[…]
Η θρησκεία και ο εθνικισμός, όπως και ο κάθε έθιμο, και κάθε δοξασία όσο
παράλογα και μειωτικά και αν είναι, από τη στιγμή που συνδέουν τα άτομο με τους
άλλους αποτελούν καταφύγια απέναντι στον
μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου: την απομόνωση.
Η
ισχυρή ανάγκη αποφυγής της ηθικής απομόνωσης περιγράφεται με πολύ ζωντανό τρόπο
από τον Μπαλζάκ
στο παρακάτω χωρίο από Το μαρτύριο του
εφευρέτη:
«Μάθε
όμως ένα πράγμα και χάραξέ το βαθιά στο ακόμα εύπλαστο μυαλό σου: Ο άνθρωπος
τρέμει τη μοναξιά. Και από όλα τα είδη της μοναξιάς η ηθική μοναξιά είναι η
χειρότερη. Οι πρώτοι ερημίτες ζούσαν με τον θεό, κατοικούσαν στον πιο
πυκνοκατοικημένο κόσμο, που είναι ο κόσμος των πνευμάτων.
Η
πρώτη σκέψη του ανθρώπου, είτε είναι λεπρός είτε φυλακισμένος, είτε αμαρτωλός
είτε αναξιοπαθής, είναι αυτή: Να έχει κάποια συντροφιά στο πεπρωμένο του. Και προκειμένου
να ικανοποιήσει αυτή του την παρόρμηση, που είναι η ίδια η ζωή, επιστρατεύει
όλη του τη δύναμη, όλες του τις δυνατότητες, την ενέργεια ολόκληρης της ζωής
του. Πως αλλιώς θα έβρισκε λοιπόν ο διάβολος συντρόφους αν δεν υπήρχε αυτή η
πανίσχυρη επιθυμία στον άνθρωπο; Σχετικά με αυτό το θέμα θα μπορούσε κάποιος να
γράψει ένα ολόκληρο έπος, που θα ήταν απλώς προοίμιο στον Χαμένο
Παράδεισο, καθώς ο Χαμένος
Παράδεισος δεν είναι παρά η απολογία της ανταρσίας».
Ένα
από πιο σημαντικά στοιχεία [για να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ο φόβος της απομόνωσης
είναι τόσο ισχυρός μέσα στον άνθρωπο] συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί
να ζήσει χωρίς κάποια μορφή συνεργασίας με άλλους ανθρώπους. Σε κάθε δυνατή
μορφή πολιτισμού, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να συνεργάζεται με τους άλλους για
να επιβιώσει, […] Ακόμη και ο Ροβινσώνας Κρούσος είχε στο πλάι του τον εταίρο
του, τον Παρασκευά […] Κάθε άτομο αισθάνεται πολύ δραστικά την ανάγκη βοήθειας
από τους άλλους στην παιδική του ηλικία. Η συνεργασία με τους άλλους είναι για
το παιδί επιτακτική ανάγκη, ακριβώς λόγω της φυσική αδυναμίας του να φροντίσει
τον εαυτό του […] Και έτσι η πιθανότητα να απομείνει ολομόναχο αποτελεί κατ’
ανάγκην τη σοβαρότερη απειλή για ολόκληρη την ύπαρξη του παιδιού.
Υπάρχει
όμως ακόμη ένα στοιχείο το οποίο καθιστά εξίσου ισχυρή την αναγκαιότητα ου να
ανήκει κάπου: Είναι η υποκειμενική συνείδηση του εαυτού, η διανοητική λειτουργία
μέσω της οποίας ο άνθρωπος αποκτά αυτογνωσία ως ατομική οντότητα, διακριτή από
η φύση και τους άλλους ανθρώπους. […] Έχοντας γνώση του ίδιου του εαυτού του ως
οντότητας, διακριτής από τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, έχοντας ακόμη επίγνωση
-έστω και αμυδρή- του θανάτου, της ασθένειας και του γήρατος, νιώθει αναπόφευκτα
πόσο μηδαμινός και μικρός είναι σε σχέση με το σύμπαν και τους άλλους που δεν
είναι αυτός. Αν δεν ανήκει κάπου, αν η ζωή του στερείται νοήματος και σκοπού,
θα βιώσει την ύπαρξή του σαν ένα κόκκο σκόνης και θα συντριβεί από την ίδια του
τη μηδαμινότητα. Δεν θα είναι σε μια τέτοια περίπτωση ικανός να ενταχθεί σε
κάποιο οργανικό σύστημα, που θα τροφοδοτούσε την ύπαρξή του με σκοπό και νόημα,
και θα τον κατακλύσει η αμφιβολία. Η αμφιβολία αυτή με τη σειρά της θα μπλοκάρει
την ικανότητα του να δράσει, με άλλα λόγια την ίδια του την ικανότητα επιβίωσης.
[…]
Διόπτρα,
2017 (σ. 40-42)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου