Στα
μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι επιστημονικές έρευνες των Ελλήνων
προχώρησαν σε ζητήματα πέραν της φύσης και περιέλαβαν τον άνθρωπο, τις
λειτουργίες και τα δημιουργήματά του. Βασικοί πρεσβευτές αυτής της αλλαγής ήταν
οι Σοφιστές, οι επ’ αμοιβή διδάσκαλοι της ρητορικής, της εριστικής και της
πολιτικής τέχνης, καθώς επίσης και της φιλοσοφίας, της λογικής και των
επιστημών. Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς ήταν ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας, ο οποίος
όμως δεν ήταν σοφιστής εξ επαγγέλματος, αλλά μοιράστηκε τις απόψεις του κύκλου
τους –το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τον Ισοκράτη, τον επαγγελματία ρήτορα.
[…]
Αν το πρώτο χαρακτηριστικό της δράσης των Σοφιστών ήταν μια μετατόπιση του
φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από την φύση στον άνθρωπο, το δεύτερο ήταν η
μετατόπιση από τις γενικές βεβαιώσεις σε πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις, σε μιαν εξειδίκευση της φιλοσοφίας. Ένα τρίτο
χαρακτηριστικό της δράσης τους ήταν ο σχετικιστικός
χαρακτήρας των συμπερασμάτων τους: έχοντας συμπεριλάβει στις μελέτες τους τα
δημιουργήματα του ανθρώπου, δεν μπορούσαν να παραβλέψουν ότι τα δημιουργήματα αυτά
ήταν σχετικά και εξαρτούνταν από πολλούς παράγοντες. Αυτός ο σχετικισμός
εμφανίστηκε επίσης και στις θεωρίες τους περί του ωραίου και της τέχνης, όπου
και δημιούργησαν ένα σχετικιστικό ρεύμα.
Από
τα κείμενα των Σοφιστών και πιο συγκεκριμένα του Πρωταγόρα, μονάχα λίγα
αποσπάσματα έχουν διασωθεί. Το πιο εκτεταμένο έργο τους που διασώζεται είναι
ενός άγνωστου Σοφιστή με τίτλο Διαλέξεις
ή Δισσοί Λόγοι. Ακόμη, διασώζεται και
ένα μεγαλύτερο κείμενο για την τέχνη από τον Γοργία, το Ελένης Εγκώμιον. Τέλος, γνωρίζουμε τις απόψεις του Ισοκράτη περί
ρητορικής, ενώ οι διάλογοι του Πλάτωνα σε ορισμένα σημεία, μπορούν επίσης να
εξυπηρετήσουν ως πηγή πληροφοριών για τις αισθητικές απόψεις των Σοφιστών. […]
Φύση και τέχνη
Ο
ίδιος ο Πρωταγόρας μπορεί να θεωρηθεί ως o
υπεύθυνος για την αντιπαράθεση των εννοιών της τέχνης, της φύσης και της τύχης.[1]
Η αντιπαράθεση αυτή κάλυψε ολόκληρο το εύρος της τέχνης και όχι απλά τις καλές
τέχνες. Ήταν φυσικό, η έννοια τέχνης να αντιπαρατεθεί με την έννοια της φύσης,
διότι η τέχνη θεωρούνταν προϊόν ανθρώπινο ενώ η φύση όχι. Ωστόσο, το πλήρες
νόημα της έννοιας της τέχνης αποκαλύφθηκε μονάχα όταν αντιπαρατέθηκε με την
έννοια της τύχης. Διότι, δεν είναι έργο τέχνης κάθε δημιούργημα του ανθρώπου
–ένα έργο τέχνης δεν δημιουργείται συμπτωματικά αλλά σκόπιμα και σύμφωνα με
γενικούς κανόνες. Σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη περί τέχνης, η δεύτερη αυτή
διάκριση ήταν εξίσου σημαντική: η τέχνη ήταν για αυτούς προϊόν σκόπιμης
δραστηριότητας και απέκλειε την αυθαιρεσία και την τύχη. Οι σοφιστές θεωρούσαν πως η τύχη υπάρχει στη φύση, αλλά όχι στην τέχνη.
Ο Πρωταγόρας, σε έναν από τους πλατωνικούς διαλόγους εξίσωσε τη φύση με την
τύχη, την αντιπαράθεσε με την τέχνη και μέσω αυτής της διπλής σχέσης όρισε την
τέχνη.
Ωφέλιμες και ευχάριστες
τέχνες
Οι Σοφιστές
εισήγαγαν άλλη μια σημαντική αντίθεση [ωφελιμότητα
– ευχαρίστηση (απόλαυση)], εφαρμόζοντάς
την στην τέχνη. Ο σοφιστής Αλκιδάμας είπε πως τα αγάλματα είναι ευχάριστα,
αλλά όχι ωφέλιμα (Αλκιδάμας, Περί
Σοφιστών, 10). Άλλοι πάλι Σοφιστές υποστήριζαν το ίδιο για την ποίηση,
λέγοντας πως οι ποιητές «γράφουν τα ποιήματά τους για να προσφέρουν στους
ανθρώπους κάποια ευχαρίστηση» (Διαλέξεις
ή Δισσοί λόγοι, 3, 17).
Χρησιμοποιώντας
την αντίθεση αυτή, ο ρήτορας Ισοκράτης (Πανηγυρικός,
40) ξεχώρισε δύο τύπους ανθρώπινης δημιουργίας: την ωφέλιμη και την ευχάριστη.
Αυτό ήταν μια φυσική διάκριση (τη συναντάμε αρχικά στους ποιητές Θέογνη και
Σιμονίδη και αργότερα στον Σοφοκλή), αλλά ήταν οι Σοφιστές που την εφάρμοσαν
στην τέχνη. Η άμεση αυτή διάκριση μεταξύ των δύο τύπων τέχνης μπορούσε να
εξυπηρετήσει ως προσωρινός τρόπος διάκρισης των (ευχάριστων) καλών τεχνών και
από τη μεγάλη μάζα των (ωφέλιμων) τεχνών. Η
ιδέα όμως αυτή δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στους Έλληνες της Εποχής.
Ένας ηδονιστικός
ορισμός του ωραίου
Οι
Σοφιστές, όμως, χρησιμοποίησαν την έννοια του ευχάριστου και με άλλο τρόπο: για
να ορίσουν το ωραίο. Πιθανότατα, ο πιο κάτω ορισμός του ωραίου ανήκει σε
αυτούς: «Το ωραίο είναι αυτό που
προσφέρει ευχαρίστηση μέσω της ακοής και της όρασης» (Πλάτων Ιππίας Μείζων, 298a). Αυτή ήταν μια έκφραση του αισθητισμού και του
ηδονισμού, στον οποίο οι Σοφιστές ήταν προσκολλημένοι. Ήταν μια κίνηση
περιορισμού της ιδέας του ωραίου και διάκρισης της αισθητικής ωραιότητας, αφού
αυτή δεν ωφελούσε στην ηθική ωραιότητα. Τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης
αναφέρουν τον ορισμό αυτό και τον απορρίπτουν: δεν μας λένε την πηγή του, αλλά
πιθανότατα ανήκει στους Σοφιστές. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε πως οι Σοφιστές
ήταν οι πρώτοι που σχημάτισαν μια ηδονιστική αντίληψη περί του ωραίου και της τέχνης
(Γοργίας Ελένης Εγκώμιον, 18).
Μια σχετικιστική
θεωρία του ωραίου
Η πίστη στη
σχετικότητα του ωραίου και της τέχνης προήλθε από τις γενικές υποθέσεις των
Σοφιστών, ιδιαίτερα από τις ηδονιστικές
τους αντιλήψεις περί του ωραίου και της τέχνης. Στο βαθμό που θεωρούσαν
τους νόμους, τα πολιτικά συστήματα και την θρησκεία ως σχετικά και συμβατικά,
είναι φυσικό το ότι με παρόμοιο τρόπο αντιμετώπισαν και την τέχνη. Αφού
θεωρούσαν σχετικές την αγαθότητα και την αλήθεια, είναι φυσικό επακόλουθο και
το γεγονός πως θεωρούσαν το ωραίο με παρόμοιο τρόπο. Αυτό ήταν συνέπεια της
βασικής τους πεποίθησης: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Το ζήτημα αυτό
συζητείται και στις διαλέξεις, όπου ολόκληρο το δεύτερο μέρος καταπιάνεται με
το ωραίο και την ασχήμια, το ταιριαστό και το αταίριαστο (Διαλέξεις ή Δισσοί λόγοι,
2, 18-20). Εδώ, η σχετικότητα του ωραίου επιδεικνύεται δια παραδειγμάτων: «είναι
αταίριαστο για έναν άνδρα να φτιασιδώνεται, να πασαλείβεται με πούδρες και να
φοράει χρυσαφικά, ενώ για τη γυναίκα αυτό είναι που της ταιριάζει» (Ελένης Εγκώμιον, 18).
Η θεωρία της
σχετικότητας της τέχνης και του ωραίου, αν και σχετιζόταν στενά με τη
γενικότερη φιλοσοφία των Σοφιστών, δεν ήταν αποκλειστικά δική τους. Σε αυτήν κάνει
αναφορά και ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ). Γράφει χαρακτηριστικά ο
Κλήμης στους Στρωματείς: «Εάν, όμως,
οι ταύροι [και τα άλογα] και τα λιοντάρια είχαν χέρια ή μπορούσαν να
ζωγραφίζουν με τα χέρια και να δημιουργούν έργα τέχνης, παρόμοια με αυτά που
κάνουν οι άνθρωποι, τότε τα άλογα θα ζωγράφιζαν εικόνες θεών παρόμοιων με άλογα
και οι ταύροι παρόμοια με ταύρων και θα έφτιαχναν τα σώματα [των θεών τους]
σύμφωνα με τη μορφή που έχει το κάθε ξεχωριστό είδος» (Στρωματείς, 5, 110). Με τα λόγια αυτά ο Ξενοφάνης επιτίθονταν
κυρίως εναντίον του απόλυτου χαρακτήρα της θρησκείας, αλλά, εξέφραζε και μια
πεποίθηση για τη σχετικότητα της τέχνης.
Ο φιλόσοφος και
κωμωδιογράφος Επίχαρμος έγραψε παρομοίως πως δεν είναι έκπληξη το γεγονός πως
θαυμάζουμε τους εαυτούς μας και πιστεύουμε πως είμαστε όμορφα πλασμένοι. Διότι
και ο «σκύλος συμπαθεί σκύλο και τον θεωρεί ως το ωραιότερο [από τα έμβια
όντα], ο ταύρος ταύρο […]» (Διογ. Λαέρτ., 3, 16). Σε αυτό το απόσπασμα υπάρχει
κάτι περισσότερο από τον κοινό αισθητικό σχετικισμό: εμπεριέχει κάτι αισθητικά
αντίστοιχο με την επιστημολογική θέση του Πρωταγόρα: «Πάντων χρημάτων μέτρον
άνθρωπος». Ο Επίχαρμος μας λέει πως για
κάθε πλάσμα πάνω στη γη το μέτρο του ωραίου είναι το είδος στο οποίο ανήκει.
Το πρέπον
Από
παρατηρήσεις για την πολυμορφία και την ποικιλία του ωραίου, ένας στοχαστής του
πέμπτου αιώνα, πιθανότατα ο Πρωταγόρας, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως το ωραίο είναι σχετικό, ενώ ο Γοργίας ή ο Σωκράτης οδηγήθηκε σε ένα
άλλο συμπέρασμα, πως ένα αντικείμενο είναι ωραίο όταν εξυπηρετεί το σκοπό του,
τη φύση, το χρόνο και τις συνθήκες του, δηλαδή όταν είναι πρέπον. Το ωραίο θα πρέπει να είναι το πρέπον και αυτή ήταν μια
ακόμη καινούργια γνώμη της εποχής. Το συμπέρασμα αυτό, όπως και εκείνο των σχετικιστικών,
σκοπό είχε να εναντιωθεί στην αρχική αισθητική άποψη των Ελλήνων. Όπως ακριβώς
το ένα συμπέρασμα στρεφόταν κατά της απολυταρχίας, έτσι και το άλλο στρεφόταν
κατά του απολυταρχισμού. Ενώ οι πρώιμοι Έλληνες έτειναν να υποθέτουν πως μια
μορφή που είχε αποδειχθεί ωραία για ένα πράγμα ίσχυε και για άλλα πράγματα, η
ιδέα τώρα του αισθητικά πρέποντος καθιστούσε αναγκαία την υπόθεση πως κάθε
ωραίο πράγμα είναι ωραίο με το δικό του τρόπο. Η θεωρία του «πρέποντος» και του
αισθητικού ατομικισμού έγινε αποδεκτή από τους Έλληνες. Από τη στιγμή αυτή, η
αισθητική ακολουθούσε δυο αντίθετες απόψεις: η μια ισχυριζόταν πως το ωραίο
εξαρτούνταν από μια συμφωνία με τους αιώνιους νόμους, ενώ η άλλη πως εξαρτούνταν
από την προσαρμογή του στις εκάστοτε συνθήκες.
Μορφή και
περιεχόμενο
Στον
ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, ο Πρωταγόρας
υποστήριζε πως στην ποίηση του Ομήρου, του Ησιόδου και
του Σιμωνίδη οι λέξεις λειτουργούν
μονάχα ως φορείς νοημάτων και σοφίας και ότι αυτός είναι ο βασικός σκοπός
της ποίησης, να μεταφέρει δηλαδή μέσω των λέξεων μηνύματα. Εξ αυτού θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως ο
Πρωταγόρας αρνούνταν οποιανδήποτε
αισθητική αξία στην ποίηση, αφού διέκρινε το πραγματικό της νόημα στη σοφία,
δηλαδή σε γνωστικό επίπεδο. Ενδέχεται όμως κάποιος να υποψιαστεί πως ο Πλάτωνας,
όπως άλλωστε συνήθιζε, έβαλε τη δική του άποψη στο στόμα του Πρωταγόρα, αφού,
όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές, οι
Σοφιστές είχαν εντελώς αντίθετη άποψη επί του θέματος, ότι δηλαδή οι στίχοι
και ρυθμός των λέξεων ήταν τα ουσιαστικά συστατικά της ποίησης. Την άποψη αυτή
ασπάζονταν συγγραφείς, όπως οι Γοργίας και Ισοκράτης (Ευαγόρας, 10 και Φίλιππος,
27). Ίσως τελικά οι Σοφιστές να
συνδύαζαν τις δυο απόψεις. […] Ίσως να μην ήταν σίγουροι για την απάντηση, αλλά,
το γεγονός και μόνο πως έθεσαν το ζήτημα είναι εξίσου σημαντικό όσο και η
απάντηση σε αυτό.
Ταλέντο και
εκπαίδευση
Άλλο ένα ζήτημα που
τέθηκε από τους Σοφιστές ήταν ποιο από τα δύο, το ταλέντο ή η εκπαίδευση είναι
σημαντικότερο για έναν καλλιτέχνη. Ο Αλκιδάμας διέκρινε αυτά τα δύο, αλλά
δεν αποφάσισε ποιο είναι το σημαντικότερο. Ο
Ισοκράτης (Περί αντιδόσεως, 189),
πάλι, θεώρησε πιο σημαντικό το ταλέντο
και πίστευε πως αυτό πρέπει να το
εξασκούμε (Κατά των Σοφιστών, 17).
Ο Πρωταγόρας θεωρούσε πως το ταλέντο και
η εξάσκηση είναι αναγκαία, ότι «η τέχνη χωρίς εξάσκηση και η εξάσκηση χωρίς
την τέχνη δεν είναι τίποτα» (Στοβαίου Ανθολόγιο,
3, 29, 80). Η συζήτηση αυτή ήταν διαρκής […] αλλά δεν δόθηκε ποτέ τελική
απάντηση.
Η
αισθητική των αρχαίων Ελλήνων
Εισαγωγή,
μετάφραση, σχόλια: Αλέξανδρος Πέτρου
[ΤΟ
ΒΗΜΑ, 2015, σελ. 184-193]
[1] Σοφιστές
(Πλάτωνος Νόμοι, 10, 889a): Λένε ότι τα μεγαλύτερα
και ωραιότερα έργα είναι αυτά της φύσης και της τύχης, και τα μικρότερα αυτά
της τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου