Τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου είναι το
μόνο κείμενο που σώζεται, ακέραιο, από μια φιλολογία η οποία υπήρξε πληθωρική
στην αρχαιότητα: την Ονειροκριτική. Ο Αρτεμίδωρος που γράφει τον 2ο
αιώνα μ. Χ., παραθέτει, ο ίδιος, αρκετά έργα που ήταν σε χρήση στην εποχή του.
[…]
Είναι
αναρίθμητες οι μαρτυρίες για τη σημασία που δόθηκε στην ανάλυση των ονείρων ως
πρακτική άσκηση, απαραίτητη όχι μόνο στις έκτακτες περιστάσεις, αλλά και στην
καθημερινή ροή των πραγμάτων. Ωστόσο, ακόμα κι όταν το όνειρο απλώς προμηνύει
κάτι που θα συμβεί δίχως να κελεύει τίποτα, ακόμη κι όταν υποθέτει κανείς ότι η
συνάφεια του μέλλοντος με το παρόν είναι αναπόφευκτη, καλό είναι να γνωρίζει
κανείς εκ των προτέρων τι πρόκειται να γίνει ώστε να μπορέσει να προετοιμαστεί
γι’ αυτό. «Ο θεός, λέει ο Αχιλλεύς
Τάτιος στα Κατά Λευκίππην και
Κλειτοφώντα, αρέσκεται συχνά να αποκαλύπτει, καθ’ ύπνον, το μέλλον στους
ανθρώπους – όχι για να αποφύγουν έτσι το κακό, αφού κανείς δεν μπορεί να είναι
πιο δυνατός από τη Μοίρα – αλλά για να αντέξουν ευκολότερα τον πόνο τους. Διότι
όσα συμβαίνουν απότομα και αναπάντεχα, όλα μαζί αναστατώνουν τον νου με την
βιαιότητα του πλήγματος και τον πνίγουν. Ενώ εκείνο που κανείς περιμένει πριν
το υποστεί, μπορεί, με τη βαθμιαία εξοικείωση, να αμβλύνει τη θλίψη» (I, 3).
Αργότερα,
ο Συνέσιος θα εκφράσει μια άποψη
τελείως παραδοσιακή, όταν θα υπενθυμίσει ότι τα όνειρά μας είναι ένα μαντείο
που «κατοικεί μαζί μας», που μας συνοδεύει [παντού]. Πρέπει να θεωρούμε το
όνειρο ως «έναν προφήτη πάντα πρόθυμο, έναν σύμβουλο ακούραστο και σιωπηλό»· οφείλουμε
λοιπόν όλοι να καταγινόμαστε με την ερμηνεία των ονείρων μας […]»[1]
Μ’ αυτό το πνεύμα ο Αρτεμίδωρος
γράφει τα Ονειροκριτικά του.
Το βασικό γι’ αυτόν
είναι να υποδείξει λεπτομερώς στον αναγνώστη έναν τρόπο ενέργειας: τι πρέπει να
κάνει για να αναλύσει ένα όνειρο σε στοιχεία και να βρει το διαγνωστικό νόημα
του ονείρου; Επίσης τι πρέπει να κάνει για να ερμηνεύσει το όλον με βάση τα
στοιχεία του και να λάβει υπόψη το όλον αυτό για την αποκρυπτογράφηση του
καθενός από τα μέρη; […]
Πρόκειται λοιπόν
για μια πραγματεία Περί το ερμηνεύειν. Το έργο, που
είναι σχεδόν ολόκληρο επικεντρωμένο όχι στα προφητικά θαύματα των ονείρων αλλά στην «τέχνη» που επιτρέπει να τα κάνεις να
μιλήσουν σωστά, […] Ο Αρτεμίδωρος θέλει να προτείνει ένα εργαλείο στους
τεχνικούς της ανάλυσης και στους επαγγελματίες […] θέλησε να το παρουσιάσει ως
εγχειρίδιο του ευ ζην, ως όργανο χρησιμοποιήσιμο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής
και των περιστάσεών της […] Ο τυπικός ονειρευόμενος στον οποίο απευθύνεται ο
Αρτεμίδωρος δεν είναι ένας θρήσκος που τον απασχολούν θεόπεμπτα κελεύσματα.
Είναι ένα «συνηθισμένο» άτομο […]
1. Ο Αρτεμίδωρος
διακρίνει δύο μορφές νυκτερινών οραμάτων. Υπάρχουν τα όνειρα – «ενύπνια»· αυτά
εκφράζουν τα παρόντα συναισθήματα του υποκειμένου, αυτά που «συνοδεύουν την
ψυχή στο δρόμο της»: είμαστε ερωτευμένοι επιθυμούμε την παρουσία του αγαπημένου
προσώπου, ονειρευόμαστε ότι βρίσκεται μαζί μας· είμαστε πεινασμένοι, νιώθουμε
την ανάγκη να φάμε, ονειρευόμαστε ότι τρώμε· ή ακόμα, «εκείνος που έχει
φουσκώσει από το φαγητό ονειρεύεται είτε ότι κάνει εμετό είτε ότι πνίγεται»[2].
Ο τύπος αυτός του ονείρου έχει μιαν απλή διαγνωστική αξία: […] εκφράζει για ότι αφορά το σώμα, αυτό που
είναι έλλειψη ή υπερβολή και, για ότι αφορά την ψυχή, αυτό που είναι φόβος ή
επιθυμία.
Διαφορετικοί είναι
οι «όνειροι». Τη φύση και τη
λειτουργία τους, ο Αρτεμίδωρος τις
αποκαλύπτει εύκολα στις τρεις «ετυμολογίες» που προτείνει: Ο «όνειρος» είναι εκείνο που «το ον
είρει» (λέει)· λέει αυτό που υφίσταται
ήδη μέσα στη ροή του χρόνου και θα εμφανιστεί ως γεγονός σ’ ένα λίγο πολύ
κοντινό μέλλον. Επίσης είναι αυτό που επενεργεί
πάνω στην ψυχή και τη διεγείρει – «ορείνει» - παρακινώντας τη σε δράση· ο
όνειρος αλλάζει την ψυχή, την
αναπλάθει και τη συμμορφώνει· την τοποθετεί μέσα σε διατάξεις και προκαλεί μέσα της ορμές που
αντιστοιχούν σ’ αυτό που της έχει δειχθεί. Τέλος, στη λέξη «όνειρος»
αναγνωρίζουμε το όνομα του Ιθακήσιου ζητιάνου Ίρου, ο οποίος μετέφερε τα
μηνύματα που του εμπιστεύονταν[3].
Οι δύο όροι, λοιπόν, το ενύπνιον
και ο όνειρος διαφέρουν· ο πρώτος μιλάει για το άτομο, ο δεύτερος
για τα συμβάντα του κόσμου· ο ένας προκύπτει από τις καταστάσεις του
σώματος και της ψυχής, ο άλλος προκαταλαμβάνει την εκτύλιξη της χρονικής
αλύσου· ο ένας φανερώνει το παιχνίδι του υπερβολικού και του ελάχιστου στην
κλίμακα των πόθων και των απεχθειών· ο άλλος γνέφει στην ψυχή και, ταυτόχρονα,
την αναπλάθει. Από τη μια, τα
επιθυμητικά όνειρα (ενύπνια) μιλούν για την πραγματικότητα της ψυχής στην
παρούσα της κατάσταση· από την άλλη, τα όνειρα (οι όνειροι) του όντος δηλώνουν
το μέλλον του συμβάντος στην κλίμακα του κόσμου.
Ένας δεύτερος
διαχωρισμός υπεισάγει,
στην καθεμία από τις δύο κατηγορίες των «νυκτερινών οπτασιών», μιαν άλλη μορφή διάκρισης: αυτό που εμφανίζεται καθαρά, με διαφανή
τρόπο, δίχως να απαιτεί αποκρυπτογράφηση και ερμηνεία, κι εκείνο που δεν δίνεται παρά με μεταφορικό τρόπο και με εικόνες
που λέει άλλο πράγμα από την αρχική τους εμφάνιση. Στα όνειρα κατάστασης, η
επιθυμία μπορεί να εκδηλωθεί με την εύκολα αναγνωρίσιμη παρουσία του αντικειμένου
της (ο ενυπνιαζόμενος βλέπει τη γυναίκα που ποθεί)· αλλά μπορεί επίσης να
εκδηλωθεί με μιαν άλλη εικόνα, που έχει μια λίγο ως πολύ μακρινή σχέση με τον
εν λόγω αντικείμενο. Ανάλογη διαφορά και στα όνειρα συμβάντων – στους ονείρους:
ορισμένα από αυτά δηλώνουν απευθείας, δείχνοντάς το, αυτό που υπάρχει ήδη σε
σχήμα μελλοντικό: ο ονειρευόμενος βλέπει να βουλιάζει το πλοίο με το οποίο θα
ναυαγήσει λίγο αργότερα· […] αυτά είναι οι λεγόμενοι «θεωρηματικοί» όνειροι. Σε
άλλες, όμως, περιπτώσεις, η σχέση της εικόνας προς το συμβάν είναι έμμεση: η
εικόνα του πλοίου που τσακίζεται πάνω στον σκόπελο μπορεί να σημαίνει όχι ένα
ναυάγιο, ούτε καν ένα ατύχημα, αλλά, για τον δούλο που το ονειρεύτηκε, την
προσεχή του απελευθέρωση· εδώ πρόκειται για τους «αλληγορικούς» ονείρους.
Η
ταλάντωση, όμως, μεταξύ των δύο διακρίσεων θέτει στον ερμηνευτή ένα πρακτικό
πρόβλημα. Έστω ένα ορισμένο όραμα κατά τον ύπνο όραμα κατά τον ύπνο: πως θα
καταλάβουμε αν έχουμε να κάνουμε με ένα ενύπνιο κατάστασης ή με έναν όνειρο
συμβάντος; Πως θα καθορίσουμε αν η εικόνα προαναγγέλλει άμεσα αυτό που δείχνει,
ή αν πρέπει να υποθέσουμε ότι εκφράζει κάτι άλλο; […] ο Αρτεμίδωρος
υπογραμμίζει την πρωτεύουσα σημασία που έχει η έρευνα γύρω από το ενυπνιαζόμενο
υποκείμενο. Είναι απόλυτα βέβαιο εξηγεί, ότι τα ενύπνια κατάστασης δεν θα
μπορούν να εμφανίζονται στις ενάρετες ψυχές. Αυτές, πράγματι, είναι σε θέση να
ελέγχουν τις άλογες ορμές τους, άρα τα πάθη τους – επιθυμία ή φόβο: μπορούν
επίσης να διατηρούν το σώμα τους σε ισορροπία ανάμεσα στην έλλειψη και στην
υπερβολή γι’ αυτές τις ψυχές, συνεπώς, δεν υπάρχουν ούτε διαταραχές, άρα ούτε
τέτοια «όνειρα» (ενύπνια) που πάντα πρέπει να εννοούνται ως συναισθητικές
εκδηλώσεις. […] «Τα όνειρα του κοιμώμενου, έλεγε ο Σενέκας, είναι τόσο
ταραγμένα όσο και η μέρα του»[4].
Ο Πλούταρχος βασιζόταν στον Ζήνωνα για να υπενθυμίσει πως είναι σημάδι προόδου
το να μην ονειρεύεσαι πως νιώθεις ευχαρίστηση να κάνεις ανέντιμες πράξεις. Και
ανέφερε τα άτομα εκείνα που στον ξύπνιο τους βρίσκουν τη δύναμη να πολεμούν τα
πάθη τους και να τους αντιστέκονται, αλλά που, τη νύχτα, «απελευθερωμένα από
τις γνώμες και τους νόμους» δεν νιώθουν πια ντροπή: ξυπνά τότε μέσα τους ό,τι
το ανήθικο και ακόλαστο έχουν[5].
Για
τον Αρτεμίδωρο, πάντως, τα ενύπνια κατάστασης, όταν εμφανίζονται, μπορούν να
πάρουν δύο μορφές: στα περισσότερα άτομα, η επιθυμία ή η απέχθεια εκδηλώνονται άμεσα και χωρίς να κρύβονται· ενώ εκδηλώνονται μόνο με σημεία σε
όσους ξέρουν να ερμηνεύουν τα ίδια τους τα όνειρα· κι αυτό γιατί η ψυχή τους
τούς «παίζει κόλπα με τον δολιότερο τρόπο». Έτσι, ένας άνδρας χωρίς πείρα στην
ονειροκριτική, θα δει σε όνειρο τη γυναίκα που ποθεί ή τον πολύ επιθυμητό
θάνατο του κυρίου του. Η δύσπιστη όμως ή ικανή ψυχή του έμπειρου θα αρνηθεί
κατά κάποιον τρόπο να του φανερώσει την επιθυμητική κατάσταση στην οποία αυτός
βρίσκεται· θα καταφύγει στην πονηριά και έτσι, αντί να δει απλώς τη γυναίκα που
ποθεί, ο ενυπνιαζόμενος θα δει την εικόνα κάποιου πράγματος που την δηλώνει:
«ένα άλογο, έναν καθρέπτη, ένα πλοίο, τη θάλασσα, το θηλυκό ενός αγριμιού, ένα
γυναικείο ρούχο». […]
Όσο
για τους ονείρους, πως θα ξεχωρίσουμε αυτούς που είναι διάφανοι και
«θεωρηματικοί» από εκείνους που προμηνάνε, με την αλληγορία, ένα συμβάν
διαφορετικό από εκείνο που δείχνουν; Αν βάλουμε κατά μέρος τις παράδοξες
εικόνες που απαιτούν, φυσικά, μια ερμηνεία, εκείνες που προαγγέλλουν σαφώς ένα
συμβάν επιβεβαιώνονται αμέσως από την πραγματικότητα: το συμβάν επακολουθεί
ανυπερθέτως· ο θεωρηματικός όνειρος δείχνει ξεκάθαρα αυτό που προαγγέλλει,
δίχως να αφήνει στην ερμηνεία ούτε δυνατότητα αμφιβολίας, ούτε κάποιαν
απαραίτητη προθεσμία. Οι αλληγορικοί όνειροι αναγνωρίζονται λοιπόν εύκολα
επειδή δεν ακολουθούνται από άμεση πραγματοποίηση: υπάρχει έτσι ο κατάλληλος
χρόνος να καταπιαστούμε με την ερμηνεία τους. Θα προσθέσουμε ακόμα πως οι
ενάρετες ψυχές – που δεν έχουν ενύπνια, αλλά μόνο ονείρους – δεν γνωρίζουν
συνήθως παρά μόνο τα διαυγή οράματα των θεωρηματικών ονείρων.
Ο
Αρτεμίδωρος δεν χρειάζεται να εξηγήσει το προνόμιο αυτό: αποτελούσε παράδοση η
παραδοχή της ιδέας ότι στις αγνές ψυχές οι θεοί μιλούσαν απευθείας. Ας θυμηθούμε
τον Πλάτωνα, στην Πολιτεία: «Όταν ο άνθρωπος κατευνάσει αυτά τα δύο μέρη τα ης
ψυχής (το επιθυμητικό και το θυμοειδές) κρατώντας άγρυπνο μόνο το τρίτο, όπου
εδράζει η φρόνηση, και έτσι αναπαυθεί, ξέρεις βέβαια ότι τότε το πνεύμα του
εγγίζει όσο γίνεται περισσότερο την αλήθεια»[6].
[…]
Μπορούμε
να καταρτίσουμε τον ακόλουθο πίνακα που ορίζει ο Αρτεμίδωρος ανάμεσα στους
διάφορους τύπους ενυπνίων, τους τρόπους σήμανσή τους, καθώς και τους τρόπους
ύπαρξής του υποκειμένου:
Το
τελευταίο τετράγωνο του πίνακα – που δείχνει τους αλληγορικούς ονείρους
γεγονότων, όπως αυτοί που εμφανίζονται στις κοινές ψυχές – είναι εκείνο που
ορίζει τον τομέα εργασίας της ονειροκριτικής.
Εκεί είναι δυνατή η ερμηνεία, αφού δεν υπάρχει διαφάνεια του οράματος, αλλά
χρησιμοποίηση μια εικόνας για να λεχθεί κάτι άλλο· εκεί είναι χρήσιμη η
ερμηνεία, αφού επιτρέπει να προετοιμαστούμε για ένα συμβάν που δεν άμεσο.
2.
Η αποκρυπτογράφηση της ονειρικής
αλληγορίας γίνεται με την αναλογική μέθοδο. Ο Αρτεμίδωρος επανέρχεται σ’
αυτό πολλές φορές: η τέχνη της ονειροκριτικής στηρίζεται στον νόμο της
αναλογίας· αυτός λειτουργεί με τη «σύγκριση του ομοειδούς με το ομοειδές»[7].
Την αναλογία αυτή,
ο Αρτεμίδωρος τη βλέπει να λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Υπάρχει πρώτα
πρώτα η φυσική αναλογία μεταξύ της
ονειρικής εικόνας και των στοιχείων του μέλλοντος που προμηνάει. Για να ανιχνεύσει την αναλογία αυτή, ο
Αρτεμίδωρος χρησιμοποιεί διάφορα
μέσα: την ποιοτική ομοιότητα (το να
ονειρεύεσαι μιαν αδιαθεσία μπορεί να σημαίνει τη μελλοντική «κακή κατάσταση»
της υγείας ή της περιουσίας σου· το να ονειρεύεσαι λάσπη σημαίνει ότι το σώμα
σου θα παραγεμίσει από βλαβερές ουσίες)· ταυτότητα
των λέξεων (το κριάρι σημαίνει αρχηγία, εξαιτίας του λογοπαίγνιου «κριός –
κρείων»)[8]·
συμβολική συγγένεια (το να
ονειρεύεσαι θύελλες είναι σημάδι συμφοράς)· ύπαρξη μιας δοξασίας, ενός λαϊκού γνωμικού, ενός μυθολογικού
θέματος (η αρκούδα δηλώνει μια γυναίκα, εξαιτίας της Αρκάδος νύμφης Καλλιστούς)[9]·
επίσης, το να ανήκει σε μια και την ίδια
υπαρξιακή κατηγορία: έτσι, ο γάμος και ο θάνατος μπορούν να σημαίνουν, στο
όνειρο, ο ένας στον άλλο, αφού και οι δύο θεωρούνται ως ένα τέλος (σκοπός ή
πέρας) για τη ζωή[10]·
παρομοιότητα πρακτικών («για έναν
άρρωστο, το να παντρεύεται μια παρθένα σημαίνει θάνατο, γιατί όλες οι τελετές
που συνοδεύουν τον γάμο συνοδεύουν και τις κηδείες»)[11].
Υπάρχει επίσης η
αναλογία κατά την αξία. Κι αυτό είναι ένα κεφαλαιώδες σημείο εφόσον δουλειά
της ονειροκριτικής είναι να προσδιορίσει αν τα μέλλοντα να συμβούν είναι
ευνοϊκά ή όχι. Ολόκληρος ο χώρος που καταλαμβάνει το σημαινόμενο του ονείρου,
στο κείμενο του Αρτεμίδωρου, ρυθμοκοπάται από τη διάζευξη καλού και κακού,
αίσιου και απαίσιου, καλότυχου και κακότυχου. Το ερώτημα είναι λοιπόν το εξής: πως η πράξη που εμφανίζεται στον όνειρο
μπορεί να προμηνύει με τη δική του αξία αυτό που μέλλει να συμβεί; Η γενική
αρχή είναι απλή. Ένας όνειρος είναι
φορέας ενός ευνοϊκού προγνωστικού αν η πράξη που αναπαριστάνει είναι κι αυτή
καλή. Πως, όμως, μετριέται η αξία αυτή; Ο Αρτεμίδωρος προτείνει έξι
κριτήρια. Η αναπαριστάμενη πράξη είναι σύμφωνη με τη φύση; Είναι σύμφωνη με το
νόμο; Είναι σύμφωνη με τα έθιμα; Είναι σύμφωνη με την «τέχνη» - δηλ. με τους κανόνες και τις εμπειρίες που επιτρέπουν σε
μια ενέργεια να πετύχει τους σκοπούς της; Είναι σύμφωνη με τον χρόνο (πράγμα
που σημαίνει: έχει εκτελεστεί τη στιγμή και στις περιστάσεις που αρμόζουν);
Τέλος, τι συμβαίνει με το όνομά της (φέρει ένα όνομα το οποίο αυτό καθαυτό
είναι ευοίωνο); «Αποτελεί γενική αρχή, όλα τα ονειρικά οράματα τα σύμφωνα με τη
φύση ή με τη φύση ή με το νόμο ή με τα έθιμα ή με την τέχνη ή με το όνομα ή με
τον χρόνο, να είναι ευοίωνα, και όλα τα αντίθετα οράματα να είναι δυσοίωνα και
ανώφελα»[12]. Ο
Αρτεμίδωρος, βέβαια, προσθέτει αμέσως πως η αρχή αυτή δεν είναι καθολική και
πως έχει εξαιρέσεις. Μπορεί να υπάρξει ένα είδος αντιστροφής αξίας. Ορισμένοι
όνειροι που είναι «καλοί εσωτερικά» μπορούν να είναι «κακοί εξωτερικά»: η
φαντασιωμένη στον όνειρο πράξη είναι ευνοϊκή (έτσι, το να ονειρεύεσαι ότι
δειπνείς με έναν θεό είναι θετικό), αλλά το προμηνούμενο συμβάν είναι αρνητικό
(γιατί, αν ο θεός είναι ο Κρόνος,
αλυσοδεμένος από τους γιους του, η εικόνα σημαίνει ότι θα πας φυλακή)[13].
Άλλοι όνειροι είναι, αντίστροφα, «κακοί εσωτερικά» και «καλοί εξωτερικά»: ένας
δούλος ονειρεύεται ότι βρίσκεται σε πόλεμο· αυτό είναι προμήνυμα της
απελευθέρωσής του, γιατί ένας στρατιώτης δεν μπορεί να είναι δούλος. Υπάρχει,
λοιπόν, γύρω από τα θετικά ή αρνητικά σημεία και σημαινόμενα, ένα ολόκληρο
περιθώριο δυνατών παραλλαγών. Δεν πρόκειται για
μια ανυπέρβλητη αβεβαιότητα· αλλά για έναν πολύ σύνθετο τομέα, ο οποίος απαιτεί
να παίρνονται υπόψη όλες οι ονειρικές εικόνες, όπως και η κατάσταση του
ονειρευμένου. […]
Μισέλ
Φουκώ - Η ιστορία της σεξουαλικότητας
(Εκδόσεις
Ράππα, 2003, τόμος 3, σελ. 12-24)
[1]
Συνέσιος, Περί ενυπνίων λόγος, 15-16
[2]
Αρτεμίδωρος, Τα ονειροκριτικά, I, 1.
[3] Ό.π., I, 1. Πρβλ. Οδύσσεια, 18, 7.
[4] Σενέκας,
Επιστολαί προς Λουκίλιον, 56, 6.
[5]
Πλούταρχος, Πως αν τις αίσθοιτο εαυτού
προκόπτοντος επ’ αρετή, 12.
[7]
Αρτεμίδωρος, Τα ονειροκριτικά, II, 25.
[8] Ό.π., II, 12.
[9] Ό.π., II, 12.
[10] Ό.π., II, 49 και 65.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου