Εξαιτίας του Διαφωτισμού, ο 18ος αιώνας έμεινε στην ιστορία
ως αιώνας των φώτων. Οι υποστηρικτές του θεωρούσαν ότι
εκπροσωπούν το «κόμμα της ανθρωπότητας»: ήθελαν να εκφράζουν τη «γενική
βούληση» και όχι κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα, τάξεις ή κάστες. Οι στοχαστές του Διαφωτισμού πρόβαλαν τον
ορθό λόγο ως ένα όργανο που θα κατέλυε τον δογματισμό, την προκατάληψη και την
αυθαίρετη κοινωνική εξουσία. Η έκφραση της πολιτικής τους διαμαρτυρίας
κορυφώθηκε με τα cahiers de doléances που υπέβαλαν στον Λουδοβίκο ΙΣΤ'
με αφορμή τη Συνέλευση των Τάξεων το 1788. Σε αυτά κατήγγειλαν απερίφραστα τις
αδικίες και τη διαφθορά που επικρατούσε την περίοδο της βασιλείας του
Λουδοβίκου και του προκατόχου του, του Λουδοβίκου ΙΕ'.
Με μία ή δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις
(π.χ. τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ), οι philosophes
του Διαφωτισμού ήταν πολιτικά μετριοπαθείς. Πίστευαν ακράδαντα ότι η
μοναρχία μπορούσε να αναδιαρθρωθεί προοδευτικά και υποστήριζαν τη σταδιακή πολιτική
μεταρρύθμιση από τα πάνω. Έτσι, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οπαδοί του «πεφωτισμένου δεσποτισμού» ή, στην περίπτωση των
λεγόμενων «αγγλομανών», της συνταγματικής μοναρχίας κατά το αγγλικό μοντέλο. Πολλές φορές, όμως, η αδιαλλαξία του
μοναρχικού καθεστώτος τούς ώθησε στην κατεύθυνση του δημοκρατικού
ρεπουμπλικανισμού. Όταν, στις 27 Ιουνίου 1789, οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης -τα
μέλη της οποίας είχαν ανατραφεί με τις αρχές του Διαφωτισμού- κατέλαβαν τις θέσεις τους στα αριστερά
της Εθνοσυνέλευσης, η νεότερη πολιτική αριστερά ήταν γεγονός.
Φυσικά, η ίδια αλληλουχία γεγονότων επέσπευσε τη γέννηση της νεότερης πολιτικής
δεξιάς, οι οπαδοί της οποίας επέλεξαν να καθίσουν στην αντίθετη πλευρά της
αίθουσας συνεδριάσεων στις Βερσαλλίες, όπου είχε συγκληθεί η εθνοσυνέλευση
την κρίσιμη εκείνη ημέρα του 1789. Στην
πραγματικότητα όμως, τα πολιτικά στρατόπεδα είχαν διαμορφωθεί αρκετές δεκαετίες
πριν.
Στα μέσα του 18ου αιώνα
οι οπαδοί του ancien régime ήξεραν ότι το πνεύμα των καιρών ευνοούσε το «κόμμα
της ανθρωπότητας». Ένα νέο είδος
αντιφιλόσοφου έκανε την εμφάνιση του αντιδρώντας στις επιστημολογικές και
πολιτικές αιρέσεις που εισηγούνταν το κόμμα του ορθού λόγου. Αυτοί ήταν οι
απόστολοι του αντι-Διαφωτισμού.
Με βάση θεολογικά κυρίως επιχειρήματα,
οι αντιφιλόσοφοι εναντιώνονταν στο
πνεύμα της κριτικής διερεύνησης, της διανοητικής ύβρεως και της κακής χρήσης
του ορθού λόγου. Υπογράμμιζαν, αντιθέτως, την ανάγκη τήρησης της τάξης με κάθε
τίμημα. Θεωρούσαν την Αγία Τράπεζα και τον βασιλικό θρόνο ως τους δύο βασικούς
πυλώνες της πολιτικής σταθερότητας. Πίστευαν ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση
της εξουσίας τους θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα. Θεωρούσαν αυταπόδεικτη την άποψη -που
δέχονταν, στην πραγματικότητα, και οι περισσότεροι από τους φιλοσόφους του
Διαφωτισμού- ότι οι άντρες και οι
γυναίκες είναι φύσει ανίκανοι να αυτοκυβερνηθούν. Η αμαρτία είναι το άλφα και
το ωμέγα της ανθρώπινης κατάστασης. Λόγω της εγγενώς ατελούς φύσης της, η
ανθρωπότητα χρειάζεται τόσο την καθοδήγηση μιας αδιαμφισβήτητης εξουσίας όσο
και την απειλή της αιώνιας καταδίκης. Σύμφωνα με τα κηρύγματα των φιλοσόφων του
Διαφωτισμού, η απεριόριστη άσκηση του
ορθού λόγου θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον αφανισμό της ανθρωπότητας. Όπως
παρατήρησε το 1789 ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του αντι-Διαφωτισμού, ο
Antoine de Rivarol (που αποτέλεσε "μία από τις κύριες πηγές του βιβλίου Reflections on the
Revolution in France του Edmund Burke), «Από τη στιγμή που ο μονάρχης θα αρχίσει
να συμβουλεύεται τους υπηκόους του, η κυριαρχία τίθεται αυτομάτως υπό αίρεση...
Όταν ο λαός παύει να τιμά τις αρχές, παύει και να τις υπακούει. Γενικός κανόνας: όταν ο βασιλιάς αρχίσει να
ζητάει τη γνώμη του λαού, αργά ή γρήγορα οι όρκοι υπακοής παύουν να ισχύουν και
ο λαός αποκτά δική του βούληση».
O Rivarol και οι όμοιοί του θεωρούσαν τη
«φιλοσοφία» υπεύθυνη για την έκλυση των ηθών, τον εκφυλισμό, τη διαφθορά, την
πολιτική παρακμή, την οικονομική ύφεση, τις κακές σοδειές και την καλπάζουσα
αύξηση των τιμών στα τρόφιμα. Οι
κοινωνικές μάστιγες της επαναστατημένης Γαλλίας -η οχλοκρατία, η υποχώρηση
της χριστιανικής πίστης, η αναρχία, ο εμφύλιος πόλεμος, ο τρόμος και η πολιτική
δικτατορία- έπεισαν τους αντιφιλόσοφους
ότι ήταν εξαιρετικά διορατικοί.
Σε ένα πολύ γνωστό δοκίμιό του, ο Ιζάια Μπερλίν υποστήριξε ότι ο φασισμός
έχει τις ρίζες του στην ιδεολογία του αντι-Διαφωτισμού, όπως εκφράζεται,
για παράδειγμα, από τον Ζοζέφ ντε Μαιστρ και τον Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν. Ο ισχυρισμός του Μπερλίν είναι εύλογος.
Ένας από τους διακηρυγμένους στόχους του φασισμού ήταν να ανατρέψει την κοσμοαντίληψη
του 19ου αιώνα που είχε πηγάσει από τον Διαφωτισμό: την κυριαρχία της
επιστήμης, τον ορθό λόγο, τη δημοκρατία, τον σοσιαλισμό, τον ατομικισμό και
ούτω καθεξής. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Γκαίμπελς μερικούς μήνες μετά την
άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, «Το έτος 1789 διαγράφεται στο εξής από την
ιστορία». Ο Μαιστρ και οι σύγχρονοι του
αντιμετώπιζαν με τρόμο την προοπτική της ριζικής αλλαγής. Προτιμούσαν το «αντίθετο της επανάστασης» (τη μεταρρύθμιση από τα
πάνω) από μια «αντεπανάσταση», που
απλώς θα παρέτεινε τον κύκλο της βίας.
Οι φασίστες, αντίθετα, διάβηκαν τον Ρουβίκωνα χωρίς να κοιτάξουν
πίσω. Ήξεραν ότι σε μια εποχή καθολικού πολέμου η ανθρωπότητα είχε φτάσει
σε ένα σημείο απ' όπου δεν υπάρχει επιστροφή: δεν θα μπορούσε πλέον να
επιστρέψει στην παραδοσιακή ασφάλεια του ancien régime. Επέλεξαν, επομένως, να
πολεμήσουν τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης με επαναστατικά μέσα: τη βία, τον
πόλεμο και την ολική κινητοποίηση. Έτσι
πρόβαλαν ένα άλλο όραμα για τη νεωτερικότητα που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει
την κοσμοθεωρία των φιλοσόφων του Διαφωτισμού και των πολιτικών υπερασπιστών
του 1789.
Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού
[Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 27-30]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου