Η πηγή των
αντιλατινικών αισθημάτων, που η εξέλιξη τους θα πάρει βίαιες μορφές κυρίως στον βυζαντινό λαό, δεν βρίσκεται καθόλου, όπως θα περίμενε
κανείς, στο Σχίσμα του 1054 (άλλωστε, αυτό υπήρξε μια υπόθεση των εκκλησιαστικών
Αρχών που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από το λαό), αλλά στη νορμανδική επίθεση, που
θεωρήθηκε, εξαιτίας των προνομιακών σχέσεων των Νορμανδών με τον Πάπα και
εξαιτίας της σύμπτωσης της με τις σταυροφορίες, ως μία σημαντική πλευρά ενός εκτεταμένου ανομολόγητου σχεδίου της
παποσύνης εναντίον του ορθόδοξου κόσμου. Κατά τον ίδιο τρόπο, λίγο αργότερα,
ο βυζαντινός κόσμος θα θεωρήσει τη σταυροφορία ως μια επιχείρηση που έκρυβε,
κάτω από ευσεβείς σκοπούς, σκοτεινά σχέδια των αγροίκων στρατιωτών της Δύσης εναντίον
της Αυτοκρατορίας και του πλούτου της. Ας ομολογήσουμε ότι βρισκόμαστε πολύ
μακριά από τη «χριστιανική ειρήνη», που υπήρξε εντούτοις για μια μεγάλη περίοδο
της ιστορίας της Ευρώπης η προέκταση της «ρωμαϊκής ειρήνης», όπου και οι δύο
εκφράστηκαν, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του Βυζαντίου, με τα
αποτελέσματα της «βυζαντινής ειρήνης», με την τάξη δηλαδή της Αυτοκρατορίας των
χριστιανών της Ανατολής.
Είναι
γεγονός ότι γύρω στον δέκατο τρίτο
αιώνα, ο βυζαντινός λαός θεωρεί ότι είναι θύμα μιας συνδυασμένης επίθεσης του
Δυτικού κόσμου στο σύνολο του. Ανόσια επιχείρηση, που την ένιωσαν οι
Βυζαντινοί σαν μια προσβολή εναντίον του Θεού, επειδή απέβλεπε κατά τη γνώμη
τους στην καταστροφή της «Χριστιανικωτάτης Αυτοκρατορίας», «Του Κράτους που
προστάτευε και αγαπούσε ο Θεός», σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν σε
επίσημες πράξεις για να προσδιορίσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε όλη τη
διάρκεια της ζωής της.
Ωστόσο,
η σύγκρουση της Δύσης με το Βυζάντιο,
που άρχισε με τους νορμανδικούς πολέμους,
οι οποίοι ξέσπασαν σε μια στιγμή κατά την οποία η Αυτοκρατορία συγκλονιζόταν
στην Ανατολή από τις τουρκικές προόδους, θεωρήθηκε
από τους Βυζαντινούς ως απόδειξη του δυτικού ιμπεριαλισμού που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα
σε πολλά πεδία: πνευματικός
ιμπεριαλισμός εξαιτίας του σχίσματος και της εχθρότητας της παποσύνης, στρατιωτικός και πολιτικός ιμπεριαλισμός εξαιτίας των νορμανδικών κινήσεων και των
αποτελεσμάτων των σταυροφοριών, οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, κατέληξαν όχι
μόνο στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, αλλά επίσης και στη σύσταση λατινικών κρατών
στην Ανατολή. Και, τέλος, οικονομικός
ιμπεριαλισμός εξαιτίας της επιρροής, που άσκησαν οι Δυτικοί έμποροι, κυρίως οι
Ιταλοί, όχι μόνο στο διεθνές εμπόριο (αποτέλεσμα ακριβώς της δημιουργίας κρατών
των σταυροφόρων) αλλά επίσης και στην ίδια την αγορά της Αυτοκρατορίας. Αυτό το
τελευταίο γεγονός, που οι συνέπειες του υπήρξαν αργότερα καταστροφικές για την
ευημερία της Αυτοκρατορίας και την ευημερία των πολιτών της, παραμένει, ακόμα
και με απροσδόκητο τρόπο, σαν συνέπεια της νορμανδικής επίθεσης, που χωρίς
συζήτηση σημαδεύει την οριστική καμπή στις σχέσεις ανάμεσα στη Δύση και στην
Ανατολή σε όλα τα πεδία.
Αλέξιος Α´
Μικρογραφία
από χειρόγραφο του 12ου αι.
(Βατικανό, Biblioteca Apostolica).
|
Η απελπιστική
κατάσταση, στην οποία έριξαν το Βυζάντιο οι νορμανδικές επιθέσεις στο ίδιο το
έδαφος της Αυτοκρατορίας το 1081, υποχρέωσε τον Αλέξιο Κομνηνό, που δεν διέθετε
τότε κανένα μέσο άμυνας (η βυζαντινή Ανατολή είχε υποκύψει στον τουρκικό
ζυγό) να ζητήσει τη ναυτική βοήθεια των Βενετσιάνων,
που είχαν παλιούς και προνομιακούς δεσμούς με το Βυζάντιο. Οι Βενετσιάνοι, ανήσυχοι από την εγκατάσταση των Νορμανδών στις δυο
ακτές των στενών του Οτράντο, πράγμα που μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο την
ελεύθερη επικοινωνία στην Αδριατική και να καταπνίξει αργότερα την ευημερία της
Γαληνότατης, έσπευσαν να ανταποκριθούν στη βυζαντινή αίτηση. Έστειλαν το στόλο τους στον Αλέξιο, με την παραχώρηση
προνομίων που τους επέτρεψαν να εγκατασταθούν σε εμπορικές θέσεις της
Αυτοκρατορίας και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Το χρυσόβουλο που δημοσίευσε το 1082 ο Αλέξιος Α' προς όφελος των
Βενετσιάνων θεωρήθηκε δικαιολογημένα ως η πρώτη πράξη υποταγής της
Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα
με το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου, οι Βενετσιάνοι εγκατέστησαν στην
Κωνσταντινούπολη ένα αληθινό εμπορείο. Στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου
παραχωρήθηκαν σημαντικές δωρεές, ενώ οι έμποροι της Γαληνότατης ασκούσαν στο
εξής το εμπόριο τους απολαμβάνοντας όρους και φορολογικά προνόμια, που τους
έκαναν πολίτες ενός ευνοούμενου κράτους. Έτσι οι Βενετσιάνοι εγκατέστησαν
προοδευτικά τις αποικίες και τα εμπορεία τους σε όλες τις ναυτικές και εμπορικές
θέσεις της Αυτοκρατορίας (μόνον ο Εύξεινος Πόντος έμεινε κλειστός γι' αυτούς
για λόγους που αφορούσαν τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης) και απόκτησαν
με τον καιρό σημαντικά πλούτη σε βάρος του κράτους και των Βυζαντινών πολιτών.
Η δραστηριότητα τους μέσα στην αυτοκρατορία και η ευημερία τους αυξάνονταν τόσο
γρήγορα όσο και η περιφρόνηση τους για τους Βυζαντινούς. Αυτό προκάλεσε μια εκρηκτική
κατάσταση, που η έκβαση της θα έβαζε σε κίνδυνο τις σχέσεις ανάμεσα στη Βενετία
και στο Βυζάντιο.
Η λαϊκή
μνησικακία και η επίσημη δυσαρέσκεια που προκλήθηκαν από την αδιάντροπη
συμπεριφορά των Βενετσιάνων, τους οποίους γρήγορα θεώρησαν οι Βυζαντινοί ως
ενοχλητικούς ξένους, εκδηλώθηκαν μόλις ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Αλεξίου,
Ιωάννης Κομνηνός.
Η μεγαλύτερη φροντίδα του υπήρξε να σταθεροποιήσει τις ναυτικές δυνάμεις της
αυτοκρατορίας και να απαλλαγεί το συντομότερο από τη βενετσιάνικη επιρροή. Στην
Κωνσταντινούπολη και στις άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας έγιναν ανάμεσα στις
δυο κοινότητες αιματηρές συγκρούσεις. Αυτές εγκαινίασαν τη βενετο-βυζαντινή σύγκρουση
που, λανθάνουσα ή φανερή, θα είναι στο εξής σημαντικός παράγοντας της
βυζαντινής πολιτικής απέναντι στη Δύση και ιδιαίτερα απέναντι στις άλλες ναυτικές
δημοκρατίες της Ιταλίας.
Πάντως,
η βίαιη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα
στους Βυζαντινούς και στους εγκατεστημένους στην Αυτοκρατορία Βενετσιάνους θα
είναι για το Βυζάντιο η απόδειξη μιας νέας μορφής επίθεσης, της οικονομικής,
που πρόσθεσε στους εχθρούς της Αυτοκρατορίας τις επικίνδυνες ναυτικές πόλεις
της Ιταλίας. Γιατί η Πίζα και κυρίως η Γένοβα μιμήθηκαν γρήγορα το
βενετσιάνικο παράδειγμα. Το ιστορικό πλαίσιο και η αναγκαιότητα των καιρών
οδήγησαν αργότερα το Βυζάντιο, που φρόντιζε να απαλλαγεί από τη βενετσιάνικη
επιρροή, στο να παραχωρήσει τα ίδια προνόμια και στις άλλες ιταλικές πόλεις.
Κατανοούμε γιατί θεωρείται ότι η ημερομηνία που δημοσιεύτηκε από τον Αλέξιο το
χρυσόβουλο προς όφελος των Βενετσιάνων σημαδεύει την αρχή των συνθηκολογήσεων
του Βυζαντίου κι εγκαινιάζει από τότε την οικονομική επίθεση της Δύσης εναντίον
της Αυτοκρατορίας, επίθεση που τα αποτελέσματα της υπήρξαν πιο φοβερά για την
τύχη του Βυζαντίου από τις επιτυχίες των όπλων των στρατιωτών της Δύσης.
Από
αυτή την άποψη, η πολιτική των Κομνηνών, που φρόντιζαν πριν απ' όλα να
επεκτείνουν όσο ήταν δυνατόν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας μετρώντας το μεγαλείο
της αποκλειστικά με τις στρατιωτικές επιτυχίες —στάση, οφείλουμε να πούμε, πολύ
αριστοκρατική — , φαίνεται αμφισβητήσιμη και αμφισβητήθηκε από τους συγχρόνους,
που έβλεπαν ανήσυχοι τη διάβρωση της Αυτοκρατορίας από την ιταλική διείσδυση σε
όλες τις εμπορικές θέσεις. Είναι
πραγματικά εκπληκτικό ότι αυτοί οι αξιόλογοι αυτοκράτορες, όπως ήταν οι τρεις
πρώτοι Κομνηνοί, οι οποίοι κατάφεραν με την ακούραστη προσπάθεια τους να ξαναδώσουν
στην Αυτοκρατορία το στρατιωτικό γόητρο, που τόσο της είχε λείψει κατά το τέλος
του ενδέκατου αιώνα, φάνηκαν τόσο λίγο προνοητικοί για τα αποτελέσματα και τις συνέπειες
που θα μπορούσε να έχει στο μέλλον η πολιτική τους απέναντι στις ιταλικές
Δημοκρατίες. Οι Κομνηνοί, παραχωρώντας διαδοχικά σε καθεμία από αυτές
υπερβολικά εμπορικά προνόμια, με την ελπίδα να καταπολεμήσουν τη δύναμη της
μιας με την πρόοδο της άλλης, υπέταξαν προοδευτικά την οικονομική ζωή του Βυζαντίου
στην καλή θέληση των Ιταλών εμπόρων, που κατέληξαν να συμπεριφέρονται όχι μόνο
σαν κύριοι της αγοράς αλλά επίσης και σαν διαιτητές της δημόσιας ζωής της
χώρας.
Αυτή
την πολιτική την εφάρμοσε ιδιαίτερα ο Μανουήλ Α', ο οποίος συνέλαβε πράγματι
επεκτατικά σχέδια, που η πραγματοποίηση τους απαιτούσε νέες συμμαχίες και
ιταλικά στηρίγματα. Ο Μανουήλ Κομνηνός θέλησε να πραγματοποιήσει τη μεγαλεπήβολη
και τρελή ιδέα να ενώσει ακόμα μια φορά και κάτω από την αιγίδα της Κωνσταντινούπολης,
με τη βοήθεια όμως
του πάπα, τον ρωμαϊκό κόσμο της Δύσης και της Ανατολής. Ο Μανουήλ εμπνεόμενος
απ' αυτό το ουτοπικό όνειρο της αποκατάστασης, της επανάκτησης του ρωμαϊκού
κόσμου, δεν δίστασε να οργανώσει και να επιχειρήσει πολυδάπανες υπερπόντιες εκστρατείες,
που οδήγησαν τις βυζαντινές στρατιές ακόμα μια φορά, αλλά για λίγο καιρό, στην
Ιταλία, τη Συρία και την Αίγυπτο ακόμα. Οι συμμαχίες, που χρειαζόταν η
Αυτοκρατορία για να πραγματοποιήσει μια τέτοια πολιτική, κλείστηκαν με τη
χρησιμοποίηση σημαντικών χρηματικών ποσών, αλλά επίσης και με την παραχώρηση
εμπορικών προνομίων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Η μεγαλομανία του τελευταίου μεγάλου αυτοκράτορα του οίκου των Κομνηνών
στοίχισε στο Βυζάντιο την οικονομική του καταστροφή. Αυτή η πολιτική, που
επικρίθηκε αυστηρά από την κοινή γνώμη της εποχής, παραμένει κατά τη γνώμη μας
η καλύτερη απεικόνιση του αριστοκρατικού πατριωτισμού που έφθασε στο έσχατο
όριο του, στο βαθμό που η επιλογή έγινε περισσότερο για το γόητρο του Βυζαντίου
παρά για την ευημερία των πολιτών, οι οποίοι πλήρωσαν τα έξοδα αυτού του
εφήμερου μεγαλείου της Αυτοκρατορίας. Η
αντίδραση εναντίον των «Καταστροφικών και αξιοθρήνητων πολέμων» του Μανουήλ
Κομνηνού, […] εκδηλώθηκε βίαια μόλις
πέθανε αυτός ο αυτοκράτορας. Η αντίδραση αυτή πήρε ένα χαρακτήρα αντιλατινικό και αντιαριστοκρατικό, πράγμα που
σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, το τέλος του αριστοκρατικού πατριωτισμού, όπως τον
είχαν συλλάβει οι μεγάλοι Κομνηνοί, ακόμα κι αν αυτός ο νέος σταθμός της ιστορίας της ιδεολογίας είχε ως εμπνευστή έναν άλλο
Κομνηνό.
Πράγματι, κάτω
από την καθοδήγηση του Ανδρόνικου Κομνηνού, ο οποίος θεωρήθηκε, με κάποια
υπερβολή, ο κόκκινος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, τα επαρχιακά πλήθη, ιδιαίτερα οι
στρατιώτες της Παφλαγονίας, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1082 και
βοηθούμενοι από τον όχλο της πρωτεύουσας έσφαξαν τους ξένους, λεηλάτησαν τις
εγκαταστάσεις τους, χωρίς να σεβαστούν τις ωραίες συνοικίες της πόλης, για να χρησιμοποιήσουμε
ένα σύγχρονο όρο, και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Ανδρόνικο. Κανονικά, η
πολιτική αυτού του ευνοούμενου των λαϊκών και επαρχιακών μαζών υπήρξε πριν απ'
όλα αντιλατινική και αντιαριστοκρατική. Κατά
τη σύντομη βασιλεία του, το αντιλατινικό αίσθημα παίρνει μια νέα διάσταση, μέσα
από την οργισμένη μορφή που του έδωσε η λαϊκή αντίδραση. Μετατρέπεται σε πραγματικό μίσος απέναντι σε καθετί που είναι Δυτικό.
Αυτό το αίσθημα το συμμεριζόταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης, που είδε τους
Ιταλούς να πλουτίζουν σε βάρος του, και οι επαρχιακοί πληθυσμοί, που υπέφεραν
από το πέρασμα των σταυροφόρων και από τη στάθμευση στο έδαφος τους Δυτικών
μονάδων μισθοφόρων, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τον Μανουήλ και
χρησιμοποιήθηκαν όλο και περισσότερο από το Βυζάντιο εξαιτίας της ποιότητας του
εξοπλισμού τους και, ας το πούμε, και των πολεμικών τους αρετών.
Έτσι
η αντίδραση εναντίον της Δυτικής διείσδυσης στην Αυτοκρατορία θα προκαλέσει την
αντίδραση εναντίον των αρχών που ενέπνεαν την πολιτική των μεγάλων Κομνηνών, οι
οποίοι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την υποταγή της Αυτοκρατορίας στους ανθρώπους
της Δύσης. Ο αριστοκρατικός πατριωτισμός
των Κομνηνών, που ήθελαν να δώσουν στο Βυζάντιο το γόητρο της παλιάς
Αυτοκρατορίας και να ανυψώσουν την Κωνσταντινούπολη σε κέντρο του πολιτισμένου
κόσμου, θα εγκαταλειφθεί. Ένας
παθιασμένος και λαϊκός πατριωτισμός, εμψυχωμένος από το αντιλατινικό μίσος, και
ένα επαρχιακό πατριωτικό πνεύμα, ταπεινό στις φιλοδοξίες του αλλά σταθερό στις
επιδιώξεις του, θα υπαγορεύουν στο εξής την ιδεολογική πολιτική του Βυζαντίου,
που, τυφλωμένη από το αντιλατινικό πάθος
και απειλούμενη από τη Δύση και την Ανατολή ταυτόχρονα, δεν θα μπορέσει να
ξαναβρεί ποτέ πια εκείνη την πνοή που άλλοτε της είχε εξασφαλίσει το μεγαλείο.
Ελένη Γλυκάντζη
Αρβελέρ,
Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2007, σελ. 100 – 107)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου