
Αναμφίβολα,
το κόλπο βοηθάει στο ξεκαθάρισμα της
θεωρίας, αλλά με τίμημα την ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση της από την
πραγματικότητα. Ο κίνδυνος είναι ότι οι
θεωρίες αυτές δεν είναι μόνο ευλογοφανείς, επειδή στηρίζονται σε πράγματι
ευδιάκριτες τάσεις του παρόντος, αλλά επίσης, λόγω της εσωτερικής τους συνοχής,
επιδρούν υπνωτικά· αποκοιμίζουν την
κοινή λογική[1] μας, που δεν είναι
τίποτε άλλο από το διανοητικό μας όργανο για την αντίληψη, την κατανόηση και
την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και των δεδομένων της.
Hannah Arendt, Περί βίας
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2000, σελ. 69-71)
[1] Σ.τ.μ.: Αξίζει να επισημανθεί ότι ο όρος «common
sense» αποτελεί μία από τις πλέον βασικές έννοιες της αρεντικής πολιτικής
θεωρίας. Εμπνευσμένος από το «sensus communis» του Kant (Κριτική της
κριτικής δύναμης, βλ. κυρίως § 22 και 40), συνδέεται αναπόσπαστα, στο
πλαίσιο των θεωρήσεων της Άρεντ, με την έννοια της πληθύος και συνεπώς με τη
δημόσια σφαίρα και την αναβάθμιση του πολιτικού βίου, δηλαδή της δόξας. Η
«κοινή λογική» είναι η επί πλέον αίσθηση δυνάμει της οποίας οι πέντε καθαρά
«υποκειμενικές» αισθήσεις ευθυγραμμίζονται με τον «αντικειμενικό» κόσμο. Και
τούτο, εφόσον η συγκεκριμένη «αίσθηση» ελέγχει και συναρμόζει τα αισθητηριακά
δεδομένα του ατόμου μαζί με εκείνα των άλλων υποκειμένων, διασώζοντας έτσι την
ίδρυση του κόσμου ως κοινού. Υπ' αυτή την προοπτική, η κοινή λογική συνιστά την
«πολιτική αίσθηση κατ' εξοχήν». Βλ. Η.Α., Between
Past and Future, ό.π., σελ. 220 επ., όπως και La nature du totalitarisme, ό.π., σελ. 53.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου