Το βασικότερο
ψυχολογικό γνώρισμα εκείνης της εποχής, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε με μια
μόνη λέξη, ήταν αυτό που ο Έλληνας λέει «πλεονεξία», η επιθυμία να θέλει κανείς όλο και
περισσότερα, η απληστία και η έπαρση, η αρχομανία και η φιλαυτία, που ανάμεσα
στ' άλλα εκδηλώνεται με μια σχεδόν υστερική μανία για νεωτερισμούς.
Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης, όπως και για κάθε τι άλλο, είναι
φυσικά η Αθήνα. «Γιατί εδώ η πρόοδος, η καινοτομία και η περιφρόνηση για το
παραδοσιακό θεωρούνται η αληθινή και η μόνη σοφία», διαβάζουμε στον Αριστοφάνη.
Ακόμα πιο σαφής όμως είναι ο Θουκυδίδης. Βάζει τους Κορίνθιους να πουν στους
Λακεδαιμόνιους ότι οι Αθηναίοι είναι γεννημένοι για να μην ησυχάζουν ποτέ ούτε
ν’ αφήνουν ήσυχους τους άλλους, και ο Κλέων φωνάζει στους Αθηναίους κατά
πρόσωπο: «Είστε δούλοι του ασυνήθιστου και περιφρονητές του συνηθισμένου, και
θα ’λεγε κανείς ότι ζητάτε πάντα κάτι άλλο απ’ αυτό που έχετε.» Σ' ένα άλλο
σημείο διαβάζουμε ότι οι Αθηναίοι είναι πάντα ακούραστα δραστήριοι, ότι πάντα
λείπουν από τη χώρα τους για ν’ αυξήσουν την περιουσία τους, ότι σπάνια
απολαμβάνουν ήσυχα τους καρπούς των κόπων τους, γιατί ολοένα σκέφτονται πώς θ'
αποκτήσουν καινούργια πράγματα, μια και γι' αυτούς το χρήμα δεν είναι μέσο,
αλλά αυτοσκοπός. […]
Αν
τους κοιτάξουμε από κοντά, οι Αθηναίοι ήταν, όπως σχεδόν κάθε αστικός
πληθυσμός, μια αεικίνητη μυρμηγκιά από δουλευτές, παράσιτα και κερδοσκόπους. Κι
ωστόσο ο Ζαν Πάουλ, συμφωνώντας με τόσους και τόσους αρχαιολάτρες, υποστήριξε ότι
η μελέτη της αρχαιότητας είναι το «διάβα μέσα από τον σιωπηλό ναό των μεγάλων
εποχών και ανθρώπων της αρχαιότητας στην εμποροπανήγυρη των μεταγενέστερων
αιώνων.» Αυτή ακριβώς ήταν η βασική πλάνη του κλασικισμού. Οι κλασικιστές ξέπλυναν τα χρώματα όχι μόνον από τα ελληνικά αγάλματα,
αλλά κι από την ίδια την ελληνική ζωή κι άφησαν μονάχα ένα άχρωμο και
ψεύτικο πρόπλασμα, στημένο πάνω στην έδρα της σκυθρωπής αίθουσας ενός αυστηρού
σχολείου.
Ο άνθρωπος όμως
αποτελείται από αντιφάσεις, και γι’ αυτό δεν πρέπει να παραβλέψουμε, από την
άλλη μεριά, ότι το ήθος και η χάρη εκείνης της εποχής πρέπει να είχαν μια
λεπτότητα που ίσως κανένας λαός και καμιά άλλη περίοδος δεν μπόρεσε ποτέ να
φτάσει.
Ιδεώδης άνθρωπος θεωρούνταν εκείνος που μπορούσε βάσιμα να διεκδικήσει για τον
εαυτό του τον χαρακτηρισμό άστεως: αυτή η ιδιότητα, που σημαίνει επί
λέξει τον αναθρεμμένο σε πόλη, ήταν λέξη της μόδας και μαζί τιμητικός τίτλος,
όπως περίπου τον δέκατο όγδοο αιώνα η λέξη «ανθρωπιστικός» (human). Αλλά η κομψότητα
και η φινέτσα της κοινωνικής συμπεριφοράς δεν συγγένευε με την αυλική μορφή του
μπαρόκ και του ροκοκό, γιατί αγνοούσε ολότελα την εθιμοτυπία, ούτε με την αστική
μορφή του δέκατου ένατου αιώνα, γιατί της έλειπε κάθε συναισθηματισμός: ακόμα
και τα ταφικά μνημεία δεν δείχνουν ίχνος μελαγχολίας, οι νεκροί συνεχίζουν τη ζωή
τους πάνω στην πέτρα περιτριγυρισμένοι από τους ζωντανούς συγγενείς τους, με
τους οποίους ανταλλάζουν συγκρατημένες διαχύσεις.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις
Πορεία, 1994, σελ. 212-213]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου