Η λέξη
καπιταλισμός προέρχεται από τη λέξη capital (= κεφάλαιο). Θα ήταν λοιπόν
εύλογο να προϋποθέσουμε ότι το κεφάλαιο είναι ένα στοιχείο-κλειδί στον
καπιταλισμό. Αλλά τι είναι το κεφάλαιο;
Κατά μία έννοια είναι απλώς
συσσωρευμένος πλούτος. Όταν όμως
χρησιμοποιείται στα πλαίσια του ιστορικού καπιταλισμού, επιδέχεται μια
ειδικότερη ερμηνεία. Δεν είναι μόνο το απόθεμα καταναλώσιμων αγαθών,
μηχανημάτων ή επικυρωμένων αξιώσεων για υλικά πράγματα με τη μορφή τού
χρήματος. Είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο στον ιστορικό καπιταλισμό συνεχίζει να αναφέρεται
σε συσσωρεύσεις, αποτελέσματα προσπαθειών προγενέστερης εργασίας, πού δεν έχουν
ακόμη αναλωθεί· άλλα αν αυτό ήταν όλο,
τότε όλα τα ιστορικά συστήματα, πηγαίνοντας πίσω στην εποχή του ανθρώπου του Νεάντερνταλ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως καπιταλιστικά, μια και όλα
είχαν τέτοιου είδους συσσωρευμένα αποθέματα πού ενσωμάτωναν προγενέστερη
εργασία.
Εκείνο πού
διακρίνει το ιστορικό κοινωνικό σύστημα πού ονομάζουμε ιστορικό καπιταλισμό
είναι ότι, σ' αυτό το ιστορικό σύστημα, το κεφάλαιο κατέληξε να χρησιμοποιείται
-να επενδύεται- με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Κατέληξε να χρησιμοποιείται με πρωταρχικό αντικειμενικό σκοπό και
πρόθεση την αυτοεπέκταση. Σ' αυτό το σύστημα, οι προγενέστερες συσσωρεύσεις
αποτελούσαν «κεφάλαιο» μόνο στο βαθμό πού χρησιμοποιούνταν για να συσσωρεύσουν
περισσότερο κεφάλαιο. Χωρίς αμφιβολία, η διαδικασία ήταν περίπλοκη και, όπως θα
δούμε, με διακυμάνσεις. Αλλά εκείνο πού επονομάζουμε καπιταλιστικό, είναι αυτός
ο αμείλικτος και περίεργα αυτάρκης αυτοσκοπός του κατόχου του κεφαλαίου, δηλαδή
ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, καθώς και οι σχέσεις πού ο κάτοχός
του έπρεπε, κατά συνέπεια, να συνάψει με άλλα πρόσωπα για την πραγματοποίηση αυτού
του σκοπού. Ομολογουμένως, αυτός ο στόχος δεν ήταν αποκλειστικός· και άλλοι
παράγοντες υπεισήλθαν στη διαδικασία παραγωγής. Ωστόσο η ερώτηση παραμένει:
ποιοί παράγοντες έτειναν να υπερισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης; Όποτε η
συσσώρευση τού κεφαλαίου ήταν εκείνος ο παράγοντας πού είχε κατά σύστημα
προτεραιότητα έναντι άλλων εναλλακτικών στόχων, τότε θα μπορούσαμε
δικαιολογημένα να ισχυρισθούμε ότι παρατηρούμε ένα καπιταλιστικό σύστημα σε
λειτουργία.
Το
να επενδύσει κανείς κεφάλαιο, έχοντας σκοπό την απόκτηση όλο και περισσότερου
κεφαλαίου, είναι φυσικά μια απόφαση πού θα μπορούσε δυνητικά να ληφθεί από ένα
άτομο ή μια ομάδα ατόμων σε οποιαδήποτε εποχή. Ποτέ όμως δεν υπήρξε εύκολο γι' αυτά τα άτομα να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους με επιτυχία, προτού επέλθει
μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Στα προηγούμενα συστήματα, ή μακρόχρονη και περίπλοκη διαδικασία της
συσσώρευσης του κεφαλαίου σχεδόν πάντα μπλοκαριζόταν σε κάποιο σημείο, ακόμα
και σε περιπτώσεις πού η αρχική συνθήκη (η ιδιοκτησία ή συγχώνευση στα χέρια
των λίγων κάποιου αποθέματος αγαθών πού δεν είχαν καταναλωθεί πρωτύτερα) ίσχυε.
Ο υποθετικός καπιταλιστής μας πάντοτε χρειαζόταν να εξασφαλίσει τη χρήση εργατικής
δύναμης, το οποίο σημαίνει ότι έπρεπε να υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι πού θα
δελεασθούν ή θα αναγκαστούν να παράγουν τέτοια εργασία. Από τη στιγμή πού είχαν
εξασφαλιστεί εργάτες και είχαν παραχθεί αγαθά, αυτά τα αγαθά έπρεπε με κάποιο
τρόπο να διοχετευθούν στην αγορά, πού σημαίνει ότι έπρεπε να υπάρχει, από τη μια,
ένα σύστημα διανομής και, από την άλλη, μια ομάδα αγοραστών με τα απαραίτητα
χρήματα για να αγοράσουν τα προϊόντα. Τα προϊόντα έπρεπε να πουληθούν σε τιμή
μεγαλύτερη από το συνολικό κόστος (της στιγμής της πώλησης) όπως καθορίστηκε από
τον πωλητή και, επιπλέον, αυτό το περιθώριο διαφοράς έπρεπε να είναι μεγαλύτερο
απ' όσο χρειαζόταν ο πωλητής για την προσωπική του συντήρηση. Έπρεπε, στη
σύγχρονη γλώσσα μας, να υπάρχει κέρδος. Ο κάτοχος του κέρδους έπρεπε στη
συνέχεια να έχει τη δυνατότητα να το διατηρήσει μέχρι να παρουσιαστεί η
κατάλληλη ευκαιρία για επένδυση και, από ’κει και πέρα, η όλη διαδικασία έπρεπε
να αυτοανανεώνεται στο σημείο της παραγωγής.
Στην
πραγματικότητα, αυτή η αλυσίδα διαδικασιών (πού συχνά ονομάζεται ανακύκληση του
κεφαλαίου) σπάνια ολοκληρώθηκε πριν τη σύγχρονη εποχή. Ένας λόγος είναι ότι, στα
προηγούμενα ιστορικά κοινωνικά συστήματα, πολλοί από τούς συνδετικούς κρίκους
της αλυσίδας θεωρήθηκαν, από τούς κατόχους της πολιτικής και ηθικής εξουσίας,
ως έξω από τη συμβατική λογική και ηθική. Αλλά ακόμα και όταν δεν υπήρχε άμεση επέμβαση
από τη μεριά εκείνων πού είχαν τη δύναμη να παρέμβουν, η διαδικασία συνήθως αποτύγχανε,
επειδή ένα ή και περισσότερα στοιχεία δεν ήταν διαθέσιμα - το συσσωρευμένο σε
κάποια μορφή χρήματος απόθεμα, η εργατική δύναμη της οποίας θα έκανε χρήση ο
παραγωγός, το δίκτυο των διανομέων, οι καταναλωτές πού ήταν αγοραστές.
Ο λόγος πού ένα ή περισσότερα στοιχεία έλειπαν είναι ότι, στα προηγούμενα
ιστορικά κοινωνικά συστήματα, ένα ή περισσότερα από αυτά τα στοιχεία δεν
«εμπορευματοποιήθηκε» ή ήταν ανεπαρκώς «εμπορευματοποιημένο». Αυτό σημαίνει ότι
η διαδικασία δεν είχε θεωρηθεί τέτοια ώστε να μπορεί ή να πρέπει να
διεκπεραιωθεί μέσω μιας «αγοράς». Ο ιστορικός καπιταλισμός επέφερε επομένως την
σε ευρεία κλίμακα Εμπορευματοποίηση των διαδικασιών -όχι μόνο των διαδικασιών
ανταλλαγής, αλλά και των διαδικασιών παραγωγής, διανομής και επένδυσης- πού
προηγουμένως είχαν λειτουργήσει με άλλους τρόπους, και όχι διαμέσου της «αγοράς».
Και σε όλη την πορεία της προσπάθειάς τους να συσσωρεύουν όλο και περισσότερο κεφάλαιο,
οι καπιταλιστές επιδίωκαν να εμπορευματοποιούν όλο και περισσότερες από τις
κοινωνικές διαδικασίες, σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής δραστηριότητας. Και
μιας και ο καπιταλισμός είναι αυτάρκης διαδικασία, κάθε κοινωνική συναλλαγή
μπορούσε δυνητικά να συμπεριληφθεί. Να γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε ως συνέπεια την ώθηση προς την εμπορευματοποίηση
των πάντων.
Ούτε
η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών διαδικασιών αρκούσε. Οι διαδικασίες
παραγωγής ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους με πολύπλοκες εμπορευματικές αλυσίδες.
Ας πάρουμε ένα τυπικό προϊόν πού να έχει ευρύτατα παραχθεί και πουληθεί σε όλη την
ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού, για παράδειγμα ένα είδος ρουχισμού. Για να παραχθεί
ένα είδος ρουχισμού τα βασικά -τουλάχιστον- πράγματα πού χρειάζονται είναι
ύφασμα, κλωστή, κάποιο είδος μηχανημάτων και εργατική δύναμη. Αλλά καθένα απ' αυτά
πρέπει με τη σειρά του να παραχθεί. Για την παραγωγή τους χρειάζονται άλλα είδη,
τα όποια επίσης με τη σειρά τους πρέπει να παραχθούν. Η εμπορευματοποίηση κάθε υποδιαδικασίας
σ' αυτήν την εμπορευματική αλυσίδα δεν ήταν υποχρεωτική (θα λέγαμε μάλιστα ότι
ούτε καν συνέβαινε συχνά). Πράγματι, όπως θα δούμε, πολλές φορές το κέρδος ήταν
μεγαλύτερο, όταν δεν είχαν πραγματικά εμπορευματοποιηθεί όλοι οι συνδετικοί
κρίκοι της αλυσίδας. Εκείνο πού είναι βέβαιο, είναι ότι υπήρχε στην αλυσίδα ένα
πολύ μεγάλο και διασκορπισμένο σύνολο εργατών, οι όποιοι έπαιρναν κάποιο είδος
αποζημίωσης πού καταγραφόταν στο φύλλο ισολογισμού ως κόστος. Υπήρχε επίσης ένα
κατά πολύ μικρότερο, αλλά εξ ίσου διασκορπισμένο σύνολο ατόμων (οι όποιοι, συν
τοις άλλοις, συνήθως δεν ήταν ενωμένοι ως εμπορικοί συνεργάτες, αλλά δρούσαν ως
αυτόνομες οικονομικές οντότητες) πού με κάποιο τρόπο συμμετείχαν στο τελικό
περιθώριο της εμπορευματικής αλυσίδας, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο συνολικό
κόστος παραγωγής της αλυσίδας και στο συνολικό εισόδημα πού προκύπτει από τη
διάθεση του τελικού προϊόντος.
Από
τη στιγμή πού υπήρχαν εμπορευματικές αλυσίδες να συνδέουν πολλαπλές διαδικασίες
παραγωγής, είναι σαφές ότι ο ρυθμός συσσώρευσης, για τούς «καπιταλιστές» στο σύνολό
τους, ήταν ένα ζήτημα τού πόσο μεγάλο περιθώριο διαφοράς θα μπορούσε να
δημιουργηθεί, τη στιγμή μάλιστα πού αυτό το περιθώριο ήταν δυνατό να
διακυμανθεί σημαντικά. Όμως για κάθε έναν καπιταλιστή χωριστά, ο ρυθμός
συσσώρευσης ήταν ένα ζήτημα μιας διαδικασίας «ανταγωνισμού»,
με υψηλότερες αμοιβές για εκείνους πού επιδείκνυαν μεγαλύτερη διορατικότητα στις
κρίσεις τους, μεγαλύτερη ικανότητα να ελέγχουν το εργατικό τους δυναμικό και
μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης σε περιοριστικές πολιτικές αποφάσεις πάνω σε
ιδιαίτερες λειτουργίες της αγοράς (γενικά γνωστές ως μονοπώλια).
Αυτό
δημιούργησε την πρώτη βασική αντινομία τού συστήματος. Ενώ το ενδιαφέρον όλων
των καπιταλιστών, αν τούς εξετάσουμε ως τάξη, φαινόταν να είναι ή συνολική μείωση
του κόστους παραγωγής, στην πράξη αυτές οι μειώσεις συχνά ευνοούσαν κάποιους
καπιταλιστές εναντίον κάποιων άλλων και, κατά συνέπεια, μερικοί προτιμούσαν να
έχουν αυξημένο μέρισμα σε ένα μικρότερο ολικό περιθώριο, παρά μικρότερο μέρισμα
σε ένα μεγαλύτερο ολικό περιθώριο.
Επιπλέον, υπήρχε μια δεύτερη θεμελιώδης αντινομία στο σύστημα. Καθώς προχωρούσαν ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, ή εμπορευματοποίηση όλο και περισσότερων διαδικασιών και η παραγωγή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων, ένα απαιτούμενο στοιχείο, ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής ροής, ήταν η ύπαρξη όλο και περισσότερων αγοραστών. Παράλληλα όμως, οι προσπάθειες για τη μείωση τού κόστους παραγωγής συχνά μείωναν την κυκλοφορία και κατανομή τού χρήματος και, έτσι, ή σταθερή αύξηση των αγοραστών, πού χρειαζόταν για να συμπληρωθεί η διαδικασία της συσσώρευσης, αναχαιτιζόταν. Από την άλλη μεριά, οι ανακατανομές τού συνολικού κέρδους πού οδηγούσαν στη διεύρυνση τού δικτύου των αγοραστών, συχνά μείωναν το ολικό περιθώριο του κέρδους. Γι' αυτόν τον λόγο, μεμονωμένοι επιχειρηματίες βρέθηκαν στο σημείο να πιέζουν προς τη μια κατεύθυνση, για το όφελος των επιχειρήσεων τους (μειώνοντας, για παράδειγμα, το εργατικό κόστος) και ταυτόχρονα, ως μέλη μιας συλλογικής τάξης, να πιέζουν για την αύξηση τού συνολικού αγοραστικού δικτύου (το οποίο είχε αναπόφευκτα ως συνέπεια, τουλάχιστον για μερικούς παραγωγούς, την αύξηση τού εργατικού κόστους).
Επιπλέον, υπήρχε μια δεύτερη θεμελιώδης αντινομία στο σύστημα. Καθώς προχωρούσαν ή συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου, ή εμπορευματοποίηση όλο και περισσότερων διαδικασιών και η παραγωγή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων, ένα απαιτούμενο στοιχείο, ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της οικονομικής ροής, ήταν η ύπαρξη όλο και περισσότερων αγοραστών. Παράλληλα όμως, οι προσπάθειες για τη μείωση τού κόστους παραγωγής συχνά μείωναν την κυκλοφορία και κατανομή τού χρήματος και, έτσι, ή σταθερή αύξηση των αγοραστών, πού χρειαζόταν για να συμπληρωθεί η διαδικασία της συσσώρευσης, αναχαιτιζόταν. Από την άλλη μεριά, οι ανακατανομές τού συνολικού κέρδους πού οδηγούσαν στη διεύρυνση τού δικτύου των αγοραστών, συχνά μείωναν το ολικό περιθώριο του κέρδους. Γι' αυτόν τον λόγο, μεμονωμένοι επιχειρηματίες βρέθηκαν στο σημείο να πιέζουν προς τη μια κατεύθυνση, για το όφελος των επιχειρήσεων τους (μειώνοντας, για παράδειγμα, το εργατικό κόστος) και ταυτόχρονα, ως μέλη μιας συλλογικής τάξης, να πιέζουν για την αύξηση τού συνολικού αγοραστικού δικτύου (το οποίο είχε αναπόφευκτα ως συνέπεια, τουλάχιστον για μερικούς παραγωγούς, την αύξηση τού εργατικού κόστους).
Κατά
συνέπεια, η οικονομία τού καπιταλισμού διακατεχόταν από την ορθολογιστική
πρόθεση να αυξηθεί η συσσώρευση σε μέγιστο βαθμό. Αλλά ό,τι ήταν λογικό για τούς
επιχειρηματίες δεν ήταν κατ' ανάγκη λογικό και για τούς εργάτες. Και, το πιο
σημαντικό, ό,τι ήταν λογικό για όλους τούς επιχειρηματίες ως συλλογική ομάδα, δεν
ήταν κατ' ανάγκη λογικό για κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή. Δεν αρκεί λοιπόν να
πούμε ότι καθένας επιδίωκε το συμφέρον του. Το προσωπικό συμφέρον καθενός
χωριστά, πολλές φορές τον ανάγκαζε να εμπλακεί σε αντιφατικές δραστηριότητες.
Επομένως, το να υπολογίσει κανείς μακροπρόθεσμα το πραγματικό του συμφέρον
κατέληξε να είναι εξαιρετικά δύσκολο, παρόλο πού αυτή τη στιγμή αγνοούμε σε ποιο βαθμό η προσωπική αντίληψη του καθένα για το συμφέρον του είχε αποκαλυφθεί και διαστρεβλωθεί από πολυσύνθετα ιδεολογικά νεφελώματα. Προς το παρόν, θεωρώ
προσωρινά ως δεδομένο ότι ο καπιταλισμός πράγματι ανέθρεψε έναν homo economicus,
αλλά σπεύδω να προσθέσω ότι αυτός ο homo economicus παρουσίαζε
-σχεδόν αναπόφευκτα- κάποια σημάδια σύγχυσης.
Υπάρχει
όμως ένας «αντικειμενικός» περιορισμός πού μείωνε τη σύγχυση. Αν ένα δεδομένο
άτομο επανειλημμένα διέπραττε λάθη στις οικονομικές του αποφάσεις, αδιάφορο αν το
έκανε από άγνοια, από ανοησία ή από ιδεολογική προκατάληψη, αυτό το άτομο (ή η
εταιρεία) δεν επρόκειτο να επιβιώσει στην αγορά. Ή χρεωκοπία ήταν το οξύ
καθαρτικό υγρό του καπιταλιστικού συστήματος, πού συνεχώς εξανάγκαζε όλους τούς
οικονομικούς πρωταγωνιστές να πορεύονται σταθερά μέσα σ' ένα καλοστρωμένο αυλάκι,
πού τούς έσπρωχνε να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε συνολικά να υπάρχει ακόμα
μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου.
Ο ιστορικός
καπιταλισμός είναι λοιπόν το συγκεκριμένο, χωροχρονικά οριοθετημένο, ενοποιημένο
χωρίο των παραγωγικών δραστηριοτήτων, μέσα στο οποίο ο οικονομικός
αντικειμενικός σκοπός ή «νόμος» πού επικρατεί ή διέπει την κύρια οικονομική
δραστηριότητα είναι η ατέρμονη συσσώρευση του κεφαλαίου. Είναι το κοινωνικό
σύστημα στο όποιο εκείνοι πού έπραξαν βάσει αυτών των κανόνων, απέκτησαν τόσο
μεγάλη επιρροή στο σύνολο, ώστε να διαμορφώσουν συνθήκες κάτω από τις οποίες οι
υπόλοιποι έπρεπε είτε να συμμορφωθούν προς τα πρότυπα ή να υποστούν τις
συνέπειες. Είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο το φάσμα αυτών των κανόνων (του
νόμου της άξιας) γινόταν διαρκώς ευρύτερο, οι εκτελεστές των κανόνων όλο και
περισσότερο αδιάλλακτοι, η διείσδυση των κανόνων στο κοινωνικό οικοδόμημα
συνεχώς μεγαλύτερη, ακόμη και αν, παράλληλα, η κοινωνική αντίθεση προς αυτούς
τούς κανόνες μεγάλωνε όλο και πιο κραυγαλέα και οργανωμένα.
Κάνοντας
αυτήν την περιγραφή για τον ιστορικό καπιταλισμό, ο καθένας μας μπορεί να
προσδιορίσει ποιο συγκεκριμένο, χωροχρονικά οριοθετημένο, ενοποιημένο χωρίο θεωρεί
ως σημείο αναφοράς του. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η γένεση αυτού του ιστορικού συστήματος τοποθετείται στην Ευρώπη τού
τέλους τού δέκατου πέμπτου αιώνα, ότι
το σύστημα με το πέρασμα τού χρόνου επεκτάθηκε στο χώρο ώστε να καλύπτει στο
τέλος τού δέκατου ένατου αιώνα ολόκληρη την υδρόγειο και ότι ακόμη και σήμερα
καλύπτει ολόκληρη την υδρόγειο. […]
Ιμμάνουελ
Βαλλερστάιν,
Ιστορικός Καπιταλισμός
(Εκδόσεις
Θεμέλιο, 1987, σελ. 17-24)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου