορικής φρουράς, για
λόγους προσωπικής εκδίκησης: … σχεδόν κανένας δεν ξέρει το όνομα του
Παυσανία από την Ορεστιάδα, του γιου του Κέραστου.
Είναι
πολύ πιθανό ότι η Ολυμπιάς, η σύζυγος του Φίλιππου και μητέρα του Αλέξανδρου, δεν ήταν αμέτοχη στη δολοφονική απόπειρα.
Είχε κι αυτή ορκισθεί εκδίκηση στον βασιλιά, που είχε πάρει μια δεύτερη νόμιμη
γυναίκα, και ολόκληρη η κατοπινή
βιογραφία της, που είναι γεμάτη από σκοτεινές πράξεις αβυσσαλέου πάθους,
δικαιολογεί την υποψία ότι έβαλε κι αυτή το χεράκι της στη δολοφονία του
άνδρα της. Ήταν κόρη του βασιλιά των Μολοσσών, επομένως πέρα για πέρα βάρβαρη,
αφοσιωμένη σε μυστηριώδεις και άγριες ιεροτελεστίες, κι ακόμα και ο μετριοπαθής
Πλούταρχος την αποκαλεί «παράφορη και ευέξαπτη». Η Ολυμπιάς ευθύνεται για κάτι τι το άμετρο στον χαρακτήρα του γιου της,
κάτι που, μαζί με την κληρονομιά του πατέρα, έφτιαξε μια προσωπικότητα από
αυτές που μόνο στους θρύλους υπάρχουν.
Με
τον Αλέξανδρο εμφανίζεται στην ιστορία του δυτικού κόσμου ένα πνεύμα που δε
μοιάζει ελληνικό, ή, όπως μπορεί κανείς να πει επίσης, μια νέα φάση του
ελληνικού πνεύματος: ο ελληνικός ρομαντισμός.
Ρομαντικά στοιχεία του Αλέξανδρου
ήταν η έλξη του προς την Ανατολή,
που την τροφοδοτούσε ένα πάθος ολότελα διαφορετικό από την αθώα περιέργεια ενός
Ηρόδοτου, η τάση του προς το απεριόριστο
και το απόλυτο, η επιθυμία του να
φτάσει ως την άκρη του κόσμου, ο
κοσμοπολιτισμός του, η πίστη του
στην παντοδυναμία της μεγαλοφυΐας, η
προσήλωσή του σε ιστορικές μνήμες (τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Διόνυσο), η φιλία του προς τον εχθρό, η αβρότητά του απέναντι στις γυναίκες. Ο Αλέξανδρος ήταν ιππότης και το θεμελιώδες
πάθος του ήταν η νοσταλγία. Ο ριζικά καινούριος τύπος που ενσαρκώνει ο
Αλέξανδρος εκδηλωνόταν ακόμα και σε δευτερεύοντα γνωρίσματα, όπως π.χ. στο
ξύρισμα του γενιού, που είναι αντιαστική και ιμπεριαλιστική συνήθεια: δεν
μπορούμε να φανταστούμε τον Καίσαρα και τον Αύγουστο, τον Ναπολέοντα και τον
Μουσσολίνι παρά μόνο ξυρισμένους.
Ο
Αλέξανδρος πέτυχε άθλους που δεν επαναλήφθηκαν ούτε καν με τα μέσα της
σύγχρονης τεχνικής και που αξίζουν τον θαυμασμό μας ακόμα περισσότερο κι από
τις νίκες του στις μάχες: ας σκεφτούμε την προέλαση μέσα από το Τουρκεστάν, το
Αφγανιστάν και το Βελουχιστάν και, κατόπιν, στην Πενταποταμία, μέσα από
κατάξερες ερήμους, ορμητικά ποτάμια και χιονισμένα οροπέδια· κι ωστόσο, ή ίσως
ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο Αλέξανδρος
είχε πάντα κάτι τι από έναν υπνοβάτη. Ενεργούσε
σα να βρισκόταν κάτω από την επήρεια μιας ξένης δύναμης, άβουλα, αλλά
σπρωγμένος με σιγουριά προς τα εμπρός. Γι’ αυτό και δινόταν ολόψυχα στο κάθε τι
-μάχες, ανήκουστες κακουχίες, οργιαστικά συμπόσια- μ' ένα παράτολμο τρόπο που
εμείς, αν θέλαμε να κρίνουμε τη δράση του σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο, θα τον
λέγαμε ασύνετο. Στη λεγόμενη «Φυλλάδα
του Μεγαλέξαντρου», που αποδίδεται λανθασμένα στον Καλλισθένη (τον αυλικό
ιστοριογράφο του Αλέξανδρου) και ήταν πολύ διαδομένη στον Μεσαίωνα, υπάρχει ένα πολύ παράξενο σημείο: οι Βραχμάνοι ρωτούν τον Αλέξανδρο: «Γιατί
κάνεις τόσους πολέμους; Μήπως τάχα δεν θα τ' αφήσεις κάποτε όλα σ’ αλλωνών τα
χέρια;»· και ο Αλέξανδρος απαντά:
«Και βέβαια θα ήθελα να σταματήσω τους πολέμους, αλλά δεν μ' αφήνει ο
διαφεντευτής του πνεύματός μου. Αν
είχαμε όλοι τα ίδια μυαλά, ο κόσμος θα ήταν άψυχος.» Η σκέψη αυτή θυμίζει Ηράκλειτο, αλλά και Σωκράτη: ο
Αλέξανδρος ήταν κι αυτός όργανο ενός δαιμόνιου,
που όμως του υπαγόρευε εντελώς διαφορετικά πράγματα απ ό,τι στον Αθηναίο σοφό.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι η μοναρχία πλεονεκτεί σε δύο
περιπτώσεις απέναντι στην αριστοκρατία: όταν ένας λαός βρίσκεται τόσο χαμηλά
ώστε είναι ανίκανος ν' αυτοκυβερνηθεί και όταν ένας άνθρωπος ξεχωρίζει τόσο
πολύ ώστε οι άλλοι τον λατρεύουν σα γεννημένο βασιλιά: τέτοιοι άνδρες δεν
μπορούν να είναι μέρος, αλλά μόνο κύριοι του κράτους, κυκλοφορούν σα θεοί
ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πολύ πιθανό ότι, όταν ο Αριστοτέλης τα έγραφε
αυτά, είχε υπόψη του τον μαθητή του. Η ακραιφνέστερη και συνεπέστερη δημοκρατία
του κόσμου κατέληξε στην ακραιφνέστερη και συνεπέστερη μορφή μοναρχίας: τη
θεοποιημένη μοναρχία. Το πολίτευμα αυτό προϋποθέτει
συνήθως είτε αφελείς είτε αθεϊστικές θρησκευτικές αντιλήψεις· αλλά οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ τόσο αφελείς
σ’ αυτά τα ζητήματα και, από την άλλη μεριά, ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικά
διαφωτισμένοι.
Η
φαντασία τους,
που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, ήταν
γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ικανή να
δεχτεί τα πάντα, κι όπως και να το κάνουμε ο Αλέξανδρος άξιζε τουλάχιστον
όσο και οι Ολύμπιοι. Στην Αίγυπτο
ανακηρύχθηκε θεός με εντελώς νόμιμο τρόπο, γιατί, όπως θυμόμαστε από τον
προηγούμενο τόμο, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δοξασιες ο φαραώ ήταν γεννημένος
από τον Άμμωνα· αυτόν τον τελευταίο όμως, οι Έλληνες τον
ταύτιζαν πάντα με τον Δία. Αν θέλουμε να
μαντέψουμε τις σκέψεις που έκανε ο Αλέξανδρος γι' αυτή την ταύτισή του με θεό,
μας προσφέρουν μια ένδειξη κάτι λόγια του Ναπολέοντα, που μετά τη στέψη του
είπε στον Ντεκρέ: «Παραδέχομαι πως η
καριέρα μου δεν είναι άσχημη και πως ακολούθησα τον δρόμο που ήθελα. Αλλά πόση
διαφορά με την αρχαιότητα! Όταν ο Αλέξανδρος κατάκτησε την Ασία, παρουσιάσθηκε
ως γιος του Δία κι όλοι οι αρχαίοι, με εξαίρεση την Ολυμπιάδα, τον Αριστοτέλη
και μερικούς Αθηναίους σχολαστικούς, τον πίστεψαν. Αν εγώ σήμερα δήλωνα ότι
είμαι γιος του Παντοδύναμου, θα με προγκάριζε κι η τελευταία πλύστρα. Οι λαοί
σήμερα παραείναι διαφωτισμένοι και δεν μπορεί πια κανείς να κάνει τίποτα.»
Στην αυτοθεοποίηση του Αλέξανδρου
ανακατεύονται αληθινή πίστη, η επίδραση του ανατολικού εδάφους, η δαιμονοπληξία
που πηγάζει από σκοτεινές βαρβαρικές ρίζες, η μοναξιά της μεγαλοφυίας, το
αίσθημα της πραγματικής παντοδυναμίας και η πεζή, ρεαλιστική πολιτική (δεν
υπήρχε άλλος νομικός τίτλος για την κυριαρχία πάνω στην Ελλάδα και την Ασία)·
και το αποτέλεσμα είναι κάτι ακατανόητο. Ή, όπως συνοψίζει ο Χέλμουτ Μπρέβε:
«Το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο της ανεξιχνίαστης διάνοιας». Γι’ αυτό τον λόγο δεν ξέρουμε ουσιαστικά παρά λίγα και
αντιφατικά πράγματα για την προσωπικότητά του, παρόλο που βρισκόταν στο ολόφωτο
ζενίθ της αρχαίας ιστορίας.
Σ' ό,τι αφορά την ερωτική ζωή του, όλες οι πηγές αναφέρουν ότι ένιωθε σφοδρό
πάθος για τη γυναίκα του Ρωξάνη, μια Περσίδα ευγενή, που λέγεται ότι ήταν η
ωραιότερη γυναίκα της Ασίας. Κατόπιν
παντρεύτηκε κάμποσες ακόμα Περσίδες πριγκίπισσες, ανάμεσά τους τη
βασιλοπούλα Στάτειρα, προφανώς για πολιτικούς λόγους, ώστε να μπορεί και τυπικά
να προβάλει ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών από αυτό τον γάμο δε γεννήθηκαν
παιδιά. Κατά τα άλλα, αναφέρεται ότι ο
Αλέξανδρος έμενε εντυπωσιακά ασυγκίνητος από τα γυναικεία θέλγητρα, πράγμα που
ο Πλούταρχος αποδίδει σε ηθική αυστηρότητα, ενώ ο Μπρέβε στην κλίση του προς το
ίδιο του το φύλο. Υπέρ της τελευταίας ερμηνείας θα συνηγορούσε μόνον η
έκθυμη αγάπη του Αλέξανδρου για τον Ηφαιστίωνα, που όμως μπορεί να ήταν καθαρά
πλατωνική: στα όσα παραδίδονται γι' αυτή τη σχέση δεν υπάρχει τίποτα που να μην
εξηγείται με την αγνή φιλία. Το γεγονός ότι όλοι οι έφηβοι που υπήρχαν στο
περιβάλλον του Αλέξανδρου θεωρούνταν από τους κουτσομπόληδες της αυλής ερωμένοι
του είναι κάτι αυτονόητο και δεν έχει καμιά αποδεικτική δύναμη. Αντίθετα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος
αποποιήθηκε επανειλημμένα με αγανάκτηση παιδεραστικές προσφορές, αν και ο
Μπρέβε παρατηρεί σχετικά ότι αυτό είναι λιγότερο ενδεικτικό για τις ερωτικές
προτιμήσεις του βασιλιά από όσο το γεγονός ότι εκείνοι που του τις έκαναν
έλπιζαν να κερδίσουν έτσι την εύνοιά του. Αλλά σε ποιον αρχαίο άνδρα δεν
γίνονταν τέτοιες προτάσεις; Αν, επιπρόσθετα, πάρουμε υπόψη μας ότι σ' ολόκληρη
τη ζωή του ο Αλέξανδρος είχε ένα ακόρεστο πάθος για το κυνήγι και τη
γυμναστική, στα οποία εντρυφούσε ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του,
και ότι ολόκληρη η σταδιοδρομία του ήταν γεμάτη από υπεράνθρωπες κακουχίες, που
τις διέκοπταν μόνον εξίσου τιτάνιες ακρατοποσίες, θα κλίνει προς την άποψη ότι
ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει ανάμεσα στην Αφροδίτη και την Άρτεμη με παρόμοιο
τρόπο όπως ο αθλομανής Ιππόλυτος.
Η
μόρφωσή του πρέπει να ήταν ασυνήθιστα μεγάλη. Ο Αριστοτέλης τον είχε εξοικειώσει
με όλο το φάσμα των τότε γνώσεων, ενώ μαζί με άλλους δασκάλους τον είχε μυήσει
επίσης στη μουσική και τη ρητορική. Το
αιώνιο ιδανικό του, το οποίο επιδίωκε με ζήλο, ήταν ο Αχιλλέας· καθώς όμως
αυτός ο τελευταίος, σε σύγκριση με τον Αλέξανδρο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από ένας άξεστος νταής, ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να λάτρευε στο πρόσωπό του παρά
μόνο τον ήρωα της Ιλιάδας. Αυτό το έπος
του Όμηρου το κουβαλούσε πάντα μαζί του σε μια έκδοση που του είχε χαρίσει ο
Αριστοτέλης και που τη φύλαγε σε μια ακριβή κασετίνα. Και με τους τραγικούς επίσης ήταν πολύ
εξοικειωμένος και δεν έχανε ευκαιρία για να παραθέσει αποσπάσματα από τα
έργα τους. Το ζωηρό ενδιαφέρον του για
τις εικαστικές τέχνες άγγιζε τα όρια του σνομπισμού, γιατί τον έκανε να χώνει
τη μύτη του στη δουλειά των ζωγράφων και των γλυπτών, προκαλώντας κάποτε
μια πνευματώδη αντίδραση του Λύσιππου. Στις
εκστρατείες του έβαζε πάντα να κάνουν επιστημονικές έρευνες. Παρόμοιους
σκοπούς εξυπηρετούσε και η αυλική γραμματεία, που την ίδρυσε ο ίδιος. Οι γραμματείς κατέγραφαν καταλεπτώς
στις «βασιλικές εφημερίδες» (που δεν ήταν άλλο από επίσημα ημερολόγια) όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά συμβάντα,
και σημείωναν στο δελτίο των «βηματιστών» όλες τις καινούριες γνώσεις για τους δρόμους και τις εποχές, την
πανίδα και τη χλωρίδα, το έδαφος και τον πληθυσμό. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο
Αλέξανδρος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τις τεχνικές προόδους των Σικελών:
οι ελεπόλεις, δηλαδή «εκπορθήτριες
πόλεων», που χρησιμοποίησε στην πολιορκία της Τύρου, ήταν οι μεγαλύτεροι
πολιορκητικοί πύργοι που κατασκευάσθηκαν ποτέ· είχαν είκοσι ορόφους και ύψος
πάνω από 53 μέτρα. Γενικά ο Αλέξανδρος
είχε μέσα του μια ροπή προς το κολοσσιαίο, που όμως δεν προερχόταν, όπως
ισχυρίσθηκαν μερικοί στενόμυαλοι ιστοριογράφοι, από μεγαλομανία (γιατί τι θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς
μεγαλομανές σ' έναν Αλέξανδρο;), παρά
απλούστατα ήταν η προαναγγελία του ελληνιστικού πνεύματος. Όπως αναφέρει ο
Διόδωρος, είχε την πρόθεση ν' αφιερώσει στον πατέρα του ένα μνημείο «σαν τις
πυραμίδες». Ο Δεινοκράτης, ο αρχιτέκτονας της Αλεξάνδρειας, κατασκεύασε, για να
καεί το πτώμα του Ηφαιστίωνα, ένα πολυτελές ικρίωμα, που λέγεται ότι στοίχισε
δέκα χιλιάδες τάλαντα (ποσό μάλλον παραφουσκωμένο) και, ανάμεσα στ' άλλα, ήταν
στολισμένο με χίλια πελώρια επιχρυσωμένα αγάλματα. Ο ίδιος Δεινοκράτης σχεδίαζε
να μετατρέψει ολόκληρο το βουνό Άθω σ' ένα άγαλμα του Αλέξανδρου, με μια
πόλη για δέκα χιλιάδες κατοίκους στο δεξί χέρι και όλα τα νερά του βουνού στο
αριστερό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η
ίδια η Αλεξάνδρεια είναι ένα εκπληκτικό, γιγάντιο αρχιτεκτονικό δημιούργημα.
Για
να καλύψει τα νώτα του, ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε πρώτα ν' αναλάβει μια δύσκολη
και εξουθενωτική εκστρατεία εναντίον των ανυπότακτων θρακών. Σ' αυτή την
εκστρατεία απόδειξε ότι ήταν ισάξιος του πατέρα του στην τέχνη των φρόνιμων και
γρήγορων ελιγμών και της επιδέξιας αξιοποίησης του εδάφους. Στην ασιατική εκστρατεία έπρεπε ν'
αντιμετωπίσει τη σημαντική αριθμητική υπεροχή των Περσών, πράγμα για το
οποίο δεν έφταιγε κανένας άλλος από τους ίδιους τους Έλληνες, για την ειρήνευση
των οποίων ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε ν' αφήσει πίσω του τον μισό μακεδονικό
στρατό. Το ιππικό του αριθμούσε κάπου πέντε χιλιάδες άνδρες, το πεζικό του τριάντα
χιλιάδες (σύμφωνα με τα μεγαλύτερα νούμερα σαράντα χιλιάδες). Μετά τη νίκη του
Αλέξανδρου στον Γρανικό, ο Μέμνων ο Ρόδιος, που φαίνεται ότι ήταν ο ικανότερος
στρατιωτικός στο περσικό επιτελείο, είχε σκοπό να ερημώσει τα μικρασιατικά
εδάφη, για ν' αναγκάσει τον Αλέξανδρο να στραφεί από έλλειψη τροφίμων στον κατά
θάλασσα πόλεμο, όπου δεν θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, γιατί το
φοινικικό και κυπριακό ναυτικό του μεγάλου βασιλιά ήταν υπέρτερο από το ναυτικό
του Αλέξανδρου, και μάλιστα όχι μόνον αριθμητικά. Ταυτόχρονα, ο Μέμνων,
υποστηριγμένος από το περσικό χρυσάφι, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες
για να υποκινήσει γενική εξέγερση κατά των Μακεδόνων. Αλλά οι σατράπες
εναντιώθηκαν στο σχέδιό του, εν μέρει για να μην πάθουν ζημιές τα κτήματά τους
και εν μέρει από εχθρότητα εναντίον του Έλληνα συναδέλφου τους, και λίγο
αργότερα μια αρρώστια έστειλε τον Μέμνωνα στον τάφο. Ο Αλέξανδρος συνέχισε
ανενόχλητος την προέλασή του, αλλά πριν
από τη μάχη στην Ισσό βρέθηκε σε φοβερά δύσκολη θέση: αν η μάχη τέλειωνε με
ήττα του, ή έστω και με ισοπαλία, θα βρισκόταν ολότελα αποκομμένος από τις
βάσεις του (γιατί είχε διαλύσει τον στόλο, για να μη τον εκθέσει στις
επιθέσεις ενός ανώτερου εχθρού). Μετά
την Ισσό βέβαια εξασφάλισε τα νώτα του, κατακτώντας τη Φοινίκη και την Αίγυπτο,
έτσι όμως άφησε ανενόχλητο τον εχθρό για δυο ολόκληρα χρόνια, πράγμα που
επίσης ήταν πολύ παρακινδυνευμένο. Και
τις δυο φορές ο Αλέξανδρος τα έπαιξε όλα για όλα, και τις δυο φορές κέρδισε.
Αλλά και στα Γαυγάμηλα η τύχη της μάχης
βρέθηκε στην κόψη του ξυραφιού: αρχικά οι Μακεδόνες περικυκλώθηκαν και από
τις δύο πλευρές, αλλά ο Αλέξανδρος κατάφερε να νικήσει με το δεξί του κέρας,
ενώ το αριστερό με τον Παρμενίωνα έμεινε πίσω· στο κενό που δημιουργήθηκε έτσι
διείσδυσαν οι Πέρσες, που όμως δε στάθηκαν ικανοί να εκμεταλλευθούν αυτό το
πλεονέκτημα, και στο μεταξύ ο Αλέξανδρος διέλυσε το κέντρο τους, όπου βρισκόταν
ο βασιλιάς με τα επίλεκτα τμήματά του: τη βασιλική σωματοφυλακή και το σώμα των
Ελλήνων μισθοφόρων. Για ν' αντιμετωπίσει τα φοβερά δρεπανηφόρα άρματα, ο
Αλέξανδρος έστειλε έφιππους τοξότες, που εξουδετέρωσαν τους ηνίοχους·
από τότε δεν ακούγεται πια τίποτα γι' αυτό το όπλο. Χαρακτήρα ρομαντικής εποποιίας πρέπει να είχε, στη μάχη που έγινε στον Υδάσπη,
και ο αγώνας εναντίον ενός άλλου, ολότελα ασυνήθιστου πολεμικού μέσου: των
ελεφάντων του βασιλιά των Ινδών Πόρου, που ποδοπατούσαν τους εχθρούς, τους
πέταγαν στον αέρα με την προβοσκίδα, τους ξέσκιζαν με τους χαυλιόδοντές τους.
Μπορούμε
τώρα να παρακολουθήσουμε σε πολύ αδρές γραμμές πώς σιγά-σιγά ο Αλέξανδρος
άρχισε να ξεπερνάει τον πατέρα του. Ούτε ο Αριστοτέλης, που παρά την
ευρυμάθειά του παρέμεινε Έλληνας, ούτε ο Παρμενίων, που σκεφτόταν με βάση το
περιορισμένο ιδανικό μιας «μείζονος Μακεδονίας», μπορούσαν να παρακολουθήσουν
τις οικουμενικές συλλήψεις του Αλέξανδρου. Μετά τη μάχη στην Ισσό εμφανίσθηκαν
μπροστά στην Τύρο αποσταλμένοι του μεγάλου βασιλιά, που πρόσφεραν την
παραχώρηση όλων των χωρών δυτικά από τον Ευφράτη. Λέγεται ότι ο Παρμενίων
πρότεινε στον Αλέξανδρο να δεχτεί, και η απάντηση του Αλέξανδρου, ότι κι αυτός
θα το έκανε αν ήταν Παρμενίων, συνοψίζει ολόκληρη τη διαφορά ανάμεσα στους δύο
άνδρες. Μετά τα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος
βάζει στη μπάντα ολόκληρη την ιδεολογία του «πανελλήνιου αντεκδικητικού
πολέμου» και στέφεται βασιλιάς της Ασίας. Ταυτόχρονα όμως θυσιάζει στον Μαρδούκ, τον θεό που απονέμει την κοσμική
βασιλεία, κι έτσι διαδηλώνει ότι δεν του αρκεί το περσικό βασίλειο.
Πράγματι, αφού διασχίσει νικηφόρα ολόκληρο το περσικό κράτος, εισβάλλει στο
Παντζάμπ, και όταν πληροφορείται για τη χώρα του Γάγγη, θέλει να τη διαβεί κι
αυτή για να φτάσει στον ωκεανό. Δηλαδή, με
τα αρχαία μέτρα, θέλει να κατακτήσει ολόκληρη τη γη. Τότε όμως αντέδρασαν τα εξαντλημένα στρατεύματά του και ο Αλέξανδρος
αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω. Είναι όμως σίγουρο ότι, αν ζούσε περισσότερο, θα
ξαναγύριζε σ' αυτή την ιδέα. Την εποχή που πέθανε ετοιμαζόταν να
περιπλεύσει την Αραβία. Επίσης σκόπευε
να υποτάξει ολόκληρη τη Δύση και, καταλαβαίνοντας ότι το κλειδί ενός
τέτοιου εγχειρήματος ήταν η Καρχηδόνα, σχεδίαζε ως πρώτο βήμα μια εκστρατεία
κατά μήκος της βόρειας ακτής της Αφρικής, που θα υποστηριζόταν από ένα τεράστιο
στόλο χιλίων πλοίων. Λίγο πριν από τον θάνατό του δοκίμασε μια πρόγευση αυτού
του μακρινού οράματος: όλοι οι λαοί της Δύσης, Λίβυες, Καρχηδόνιοι, Κέλτες,
Ίβηρες, του έστειλαν υποτακτικά πρεσβείες, ακόμα και οι Ρωμαίοι. Το κράτος του όμως θα ήταν πολύ μεγαλύτερο
από το κράτος των Ρωμαίων, γιατί αυτοί δεν πάτησαν ποτέ για καλά το πόδι
τους πέρα από τον Ευφράτη, και ναυτικά εγχειρήματα σαν αυτό της Ινδίας ούτε που
τα χωρούσε ο νους τους. Και τι στ’
αλήθεια θα εμπόδιζε τον Αλέξανδρο ν’ ανακαλύψει την Αμερική; Την εποχή
ακριβώς που πέθανε, ο Πυθέας ξεκίνησε από τη Μασσαλία, πέρασε τα Γάδειρα,
παράπλευσε τα’ ακρογιάλια της Ισπανίας και της Γαλλίας και έφτασε ως τη
Βρετανία, τα νησιά της Σχετλάνδης και τη Θούλη, που πιθανότατα είναι η
Ισλανδία.
Το
βασίλειο του Αλέξανδρου θα ήταν ίσως μια Νέα Ατλαντίδα: θα έφτανε από τις
Δυτικές ως τις Ανατολικές Ινδίες! Γιατί ένα από τα πιο πρωτότυπα γνωρίσματα
του, που ξεπερνούσε τα όρια του αρχαίου πνεύματος, ήταν ότι μετρούσε ήδη τον
κόσμο στην κλίμακα των ωκεανών. Αν όμως το δούμε αυτό από άλλη πλευρά, ίσως ο πρόωρος θάνατός του να ήταν μια
από εκείνες τις μυστηριώδεις ανακοπές της παγκόσμιας Ιστορίας, που το νόημά
τους δεν μπορούμε παρά απλώς να το υποθέσουμε.
Η
σύλληψη του Αλέξανδρου ήταν: η Βαβυλώνα να γίνει ομφαλός της γης, ο Περσικός
κόλπος, με μια δεύτερη και ακόμα μεγαλύτερη Αλεξάνδρεια, να είναι το εμπορικό
κέντρο του κόσμου. Το κράτος του Αλέξανδρου θα σήμαινε το τέλος της Ευρώπης.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 313-321]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου