Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, μια άλλη τάση
εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης,
χαρακτηρίζεται από το ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης
βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη
χώρα να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαϊκή με σχεδιασμένη οικονομία και
ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. […]
Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη
σχετλιαστική ονομασία «Φράγκοι») δηλαδή οι δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και
νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. […] Για
να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο
από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά
προς τη νεωτερικότητα.
Είναι έτοιμο τo κίνημα αυτό προκειμένου να ολοκληρωθεί; Αν η ελληνοκεντρική
αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη μιμητική της
τάση, θα μπορούσε μήπως να γίνει αυθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων
πάνω στα οποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια;
[…] Μια κοινή άποψη, πολύ κοινή – και πολύ διαδεδομένη –
θέλει την Ελλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Σύμφωνα
με την άποψη αυτή, θα ήταν ανατολίτικη λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της
αμεριμνησίας της, της αντίληψης που έχει για τη σοφία νοούμενη ως απραξία, και
τέλος λόγω ενός συνδυασμένου παιχνιδιού στο οποίο ένας ορισμένος ασκητισμός
συνάδει μ’ ενός είδους γαλαντομία και ενός είδους κραιπάλη. Αυτή η
«ανατολίτικη» Ελλάδα θα ήταν η Ελλάδα του Μοιραίου. Αλλά η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνον ανατολίτικη. Καθώς συνιστά το ίδιο το θαύμα της, θα ήταν και
ευρωπαϊκή εξίσου και μάλιστα πιο ευρωπαϊκή σχεδόν από τις γνήσιες ευρωπαϊκές
χώρες. […]
Η «νεωτερική» Ελλάδα, λοιπόν, θα ήταν και ανατολίτικη και
πιο δυτική από τη Δύση συγχρόνως, παθητική και ενεργητική, γοητευτική και
ισχυρή, μικρή και μεγάλη κλπ... Το είναι της θα κατοικούσε μες στη μοναδική της
ιδιαιτερότητα που όλα τα συγχωρεί·
και συγχωρεί κυρίως το γεγονός ότι η προσπάθεια δεν υποστηρίζεται και ουδέποτε
οδηγείται μέχρι την εκπλήρωσή της. Και τη στιγμή που η προσπάθεια αποτυγχάνει,
δεν γίνεται ποτέ λόγος για αποτυχία, […] μιλούν […] για την τρομερή σύσπαση που
απαιτεί η προσπάθεια: ιδού, λοιπόν, οι νικητές μεταμορφώνονται σε μορφάζοντες.
Μπορεί μήπως αυτός ο ναρκισσισμός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγματώσει (να
πραγματώσει κι όχι να ονειρευτεί την πραγμάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόμη
και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί να σπρώξει ως την άκρη την ίδια τη λογική
του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική.
Δεν τον κινητοποιούν παρά ψυχολογικές αναπαραστάσεις που εξαντλούνται στη
«γεύση» της καθημερινής ζωής και δονούν κυρίως τις αισθήσεις των φιλήδονων. Όλα
τούτα δεν μπορούν να εγερθούν σε βλέψεις αντάξιες ενός συνόλου το οποίο
εντάσσεται απαραιτήτως στην ολότητα όλων όσα είναι. Το τοπικό εξαντλείται
γρήγορα, όταν δεν είναι ο – έστω και περιορισμένος – τόπος όπου τοποθετείται
μια οικουμενικότητα.
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ, 2010,
σελ. 29-34)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου