[…] Είναι τα παιχνίδια και
όχι οι εξαιρετικά βαρύνουσες καταστάσεις, που φανερώνουν πιο ξεκάθαρα τις
διεργασίες του λόγου. Κατανοεί κανείς γιατί: η πολιτική δράση αποκαλύπτει
συμφέροντα, πυροδοτεί πάθη, διαταράσσει τους υπολογισμούς. Τα παιχνίδια,
αντιθέτως, όταν δεν υποκινούν υπερβολικά έντονη πάθη, αλλοτριώνουν λιγότερο
την ικανότητα του κρίνειν και του αποφασίζειν. Επιπροσθέτως, ενώ στην
πραγματική ζωή τα δρώντα υποκείμενα δεν ελέγχουν πλήρως τις καταστάσεις, στα
παιχνίδια προσδιορίζουμε διαμέσου συμβάσεων τις καταστάσεις και τους κανόνες. Είναι,
επομένως ευκολότερο να παρατηρηθεί η εργασία του πνεύματος σε αυτά παρά στην
πραγματικότητα. Έπεται ότι υφίσταται δύο πεδία παρατήρησης της δράσης,
σχεδόν αντιτιθέμενα: τα παιχνίδια, από τη μία πλευρά, η ιστορία από την άλλη.
Τα πρώτα επιτρέπουν την επεξήγηση των αξιωμάτων της δράσης η δεύτερη,
χρησιμεύει στην ανάδειξη των διακυβευμάτων, των παθών, των διακινδυνεύσεων. Το
ιδανικό θα ήταν οι δύο προσεγγίσεις να συναρμοστούν, υποβάλλοντας το λόγο σε
διπλή διήθηση: μέσα από τα παιχνίδια και, παράλληλα, μέσα από την πολιτική.
[…] Πως, ωστόσο, να
αναγάγουμε στα μαθηματικά τον πολιτικό υπολογισμό: Στις αρχές του 18ου
αιώνα, ένας μαθηματικός, ο Ρεμόν ντε Μοντμόρτ, αμφιβάλλει ότι κάτι τέτοιο είναι
δυνατόν: «Αυτά τα ζητήματα είναι υπερβολικά απλά, αλλά θεωρώ ότι δεν
επιδέχονται λύσεως. Αν αυτό αληθεύει, είναι κρίμα διότι η εν λόγω δυσκολία απαντάται
σε πολλά πράγματα της κοινωνικής ζωής: στην περίπτωση δύο ατόμων, για
παράδειγμα που, πραγματοποιώντας μια εμπορική συναλλαγή, επιθυμούν να
προσδιορίσουν τη συμπεριφορά του άλλου. Μου φαίνεται ότι είναι αδύνατο να
θεωρηθεί οτιδήποτε εξασφαλισμένο εκ των προτέρων» (Γράμμα του Μοντμόρτ στον
Νικολά Μπερνούλι, 15 Νοεμβρίου 1713 …) Η διαπίστωση της συγκεκριμένης
αδυναμίας οδήγησε σε μια άλλη οδό, όπου το λεπταίσθητο της ψυχολογίας βρίσκει
έρεισμα στα μαθηματικά.
Αυτός ο τρόπος δράσης δεν
φέρει αποτελέσματα παρά μονάχα αν γνωρίζει κανείς πώς να ανακατασκευάσει
μεθοδικά – εκκινώντας από απλές θεωρητικές καταστάσεις, πραγματικές, πολύπλοκες
καταστάσεις καθήκον που αναλαμβάνει η θεωρία των παιγνίων: όταν το 1944, δημοσιεύτηκε το Theory of Games and economic Behavior, οι Τζων φον Νόιμαν και Όσκαρ Μόργκενστερν, πίστεψαν
ότι βρήκαν τη λογική μετάβαση ανάμεσα στις πιο απλές καταστάσεις (όταν κάποιος
πράκτορας αποφασίζει κατ’ ιδίαν, όπως ο Ροβινσόνας στο νησί του) και στις πιο
περίπλοκες, όπου πολλαπλοί πράκτορες διαμορφώνουν συμμαχίες και, κατόπιν τις
καταλύουν, συγκρούονται ή συνεργάζονται. Πράγματι, δεν διαθέτουμε ακόμη κάποια
σφαιρική θεωρία για την αλληλεπίδραση (και ίσως να μη βρούμε ποτέ). Ωστόσο η
Θεωρία Παιγνίων αποκάλυψε το εξής, εξαιρετικά σημαντικό γεγονός: είναι δυνατόν
ο ψυχολογικός υπολογισμός να υποκατασταθεί από τον μαθηματικό υπολογισμό.
Το παλαιότερο γνωστό
παράδειγμα μαθηματικής πραγμάτευσης του προβλήματος της αλληλεπίδρασης δύο
ευφυών πρακτόρων ανάγεται στην αρχή του 18ου αιώνα. Πρόκειται για μια
διαπραγμάτευση μεταξύ πατέρα και γιου, σχετικά με το φιλοδώρημα που δικαιούται
ο τελευταίος. Η ιστορία έχει ως εξής:
Ένας πατέρας θέλει
να δώσει χαρτζιλίκι στον γιό του και του λέει: «Θα βάζω στο χέρι σου έναν
αριθμό κερμάτων, μονό η ζυγό. 1) Εάν πεις «ζυγά» και είναι όντως ζυγός ο
αριθμός των κερμάτων στο χέρι μου, θα σου δώσω τρία τάληρα. 2) ) Εάν πεις «μονά»
και είναι ζυγός, θα σου δώσω πέντε τάληρα. 3) Εάν πεις «μονά» και είναι μονός,
θα πάρεις τέσσερα τάληρα. 4) Εάν πεις «ζυγά» και είναι μονός, θα έχεις 6 τάληρα.
Ερωτώ λοιπόν: 1)
Ποιον κανόνα πρέπει να προτείνουμε στον πατέρα για να κάνει οικονομία στα
χρήματά του. 2) Ποιον κανόνα πρέπει να προτείνουμε στον γιό για να επωφεληθεί
όσο το δυνατόν περισσότερο. 3) Να προσδιοριστεί τι πλεονέκτημα προσφέρει ο
πατέρας στον γιο και κατά πόσο μπορούμε να εκτιμήσουμε το φιλοδώρημα του,
θεωρώντας ότι καθένας από τους δύο θα υιοθετήσει την πιο συμφέρουσα συμπεριφορά
για τον ίδιο.»
Υποθέτουμε ότι τα συμφέροντα
είναι αυστηρώς αντιτιθέμενα (το ονομάζουμε αυτό μονομαχία). […] το συγκεκριμένο
κείμενο εκθέτει μια κατάσταση όπου η πιο συνετή απόφαση δεν είναι να υιοθετηθεί
κάποια εξαρχής προσδιορισμένη τακτική, αλλά η στρατηγική δράσης να εκλεχθεί
έτσι ώστε οι προθέσεις του υποκειμένου να είναι αδιαφανείς για τον αντίπαλο.
[…] Καθένας από τους δύο πρωταγωνιστές καταλαβαίνει ότι είναι μάταιο να
προσπαθήσει να φέρει στην επιφάνεια τα σχέδια του άλλου. Η διαπίστωση της
αποτυχίας τους οδηγεί να μεταμορφώσουν το αρχικό ερώτημα σε ένα άλλο
πρόβλημα, το οποίο δεν επιδέχεται λύσης. Περνούν από τον ψυχολογικό
υπολογισμό στον μαθηματικό υπολογισμό. Ωστόσο, η μετατροπή διαφυλάσσει τη δομή
και τη σημασία της απόφασης; Εδώ έγκειται η δυσκολία.
Στην εν λόγω δυσκολία είχε
αναφερθεί ο Πασκάλ […] Το πρώτο καθήκον που πρέπει να επιτελεστεί, κατά τον
Πασκάλ, είναι να τιθασευτεί ο παράγοντας του τυχαίου: πως μπορεί να αποφασίσει
κανείς ερχόμενος αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα; Υφίσταται ακόμη κι εκεί
αξιώματα δράσης; Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν σχετίζεται μονάχα με τα τυχερά
παιχνίδια: αφορά επίσης, το εμπόριο, τις ασφάλειες, τον πόλεμο. Στα 1654, ο
Πασκάλ θεωρεί ότι υπάρχει λύση: […] Σε ένα γράμμα στον Φερμά, στις 29 Ιουλίου
1654, αναφέρει πως οι μαθηματικοί μπορούν να συνεισφέρουν στη διαδικασία «λήψης
απόφασης». […]
Ήδη από τα τέλη του 18ου
αιώνα, οι στατιστικές για τη δημογραφία, την υγεία και την οικονομία, επενδύουν
με απτό περιεχόμενο έννοιες όπως αναλογική σειρά δεδομένων, λογική των
δεδομένων κ.λπ. Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, η μαζική παραγωγή, η
τυποποίηση των διαδικασιών και των προϊόντων, η διεθνοποίηση του εμπορίου και
άλλων παραγόντων, επεκτείνουν τη χρήση του μέτρου: εξ ου και καταλήγει να
θεωρείται ότι σε μια αναλογική σειρά δεδομένων, μικρές μεμονωμένες
διαφοροποιήσεις παρατηρούνται σε υπολογίσιμο ποσοστό των περιπτώσεων […]
Φαίνεται ότι, όσο αυστηρά κωδικοποιημένη κι αν είναι κάποια δράση, δεν είναι
δυνάμει αναπαραγώγιμη στο ακέραιο, όπως αποδεικνύεται ήδη στη ρίψη ενός
κέρματος ή ενός ζαριού στα τυχερά παιχνίδια· και ότι, επιπροσθέτως, όσο μεγάλη
κι αν είναι η φροντίδα με την οποία απομονώνουμε μια διεργασία από τον υπόλοιπο
κόσμο, μπορεί να σημειωθεί κάποια απρόοπτη «συνάντηση» στην εκτύλιξη της
διεργασίας και σε κάποιο τυχαίο εξωτερικό παράγοντα.
Βλέπουμε επίσης ότι, στη
δράση, υπάρχουν βαθμίδες καταστάσεων ιδίου τύπου (γενικές), των οποίων τα
βασικά χαρακτηριστικά προσπαθούμε να εκφράσουμε με τη βοήθεια μοντέλων. Κατά
τέτοιον τρόπο, φανταζόμαστε ότι η ανταλλαγή αγαθών λαμβάνει χώρα σε έναν τέλειο
κόσμο. Επιπροσθέτως, εξάγουμε από τη μαθηματική θεωρία της ψήφου του Άροου
(1951) το «θεώρημα της ιεραρχίας των απολυταρχικών ηγετών». Σύμφωνα με το
τελευταίο, σε μια κοινωνία όπου κάποια μειονότητα συμπεριφέρεται με
απολυταρχικό τρόπο, διενεργείται –στο εσωτερικό της μειονοτικής ομάδας– μια
διαδικασία εξάλειψης των δευτερευόντων ηγετικών μορφών ενώ, ταυτόχρονα,
αναδύεται ένας και μοναδικός δικτάτορας (όπως επί Στάλιν). Γενικότερα, η θεωρία των παιγνίων φέρει στο προσκήνιο τη λανθάνουσα
λογική απλών καταστάσεων, των οποίων η δομή μας διαφεύγει, παρόλο που μας
βαρύνουν οι επενέργειες τους.
Διαισθητικά,
καταλαβαίνουμε ότι η συνεργασία είναι αποτελεσματικότερη από τη δυσπιστία. Ωστόσο, ο κοινωνικός βίος παρουσιάζει πλήθος
περιπτώσεων όπου η συμφωνία μεταξύ των δρώντων υποκειμένων είναι φυσιολογικά
αδύνατη ή λογικά απίθανη. Το 1950 δύο ερευνητές του οργανισμού RAND Corporation (αμερικανικού ινστιτούτου στρατηγικών ερευνών που
ιδρύθηκε το 1948), οι Μέριλ Φλοντ και Μέλβιν Ντρέσερ, μοντελοποίησαν τέτοιες
καταστάσεις στις οποίες ένας μαθηματικός, ο Άλμπερτ Τάκερ, έδωσε τη γενική ονομασία
«Δίλημμα του Φυλακισμένου». Το αρχικό παράδειγμα τροποποιήθηκε και, πλέον,
διατυπώνεται ως εξής: δύο άνδρες που έχουν διαπράξει από κοινού κάποιο αδίκημα,
συλλαμβάνονται και φυλακίζονται σε χωριστά κελιά, ούτως ώστε να μην μπορούν να
επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Εάν κανείς από τους δύο δεν ομολογήσει, η αστυνομία
διαθέτει αρκετά πειστήρια εναντίον τους για να διακινδυνεύσουν ετήσια κάθειρξη.
Ωστόσο, τα πειστήρια δεν επαρκούν για να τους επιβληθεί βαρύτερη ποινή. Οι
αρχές προτείνουν, λοιπόν, στον κάθε δράστη ξεχωριστά, τον εξής διακανονισμό:
«Εάν καταδώσετε τον συνεργό σας, θα γλυτώσετε τη φυλάκιση και εκείνος θα
καταδικαστεί σε τριετή φυλάκιση. Εάν ομολογήσετε και οι δύο, θα έχετε δύο
χρόνια φυλάκισης». Το διαβόητο αυτό πρόβλημα, που έχει εμπνεύσει χιλιάδες
σχόλια, δείχνει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι, σε ορισμένες καταστάσεις όπου το
άτομο αποφασίζει μόνο και χωρίς να επικοινωνεί, το αποτέλεσμα της απόφασης
περικλείεται δυνάμει στο αποτέλεσμα που θα προέκυπτε σε ενδεχόμενο συνεργασίας.
Εξάλλου, η θεωρία των παιγνίων δεν μοιάζει με τις φυσικές θεωρίες: πράγματι,
μακράν του να παρουσιάζει τη δράση υπό το πρίσμα της μιας και μοναδικής
αναγκαιότητας, στοχεύει να διευρύνει το χώρο των επιλογών των υποκειμένων. Περιλαμβάνει, δομικά, μια δυαδικότητα:
συναρμόζει ορθολογικά τα μέσα, με ένα πνεύμα ντεντερμινιστικό ή στατιστικό· και
συλλαμβάνει εννοιολογικά τους στόχους, μέσα σε ένα πνεύμα ελευθερίας και
καινοτομίας. Διαρθρώνει τον εργαλειακό λόγο (που αφορά τα μέσα) με τον
αξιολογικό λόγο (που αφορά τις αξίες και της τελικούς σκοπούς).
Η θεωρία των παιγνίων διαμορφώνει, διαμέσου της
ατελούς της έκφρασης, ένα πραγματικά διευρυμένο πεδίο για την κατασκευή
μοντέλων δράσης. Έτσι στη σφαίρα των
οικονομικών αποφάσεων, το κράτος μπορεί να δρα με τη διαμεσολάβηση ενός οργάνου
κεντρικού σχεδιασμού ή, αντίθετα, να προτιμήσει κάποιο σύστημα όπου διαντιδρούν
πολλαπλοί μεμονωμένοι παράγοντες, ισότιμοι και συχνά το ίδιο ισχυροί.
Αντιστρόφως, από τη στιγμή που οι θεμελιώδεις επιλογές έχουν πραγματοποιηθεί
και έχουν επιλεχθεί οι κανόνες του παιχνιδιού, μια άκαμπτη και συχνά μη
αντιληπτή λογική βαρύνει τα υποκείμενα που αποφασίζουν. Φαίνεται σαν να
προκύπτει μια ατέρμονη σειρά επιπτώσεων, όταν η φύση του παιχνιδιού και οι
κανόνες του παγιωθούν.
Οι εστίες της οικονομικής
ισχύος διαμορφώνουν ολοένα και περισσότερο ένα ενιαίο δίκτυο όπου οι επιρροές
διαχέονται διαμέσου της τεχνολογίας και των νομισματικών ροών. Η θεωρία των παιγνίων, δίχως να κατορθώνει,
προς το παρόν, να κατασκευάζει κάποιο σφαιρικό μοντέλο της εν λόγω κατάστασης
πραγμάτων, βοηθά να καταλάβουμε το νόημά της, όπως και να διασαφηνίσουμε τους
κανόνες δράσης της κυβερνοσφαίρας που συνιστά, πλέον, η Γη.
(ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2007, σελ.
62-71)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου