Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Η τυραννικότερη εξουσία

[…] Αν στραφούμε σε συζητήσεις γύρω από το φαινόμενο της δύναμης, σύντομα διαπιστώνουμε την ομοφωνία που υπάρχει μεταξύ θεωρητικών της πολιτικής από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά ως προς το ότι η βία δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πιο κατάφωρη εκδήλωση δύναμης. «Όλη η πολιτική είναι ένας αγώνας για δύναμη· το απώτατο είδος δύναμης είναι η βία», έλεγε ο C. Wright Mills, απηχώντας τρόπον τινά τον ορισμό του Μαξ Βέμπερ για το κράτος ως «εξουσία ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους που βασίζεται στα μέσα της νόμιμης, δηλαδή της φερόμενης ως νόμιμης, βίας»[1]. Η ομοφωνία είναι πολύ παράξενη· διότι το να εξομοιώνει κανείς την πολιτική δύναμη με «την οργάνωση της βίας» έχει νόημα μόνο αν ασπάζεται την εκτίμηση του Μαρξ ότι το κράτος είναι όργανο καταπίεσης στα χέρια της άρχουσας τάξης.

Ας στραφούμε λοιπόν σε συγγραφείς που δεν πιστεύουν ότι το πολιτικό σώμα, οι νόμοι και οι θεσμοί του είναι απλώς εποικοδομήματα εξαναγκασμού, δευτερεύουσες εκφάνσεις κάποιων υποκείμενων δυνάμεων. Ας στραφούμε, για παράδειγμα, στον Bertrand de Jouvenel, που το βιβλίο του Δύναμη είναι ίσως η πιο επιφανής και, εν πάση περιπτώσει, η πιο ενδιαφέρουσα πρόσφατη πραγματεία επί του θέματος. «Σ' εκείνον», γράφει, «που παρακολουθεί το ξετύλιγμα των αιώνων ο πόλεμος παρουσιάζεται ως μια δραστηριότητα των Κρατών η οποία προσιδιάζει στην ουσία τονς». Τούτο μας κάνει να αναρωτηθούμε αν, επομένως, το τέλος του πολέμου θα σήμαινε και το τέλος των κρατών. Η εξαφάνιση της βίας στις σχέσεις μεταξύ των κρατών θα σήμαινε άραγε το τέλος της δύναμης;

Η απάντηση, φαίνεται, θα εξαρτηθεί από το τι εννοούμε με τον όρο δύναμη. Και η δύναμη, όπως αποδεικνύεται, είναι εργαλείο εξουσίας, ενώ η εξουσία (rule), όπως μαθαίνουμε, οφείλει την ύπαρξή της «στο ένστικτο της κυριαρχίας». Αμέσως μας έρχονται στον νου τα λεγόμενα του Σαρτρ σχετικά με τη βία, όταν διαβάζουμε στον Jouvenel ότι «ο άνθρωπος αισθάνεται πιο κοντά στη φύση του όταν επιβάλλεται στους άλλους και τους κάνει όργανα της θέλησής του», πράγμα που του δίνει «ασύγκριτη ευχαρίστηση». «Η δύναμη», λέει ο Βολταίρος, «συνίσταται στο να κάνω τους άλλους να πράττουν όπως εγώ επιλέγω»· είναι παρούσα οπουδήποτε έχω την ευκαιρία «να επιβάλω τη θέλησή μου ενάντια στην αντίσταση των άλλων», λέει ο Μαξ Βέμπερ, θυμίζοντάς μας τον ορισμό του Κλαούζεβιτς για τον πόλεμο ως «πράξη βίας ώστε να εξαναγκαστεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουμε». Η λέξη, μας λέει ο Strausz-Hupe, σημαίνει τη «δύναμη που ασκείται από άνθρωπο πάνω σε άνθρωπο». Για να γυρίσουμε στον Jouvenel: «Διατάζω και με υπακούουν: χωρίς αυτό δεν υπάρχει Δύναμη - με αυτό δεν της χρειάζεται κανένας άλλος προσδιορισμός για να υπάρξει... Το πράγμα χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει: αυτή η ουσία είναι η διαταγή». Αν η ουσία της δύναμης είναι η αποτελεσματικότητα της διαταγής, τότε δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που απορρέει από την κάννη ενός όπλου, και θα ήταν δύσκολο να πούμε με «ποιον τρόπο η διαταγή που δίνει ένας αστυνομικός είναι διαφορετική από εκείνη που δίνει ένας κακοποιός». […] Είναι φυσικό άραγε όλοι, από την Δεξιά μέχρι την Αριστερά, από τον Bertrand de Jouvenel μέχρι τον Μάο Τσε-Τουνγκ, να συμφωνούν σε ένα τόσο βασικό ζήτημα πολιτικής φιλοσοφίας όπως είναι η φύση της δύναμης;

Οι ορισμοί αυτοί βρίσκουν πολλά ερείσματα στις ποικίλες παραδόσεις της πολιτικής μας σκέψης. Δεν είναι μόνο ότι πηγάζουν από την παλιά έννοια της απόλυτης εξουσίας, που συνόδευσε την άνοδο του κυρίαρχου ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, και της οποίας οι παλαιότεροι και ακόμη και τώρα σπουδαιότεροι εκφραστές ήταν ο Ζαν Μποντέν, στη Γαλλία του δέκατου έκτου αιώνα, και ο Τόμας Χομπς, στην Αγγλία του δέκατου έβδομου· συμπίπτουν επίσης με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν ήδη από την ελληνική αρχαιότητα για να οριστούν οι μορφές διακυβέρνησης ως εξουσία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο - του ενός ή των λίγων στη μοναρχία και την ολιγαρχία, των αρίστων ή των πολλών στην αριστοκρατία και τη δημοκρατία. Σήμερα οφείλουμε να προσθέσουμε την πιο πρόσφατη και ίσως πιο εκπληκτική μορφή τέτοιας κυριαρχίας: τη γραφειοκρατία, δηλαδή την εξουσία ενός πολύπλοκου συστήματος γραφείων όπου κανένας άνθρωπος, ούτε ο ένας ούτε οι άριστοι, ούτε οι λίγοι ούτε οι πολλοί, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος, και η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί, στην κυριολεξία, εξουσία του Κανενός. (Αν, σε συμφωνία με την παραδοσιακή πολιτική σκέψη, αναγνωρίσουμε την τυραννίδα ως κυβέρνηση που δεν έχει να λογοδοτήσει για τον εαυτό της, η εξουσία του Κανενός είναι σαφώς η τυραννικότερη όλων, εφόσον δεν απομένει κανένας από τον οποίο θα μπορούσε έστω να ζητηθεί ο λόγος για ό,τι γίνεται. Αυτή η κατάσταση, όπου γίνεται αδύνατο να εντοπιστεί η ευθύνη και να αναγνωριστεί ο εχθρός, συνιστά ένα από τα ισχυρότερα αίτια της σημερινής στασιαστικής αναταραχής σ' όλο τον κόσμο, της χαοτικής της φύσης και της επικίνδυνης τάσης της να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και να ξεσπάσει τυφλά.)

Hannah Arendt, Περί βίας 

(Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 95-98)






[1] Ο Βέμπερ φαίνεται να έχει επίγνωση του ότι συμφωνούσε με την Αριστερά. Παραθέτει σ' αυτά τα συμφραζόμενα την παρατήρηση του Τρότσκυ στο Μπρεστ-Λιτόβσκ, «Κάθε κράτος βασίζεται στη βία», και προσθέτει, «Αυτό είναι πράγματι αλήθεια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου