Ο Σωκράτης είναι εβδομήντα χρόνων.
Κατηγορείται ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, ότι εισάγει νέους θεούς κι
ότι διαφθείρει τους νέους. Κατά τη διάρκεια της δίκης του δεν θα απαντήσει
ευθύς εξαρχής σ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες. Θεωρεί ότι πρέπει πρώτα ν’
απαντήσει στις συκοφαντίες που εκτοξεύονται εναντίον του επί δεκαετίες. Το
πλαίσιο αυτό θα του επιτρέψει ν’ αναδείξει και την ιδιαιτερότητά του […]
Ο Σωκράτης ξεκινάει απαντώντας σε μια
ερώτηση που υποθέτει ότι ξέρουν οι ακροατές. «Αν δεν έκανες τίποτα το
ιδιαίτερο, πως συμβαίνει να γίνεται τόσος λόγος για σένα; Κι αν ζούσες όπως
όλος ο κόσμος, σε τι χρωστάς τη φήμη σου;» (Πλάτων, Απολογία, 20c). Από πού αντλεί,
πράγματι, την τρομερή αυτή φήμη; «Ακούστε λοιπόν, και ίσως κάποιοι από σας
νομίσουν ότι αστειεύομαι. Όχι όμως πιστέψτε με. Ό,τι σας πω, είναι η καθαρή
αλήθεια. Ομολογώ λοιπόν, Αθηναίοι, ότι διαθέτω κάποια σοφία, και σ’ αυτήν οφείλω τη φήμη μου. Τι είδους σοφία; Ίσως αυτήν
ακριβώς που προσιδιάζει στον άνθρωπο. Μάλλον αυτή τη σοφία πρέπει να κατέχω
[…]» (20d-e). […]
Η ιστορία είναι η ακόλουθη. Ένας παλιός
φίλος του Σωκράτη, ο Χαιρεφώντας […] πήγε μια μέρα στο Μαντείο των Δελφών και
ρώτησε τον Απόλλωνα αν υπάρχει άνθρωπος πιο σοφός από τον Σωκράτη. «Η Πυθία του
απάντησε ότι κανείς δεν είναι σοφότερος από τον Σωκράτη (21a). Αυτή η καταπληκτικά αφήγηση θα χρησιμεύσει ως
εφαλτήριο στον Σωκράτη για να εκφράσει αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξής
του και σε τι συνίσταται τελικά η πρωτοτυπία του. Παρά τη διακηρυγμένη μετριοφροσύνη,
η αλαζονεία δεν είναι πολύ μακριά: «¨Για να δούμε, τι λέει άραγε ο θεός, και τι
υπονοεί; Γιατί εγώ έχω συναίσθηση ότι δεν είμαι ούτε λίγο ούτε πολύ σοφός. Τι
θέλει να πει λοιπόν λέγοντας ότι είμαι σοφότερος; Γιατί οπωσδήποτε δεν
ψεύδεται. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό για ένα θεό¨. Για πολύ καιρό
αδυνατούσα να καταλάβω τι σήμαινε αυτό. Έπειτα, μετά από μεγάλο δισταγμό,
αποφάσισα να διερευνήσω τη σημασία του χρησμού» (21b).
Ο Σωκράτης αρχίζει ν’ απευθύνεται σε
διαφορετικές κατηγορίες πολιτών για να ελέγξει την ορθότητα του χρησμού.
Ξεκινάει από έναν πολιτικό άνδρα αρκετά γνωστό ώστε να μην χρειάζεται καν να
αναφέρει το όνομά του: «Μου φάνηκε ότι αυτός ο άνδρας, μολονότι θεωρείται σοφός
από πολλούς άλλους ανθρώπους, και μάλιστα το πιστεύει και ο ίδιος, δεν είναι.
Κι έτσι προσπάθησα να του δείξω ότι μπορεί να νόμιζε πως είναι σοφός, αλλά δεν
ήταν» (21c). Συμπέρασμα: «Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: εγώ είμαι
σοφότερος απ’ αυτόν τον άνθρωπο. […] Αυτός μεν νομίζει ότι ξέρει ενώ δεν ξέρει,
εγώ δε ούτε ξέρω ούτε νομίζω ότι ξέρω. Φαίνεται λοιπόν ότι είμαι λίγο πιο σοφός
απ’ αυτόν, τουλάχιστον ως προς το ότι δεν νομίζω πως ξέρω ό,τι δεν ξέρω» (21d).
Μετά τους πολιτικούς επισκέπτεται τους
ποιητές. Τα συμπεράσματα του είναι παρόμοια. Η θεία έμπνευση τους κάνει να λένε
ωραία πράγματα, αλλά οι ίδιοι δεν ξέρουν τι λένε (22c).
«Έφυγα λοιπόν κι απ’ αυτούς έχοντας σχηματίσει την ίδια γνώμη που είχα για τους
πολιτικούς». Τέλος, έρχονται οι τεχνίτες. Αυτοί γνωρίζουν πολλά πράγματα, αλλά
νομίζουν πως αυτό τους δίνει το δικαίωμα να παρεμβαίνουν και σε πεδία στα οποία
δεν έχουν καμία γνώση. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση η μορφή της μη γνώσης είναι
διαφορετική. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν επειδή πιστεύουν ότι ξέρουν. Οι ποιητές
δεν ξέρουν γιατί αντλούν τη γνώση τους από αλλού κι όχι από τον εαυτό τους. Οι
τεχνίτες δεν ξέρουν ό,τι δεν εμπίπτει στη σφαίρα των δεξιοτήτων τους. Εν
ολίγοις, ο Σωκράτης πέρασε από το κόσκινο του ελέγχου διαφορετικές κατηγορίες
πολιτών και διαπίστωσε ότι όλες αδυνατούν ν’ αντεπεξέλθουν στη δοκιμασία. Όλοι
διατείνονται πως κατέχουν μια γνώση, όμως αυτή τους διαφεύγει.
[…] Το συμπέρασμα απ’ αυτά τα αποσπάσματα
συνοψίζεται σε μια διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην αρχή. Εκεί ο Σωκράτης,
για να διαφοροποιηθεί από τους σοφιστές, είπε ότι πράγματι διαθέτει κάποια
σοφία που δεν είναι άλλη απ’ αυτή που προσιδιάζει στον άνθρωπο. Εδώ δηλώνει ότι
δεν είναι πιο προικισμένος από τους συνομιλητές του: «Κάθε φορά που πείθω
κάποιον για την άγνοιά του οι παρευρισκόμενοι φαντάζονται πως εγώ γνωρίζω ό,τι
εκείνος αγνοεί. Στην πραγματικότητα όμως, κύριοι δικαστές, μόνο ο θεός είναι
σοφός, και με το χρησμό του θέλησε να δηλώσει πως η ανθρώπινη σοφία είναι από
ελάχιστη έως ανύπαρκτη» (23a). Κι επιμένει: Εγώ
δεν είμαι παρά ένα παράδειγμα. Αναφερόμενος σ’ εμένα ο θεός, θέλησε να πει ότι
«ο πιο σοφός άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει πως τελικά η γνώση του είναι ένα
τίποτα». Προηγουμένως βεβαίωνε ότι διαθέτει τη γνώση ή την ανθρώπινη σοφία (20d) και τώρα χρησιμοποιεί την ίδια διατύπωση για να
επισημάνει πως αυτή η γνώση είναι κάτι ασήμαντο, άνευ αξίας, δεν αξίζει τίποτα
(23a). Κατά συνέπεια, και κατ’ εικόνα της γνώσης που
κατέχει ο Σωκράτης, ο ίδιος δεν είναι άξιος για τίποτα (23b). Πίσω απ’ αυτή την ποικιλομορφία της άγνοιας που
αναπαρίσταται στις διαφορετικές κατηγορίες πολιτών, δηλαδή των πολιτικών, των
ποιητών και των τεχνιτών, διαφαίνεται η μηδαμινότητα της ανθρώπινης γνώσης, ή,
καλύτερα η ανθρώπινη γνώση ως μηδαμινότητα.
[...] Αυτό που χαρακτηρίζει με τον καλύτερο
τρόπο την ανθρώπινη γνώση είναι το τίποτα, ένα τίποτα που δεν δηλώνει μια
έλλειψη γνώσης ή μια άγνοια η οποία θα μπορούσε να αναπληρωθεί. Από πού
μπορεί να μας κάνει πραγματικά σοφούς ή ειδήμονες συνίσταται στο να μάθουμε ότι
δεν ξέρουμε τίποτα, στο να παραμείνουμε στο επίπεδο της μη γνώσης. Πως
είναι όμως δυνατό να παραμείνουμε μέσα σε μια τόσο προφανή και βαθιά
βεβαιότητα; Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται διαρκής άσκηση, ικανή να καταλύει
ανά πάσα στιγμή τη γνώση που σκέπτεται τον εαυτό της και πιστεύει πως είναι
κάτι! Αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξης του Σωκράτη. Το βίωμα του
τίποτα. Μοναδικός και σταθερός στόχος του είναι να κάνει και τους άλλους να
βιώσουν την ίδια αυτή εμπειρία […]
Ξεκινώντας από την παντογνωσία του καθενός,
θα κάνει τον καθένα να δοκιμάσει το τίποτα της αυτογνωσίας του.
(Εκδόσεις Κέλευθος, 2013, σελ. 253-260)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου