Σε δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν το
1973 και το 1974, ο Gary Becker έθεσε τις βάσεις μιας οικονομικής θεωρίας του
θεσμού του γάμου. Ο Καναδός καθηγητής Jean-Luc Migué συνόψισε αυτή την
καινοτομία με τους ακόλουθους όρους:
Μια από τις μεγάλες πρόσφατες συνεισφορές στην οικονομική
ανάλυση, υπήρξε η πλήρης εφαρμογή στον οικογενειακό τομέα του αναλυτικού
πλαισίου που παραδοσιακά προοριζόταν για τη φίρμα και τον καταναλωτή. Αν η οικογένεια
θεωρηθεί ως μια μονάδα παραγωγής παρόμοια με την κλασική φίρμα, οι αναλυτικές
της βάσεις αποδεικνύονται ταυτόσημες με εκείνες της φίρμας. Όπως και στη φίρμα,
οι δύο εταίροι του νοικοκυριού (που είναι δεμένοι μεταξύ τους με μακροχρόνιο
συμβόλαιο) αποφεύγουν τα έξοδα δραστηριότητας και τον κίνδυνο να στερηθούν κάθε
στιγμή τους πόρους του άλλου συνεταίρου, ή το κοινό προϊόν του νοικοκυριού. Τι είναι η οικογένεια, αν όχι η σωματική
υποχρέωση δύο μερών για την παροχή ειδικών «εσόδων» και τη μοιρασιά, σε
δεδομένες αναλογίες, των κερδών του συνδυασμένου «προϊόντος»; Αντί να
αναδιαπραγματεύονται και να ελέγχουν συνεχώς και με δαπανηρό τρόπο τα αμέτρητα
συμβόλαια που ενυπάρχουν στις συναλλαγές της καθημερινής ζωής, οι δύο
συμβαλλόμενοι ορίζουν τους γενικούς όρους της συναλλαγής σε ένα μακροχρόνιο
συμβόλαιο. Είναι, δηλαδή, μια εταιρεία αμοιβαίου ελέγχου ακριβώς όπως και η
κλασική φίρμα. Εξαιτίας του περιορισμένου μεγέθους της οικογενειακής «φίρμας»
και της στενής σχέσης των δύο συνεταίρων, η οργάνωση μιας ομάδας παραγωγής μέσα
στα πλαίσια της οικογένειας κοστίζει λιγότερο (κάτω από το καθεστώς του
αμοιβαίου ελέγχου) από ότι κοστίζει κάτω από ένα καθεστώς εμπορικών ταριφών
στην αγορά. Το μόνο στοιχείο που
ξεχωρίζει αναλυτικά την κλασική φίρμα από την οικογένεια είναι ότι μέσα στην
οικογένεια, η σχέση των δύο συμβαλλομένων μπορεί να είναι επιθυμητή αυτή
καθεαυτή.
Μπορούμε λοιπόν να δούμε το γάμο ως ένα οικονομικό - λογικό - θεσμό.
Τα έξοδα καθορίζουν τον καταμερισμό των οικογενειακών δραστηριοτήτων και ο κάθε
συνεταίρος προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το οικογενειακό προϊόν με το να
ειδικεύεται σε εργασίες όπου η παραγωγικότητά (του ή της) είναι μεγαλύτερη.
Οι παντρεμένες γυναίκες εργάζονται λιγότερο έξω από το σπίτι παρά οι
ανύπαντρες, γιατί συνήθως οι μισθοί των γυναικών είναι χαμηλότεροι από των
ανδρών. Ο χρόνος του συζύγου συμπληρώνει το χρόνο της συζύγου, γι’ αυτό η
γυναίκα είναι πιο πιθανό να ειδικεύεται σε οικιακές δραστηριότητες. Αυτή η
διπλή ειδίκευση μεγιστοποιεί το παραγωγικό δυναμικό του σπιτιού. Επιπλέον, ο
συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων γυναικών τείνει να μειώνει τις διαφορές
μεταξύ των μισθών και έτσι μειώνει και το «κέρδος» από το γάμο. Αυτό εξηγεί ως
κάποιο βαθμό τον αυξανόμενο αριθμό διαζυγίων και τα ζευγάρια που συζούν χωρίς
γάμο.
Τέλος, η οικονομική ανάλυση
τείνει να επιβεβαιώσει το παλιό ρητό «αν δεν ταιριάζεις δεν συμπεθεριάζεις»:
κατά κανόνα, οι σύζυγοι έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Γιατί; «Διότι», λέει ο Migué,
Ο γάμος δύο ανθρώπων
που έχουν στο ίδιο μέτρο τα ίδια κληρονομικά γνωρίσματα μειώνει την αβεβαιότητα
– δηλαδή τον κίνδυνο ως προς την «ποιότητα» των παιδιών. Με άλλα λόγια, τα
κοινά κληρονομικά χαρακτηριστικά αυξάνουν την παραγωγικότητα της οικογένειας
και μειώνουν το κόστος της επίτευξή ποιότητας.
Οι στατιστικές παρατηρήσεις δείχνουν μεγάλη θετική σχέση ανάμεσα στην
εξυπνάδα, στη μόρφωση, στην ηλικία, στον πλούτο, στην εθνική και γεωγραφική
καταγωγή και ακόμα κι στη σωματική διάπλαση των δύο συζύγων. Αυτό αποδεικνύει,
καταλήγει ο Migué, ότι η αγορά γάμου είναι απόλυτα αποτελεσματική.
HENRY LEPAGE, ΑΥΡΙΟ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
(Ελληνική
Ευρωεκδοτική, 1984, σελ. 234-235)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου