[…]
ο Νίτσε πίστευε ότι οι «κατώτεροι» άνθρωποι αποτελούσαν τη συντριπτική
πλειονότητα […] Όπως λέει στη Γενεαλογία,
«υπό το πρίσμα της φυσιολογίας, οι αποτυχημένοι και οι δυσαρεστημένοι»
αποτελούν «την πλειονότητα των
θνητών» (ΙΙΙ: 1). Ή, ομοίως, στο Πέρα από
το καλό και το κακό: «Μεταξύ των ανθρώπων, όπως και σε κάθε άλλο ζωικό
είδος, υπάρχει πληθώρα αποτυχημένων, άρρωστων, εκφυλισμένων, καταβεβλημένων
ανθρώπων που υποφέρουν κατ’ ανάγκην̇ οι επιτυχημένες
περιπτώσεις, και μεταξύ των ανθρώπων, αποτελούν πάντα εξαίρεση». Μας αρκεί
λοιπόν να αναγνωρίσουμε αυτή τη μάλλον δυσοίωνη νιτσεϊκή άποψη για το τεράστιο
ανθρώπινο πλήθος, εφόσον ο πυρήνας
της νιτσεϊκής κριτικής είναι ότι η (συμβατική) ηθική ασκεί δηλητηριώδη επίδραση σε ανώτερους ανθρώπους (δηλαδή, σε ανθρώπους
που αριστεύουν). Ενώ ο Νίτσε φαίνεται επίσης να πιστεύει πως η ηθική συμφέρει
και άλλα άτομα –«τους κατώτερους ανθρώπους»- αυτό δεν είναι αφ’ εαυτού του
απορριπτέο ̇ ο Νίτσε λέει ότι:
«Οι ιδέες της αγέλης πρέπει να κυριαρχούν στην αγέλη – αλλά να μην
επεκτείνονται πέρα από αυτή» (ΘΔ: 287). Το ζήτημα λοιπόν είναι «να μην
επεκτείνονται πέρα από αυτή», επειδή αυτό βλάπτει
τους «ανώτερους ανθρώπους». Αν υπήρχε μια κοινωνική τάξη όπου η ηθική υπήρχε –και
εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των «κατώτερων» τύπων- δίχως οποιεσδήποτε συνέπειες
σε δυνάμει «ανώτερους ανθρώπους», τότε θα φανταζόταν κανείς ότι ο Νίτσε δεν θα
έφερνε αντίρρηση. […]
Συγχρόνως,
ο Νίτσε όντως υποστηρίζει τη βασική καλλίκλεια άποψη ότι, κατ’ ουσίαν, οι
ηθικές αξίες συμφέρουν ορισμένους
τύπους ανθρώπων, δηλαδή τους «κατώτερους ανθρώπους» - και προκειμένου να
κατανοήσουμε και να αποτιμήσουμε αυτόν τον ισχυρισμό θα έπρεπε να γνωρίζουμε
ποιους ακριβώς εννοεί όταν κάνει λόγο για «κατώτερους ανθρώπους». Υπό κανονικές
συνθήκες, βέβαια, πιστεύουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα των «ηθικών» απόψεων
είναι ακριβώς ότι δεν είναι ιδιοτελείς. Κατά τη νιτσεϊκή θεώρηση, όμως, αυτό
συνιστά αυταπάτη: η γενική επικράτηση
ηθικών αξιών συμφέρει στην πράξη, ορισμένους τύπους ανθρώπων […] Εξάλλου
βασική εξηγητική αρχή του Νίτσε είναι ότι «Κάθε ζώο […] αγωνίζεται ενστικτωδώς
να βελτιστοποιήσει τις ευνοϊκές συνθήκες
στις οποίες θα αποδεσμεύσει πλήρως τη δύναμή του και θα πετύχει τη μεγίστη
αίσθηση της δύναμής του» (Γενεαλογία της
ηθικής ΙΙΙ: 7). Εφαρμοσμένη στην ηθική, η αρχή αυτή οδηγεί με φυσικό τρόπο
σε ισχυρισμούς σαν τον ακόλουθο:
[Σ]την
ιστορία της ηθικής εκφράζεται μια θέληση
για δύναμη, μέσω της οποίας άλλοτε οι δούλοι και οι καταπιεσμένοι, άλλοτε
οι κακοφτιαγμένοι και όσοι υποφέρουν από μόνοι τους, άλλοτε οι μέτριοι
προσπαθούν να καταστήσουν κυρίαρχες εκείνες τις αξιακές κρίσεις που τους
ευνοούν. (ΘΔ: 40)
Στο
ίδιο πνεύμα, ο Νίτσε ισχυρίζεται αλλού ότι μονάχα ορισμένοι τύποι ανθρώπων
«επαινούν την ανιδιοτέλεια επειδή [τους]
ωφελεί!». (ΧΕ: 21 ̇ πρβλ. ΘΔ: 246).
Πρεσβεύει επίσης ότι η ηθική των δούλων αντανακλά απλώς «τη σύνεση της
κατώτατης βαθμίδας» (ΓΗ Ι: 13) επειδή νομιμοποιεί τα χαρακτηριστικά και τις
επιθυμίες της «κατώτατης βαθμίδας» ρίχνοντας πάνω της ένα ηθικά αξιέπαινο φως.
Γι’ αυτό ο Νίτσε υποστηρίζει (στη ΓΗ: 14) ότι η «κατώτατη βαθμίδα» ή «οι
δούλοι» επιτυγχάνουν τις ακόλουθες συνετές ηθικές μεταφράσεις:
1. η ανικανότητα τους
γίνεται «καλοσύνη» ̇
2. η αγωνιώδης
κατωτερότητά τους γίνεται «ταπεινοφρισύνη» ̇
3. το ότι «δεν
προκαλούν» και το ότι «περιμένουν στην πόρτα» γίνεται «υπομονή» ̇
4. η ανικανότητά τους
να εκδικηθούν γίνεται απροθυμία για εκδίκηση ̇
5. η επιθυμία τους για
αντίποινα γίνεται επιθυμία για δικαιοσύνη ̇
6. το μίσος τους για
τον εχθρό γίνεται μίσος για την αδικία.
(Εκδόσεις
Οκτώ, 2009, σ. 147 - 148 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου