[…]
ας εξετάσουμε πρώτα το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ακρογωνιαίος λίθος της φροϋδικής θεωρίας, σύμφωνα με το οποίο το
αρσενικό παιδί θέλει να κατακτήσει σεξουαλικά τη μητέρα του και να σκοτώσει τον
πατέρα του, όμως από φόβο μήπως το ευνουχίσει ο πατέρας του εξαναγκάζεται να
απωθήσει αυτή την επιθυμία. Ό ίδιος ο Φρόυντ γράφει στο τελευταίο του βιβλίο:
«Τολμώ να βεβαιώσω ότι, ακόμα κι αν η ψυχανάλυση δεν μπορούσε να καυχηθεί για
κανένα άλλο επίτευγμα παρά μόνο για την ανακάλυψη του απωθημένου Οιδιπόδειου
συμπλέγματος, αυτό και μόνο θα την έκανε άξια να καταταχθεί ανάμεσα στις
πολυτιμότερες κατακτήσεις του ανθρώπινου γένους ». […]
Υποστηρίζω
πως ο μόνος τρόπος
να κάνουμε ολότελα κατανοητό το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι να το ερμηνέψουμε
στη γλώσσα της εξουσίας. Ας μην
ξεχνάμε πώς ο Φρόυντ παρατήρησε ότι το σύμπλεγμα αυτό ήταν κοινό σ’ όλα τα
φυσιολογικά άτομα που μεγαλώνουν μέσα στον οικογενειακό πυρήνα μιας
πατριαρχικής οικογένειας, μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης πού επιτείνει τα
χειρότερα αποτελέσματα των ανισοτήτων των συμφυών με την ίδια τη βιολογική
οικογένεια. Υπάρχουν μερικές ενδείξεις
για το ότι τα αποτελέσματα του Οιδιπόδειου συμπλέγματος μειώνονται στις
κοινωνίες όπου οι άντρες έχουν μικρότερη εξουσία και ότι ή εξασθένηση της
πατριαρχίας φέρνει πολλές πολιτιστικές αλλαγές που ενδεχομένως μπορούν ν’
αποδοθούν στη χαλάρωση αυτή.
Ας
ρίξουμε μια ματιά στον πατριαρχικό
αυτόν οικογενειακό πυρήνα, όπου
εμφανίζεται τόσο έντονα το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Σ’ αυτόν τον τύπο οικογένειας ο άντρας είναι εκείνος που εξασφαλίζει
καθημερινά τα μέσα της διατροφής˙ επομένως όλα τα μέλη της οικογένειας
εξαρτιόνται από αυτόν. Δέχεται να συντηρεί μια σύζυγο σε αντάλλαγμα των
υπηρεσιών της: νοικοκυριό, σεξουαλική απόλαυση και αναπαραγωγή. Πολύ μεγαλύτερη
είναι η εξάρτηση των παιδιών που θα του γεννήσει. Αποτελούν νόμιμη ιδιοκτησία
του πατέρα […] Σαν ανταπόδοση γι’ αυτά, προσδοκά τη συνέχιση του ονόματός του
και της περιουσίας του, πού συχνά συγχέεται με την αθανασία. Έχει απόλυτα δικαιώματα
πάνω στα παιδιά του. Αν δεν είναι καλός πατέρας-αφέντης, τόσο το χειρότερο γι’
αυτά. Δεν θα γλιτώσουν από τα νύχια του παρά μόνο όταν ενηλικιωθούν, κι ως τότε
το ψυχολογικό πλάσιμο τους θα έχει συντελεστεί: είναι πια έτοιμα να αναλάβουν
τον ρόλο του.
Αξίζει
να θυμόμαστε ότι πιο πρόσφατες μορφές του οικογενειακού πυρήνα, αν και μπορούν
να θολώσουν αυτή την ουσιώδη σχέση, ωστόσο επαναλαμβάνουν βασικά την ίδια
τριγωνική εξάρτηση: πατέρας, μητέρα, γιός. Γιατί ακόμα κι αν ή γυναίκα έχει
πάρει την ίδια μόρφωση με τον άντρα της, ακόμα κι αν εργάζεται […] σπάνια
καταφέρνει, εξαιτίας της ανισότητας στην αγορά εργασίας, να κερδίζει τόσα
χρήματα όσα και ο άντρας της (και αλίμονο στον γάμο εκείνο όπου το πετυχαίνει).
Άλλα, ακόμα και αν το μπορούσε, αργότερα, όταν θα κάνει παιδιά και θ’ ασχοληθεί
με την περιποίησή τους, θα γίνει για μια ακόμα φορά τελείως ανίκανη για
εργασία. Για να κάνουμε τόσο τη γυναίκα
όσο και τα παιδιά τελείως ανεξάρτητα, θα χρειαζόταν να εξαφανίσουμε όχι απλώς
τον πατριαρχικό οικογενειακό πυρήνα, αλλά και την ίδια τη βιολογική οικογένεια.
Αυτό λοιπόν είναι το καταθλιπτικό κλίμα
μέσα στο οποίο μεγαλώνει το φυσιολογικό παιδί. Ευθύς εξαρχής
αποκτά την αίσθηση αυτής της ιεραρχίας της δύναμης. Ξέρει ότι από κάθε
άποψη, φυσική, οικονομική, συναισθηματική, εξαρτιέται απόλυτα από τους γονείς
του κι έτσι βρίσκεται στο έλεός τους, όποιοι κι αν είναι. Όμως από τους δύο
ασφαλώς προτιμά τη μητέρα του. Έχει ένα κοινό δεσμό μαζί της, την καταπίεση:
αυτό καταπιέζεται από δύο, αλλά και η μητέρα καταπιέζεται από τον ένα. Ο
πατέρας, όσο μπορεί να αντιληφθεί το παιδί, έχει τον απόλυτο έλεγχο («Περίμενε
να γυρίσει ο πατέρας σου από το γραφείο και θα δεις ξύλο που θα φας!»). Το
παιδί έτσι καταλαβαίνει ότι η μητέρα βρίσκεται στη μέση ανάμεσα στην εξουσία
και στην ανισχυρία. Μπορεί να προσφύγει στον πατέρα του αν η μητέρα του του
φερθεί άδικα˙ αν όμως το δέρνει ο πατέρας, η μάνα του δεν μπορεί να του
προσφέρει τίποτα, εκτός από σοκολάτα και συμπόνια. Αν η μητέρα του είναι
ευαίσθητη στην αδικία, μπορεί να χρησιμοποιήσει την πονηριά και τα δάκρυά της
για να το γλιτώσει. Αλλά την πονηριά και τα δάκρυα τα χρησιμοποιεί και το παιδί
και ξέρει ότι δεν μπορούν να συγκριθούν με την υλική δύναμη. Ή
αποτελεσματικότητά τους είναι οπωσδήποτε περιορισμένη κι εξαρτιέται από πολλές
μεταβλητές (αν ο πατέρας πέρασε καλά ή άσχημα τη μέρα του στο γραφείο). Ενώ η
φυσική δύναμη, ακόμα και η απειλή να γίνει χρήση της, έχει σίγουρη αξία.
Ακόμα,
μέσα στην παραδοσιακή οικογένεια υφίσταται μια γονεϊκή πόλωση: η αγάπη της
μητέρας για το παιδί της θεωρείται ότι είναι απόλυτη, ενώ ο πατέρας σπάνια
δείχνει ενεργό ενδιαφέρον για τα μικρά - και πάντως όχι για την καθημερινή
φροντίδα τους - και αργότερα, όταν θα μεγαλώσει ο γιός, θα τον αγαπήσει υπό
όρους, ανάλογα με τη συμπεριφορά και την επίδοσή του. Όπως λέει ο Eριχ Φρόμμ
στο έργο του Η Τέχνη της αγάπης:
Μιλήσαμε ήδη για τη μητρική αγάπη. Η αγάπη της
μητέρας, από τη φύση της, δεν υπόκειται σε όρους. Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο
γιατί είναι παιδί της, και όχι γιατί το βρέφος εξεπλήρωσε κάποιον ειδικό όρο, ή
ανταποκρίθηκε σε κάποιαν ιδιαίτερη προσδοκία. Η σχέση με τον πατέρα είναι
τελείως διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι από το όποιο προερχόμαστε, είναι η
φύση, το έδαφος, ο ωκεανός˙ ο πατέρας δεν εκπροσωπεί τη φυσική μας καταγωγή. Οι
σχέσεις του με το παιδί στα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι ελάχιστες, και η
σημασία του για το παιδί σ’ αυτή την πρώτη περίοδο δεν μπορεί να συγκριθεί με
τη σημασία της μητέρας. Όμως ο πατέρας, αν δεν εκπροσωπεί τον φυσικό κόσμο,
συμβολίζει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης: τον κόσμο της σκέψης, των
ανθρωποποίητων πραγμάτων, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, των ταξιδιών
και της περιπέτειας. Ο πατέρας είναι εκείνος πού μαθαίνει στο παιδί, πού τού
δείχνει τον δρόμο μέσα στον κόσμο... η πατρική αγάπη είναι αγάπη υπό όρους. Η
αρχή της είναι: «Σ’ αγαπώ γιατί ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες μου, γιατί
κάνεις το καθήκον σου, γιατί μου μοιάζεις». [ ... ]. Σ’ αυτή την εξέλιξη της
στοργής, που έχει επίκεντρο πρώτα τη μητέρα και ύστερα τον πατέρα, και στην
τελική σύνθεσή της, βρίσκεται η βάση της πνευματικής υγείας και το φτάσιμο στην
ωριμότητα.
[...]
Αντίθετα από άλλους, ο Φρόυντ δεν υποτιμούσε όσα συμβαίνουν σ' ένα παιδί προτού
γίνει έξι χρόνων. Αν η μητέρα είναι εκείνη πού φροντίζει για τις βασικές
ανάγκες του βρέφους, (αν αυτή το ταΐζει, το ντύνει, το χαϊδολογά, αν αυτή το
αγαπά «δίχως όρους» (σε αντίθεση προς την «υπό όρους» αγάπη του πατέρα - που το
παιδί σπάνια τον βλέπει, και τότε μόνο για να το τιμωρήσει ή να το «συγχαρεί
αντρίκεια») κι αν, επιπλέον, το παιδί νιώθει ότι κι αυτό και ή μητέρα του είναι
ενωμένα ενάντια στον δυνατότερο πατέρα, που και οι δύο τους πρέπει να
γαληνέψουν και να ευχαριστήσουν, τότε ίσως
να είναι αλήθεια πως κάθε φυσιολογικό αρσενικό παιδί ταυτίζεται στην αρχή της
ζωής του με μια γυναίκα.
Όσο για την ερωτική
επιθυμία του παιδιού για τη μάνα του - ναι, κι αυτό είναι σωστό. Όμως, τα
συμπεράσματα στα οποία μπορεί να οδηγήσει ή κατά γράμμα ερμηνεία της από τον
Φρόυντ είναι παράλογη. Το παιδί δεν ονειρεύεται ενεργά να συνουσιασθεί με τη
μητέρα του. Είναι πιθανό μάλιστα να μη μπορεί να φανταστεί και πώς γίνεται αυτή
η πράξη. Ούτε και είναι αρκετά αναπτυγμένο από φυσιολογική άποψη ώστε να νιώθει
την ανάγκη να ανακουφιστεί από τον οργασμό. Σωστότερο θα ήταν να θεωρήσουμε τη
σεξουαλική αυτή ανάγκη με ένα πιο γενικευμένο, πιο αρνητικό τρόπο, δηλαδή μόνο
αργότερα, εξαιτίας της δομής της οικογένειας γύρω από το ταμπού της αιμομιξίας,
οι σεξουαλικές αντιδράσεις χωρίζονται από τα άλλα είδη των φυσικών και
συναισθηματικών αντιδράσεων. Στην αρχή όλες οι αντιδράσεις συγχωνεύονται σ’ ένα
σύνολο.
Τί συμβαίνει στην ηλικία των έξι χρόνων, όταν το αγόρι
υποτίθεται ότι αρχίζει ξαφνικά να «σχηματίζεται» και να συμπεριφέρεται σαν ένα
«αντράκι»; Γίνεται λόγος για «αντρική
ταύτιση» και για «εικόνα του πατέρα». Του παίρνουν τα παιχνίδια του
προηγούμενου χρόνου σαν πάρα πολύ παιδιακίστικα. Το βγάζουν έξω για να παίξει
μπάλα. Τα καμιόνια και τα ηλεκτρικά τραινάκια πολλαπλασιάζονται. Αν κλαίει το αποκαλούν «κορίτσι»˙ αν τρέχει στη μάνα του, είναι «παιδί της μαμάς του». Ξαφνικά ο
πατέρας αρχίζει να ενδιαφέρεται ενεργά γι’ αυτό («Το χάλασες το παιδί»). Το παιδί φοβάται τον πατέρα του, και με
το δίκιο του. Ξέρει ότι από τούς δύο γονείς η μητέρα είναι πολύ περισσότερο με
το μέρος του. Πολλές φορές ως τότε αντιλήφθηκε πολύ καθαρά ότι ο πατέρας κάνει
τη μητέρα του δυστυχισμένη, την κάνει να κλαίει, δεν της πολυμιλάει, πολλές
φορές τσακώνεται μαζί της, της αγριεύει (γι’ αυτό και, αν έτυχε να δει ερωτική
περίπτυξη, είναι πιθανό ότι θα την εξηγήσει σύμφωνα με τα συμπεράσματα πού έβγαλε
για τις σχέσεις τους: ότι δηλαδή ο πατέρας του επιτίθεται στη μητέρα του).
Ώσπου περιμένουμε ξαφνικά από το παιδί
αυτό να ταυτίσει τον εαυτό του μ’ αυτό τον κτηνώδη ξένο. Φυσικά δεν θέλει. Αντιστέκεται. Αρχίζει
να ονειρεύεται μπαμπούλες. Τρομάζει από τη σκιά του. Κλαίει όταν το πάνε στον
κουρέα. Φοβάται πως ο πατέρας του θα του κόψει το πέος του˙ δεν συμπεριφέρεται
καθόλου σαν τον Μικρό Άντρα, πού θα έκανε καλά να γίνει.
Αυτή είναι η «δύσκολη μεταβατική φάση». Τι είναι εκείνο που πείθει το φυσιολογικό αγόρι να
αντιστρέψει την ταύτισή του; Ο Φρόμμ το λέει ξεκάθαρα: «Όμως ο πατέρας, αν και
δεν εκπροσωπεί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης
ύπαρξης, τον κόσμο της σκέψης, των ανθρωποποίητων πραγμάτων, του νόμου και της
τάξης, της πειθαρχίας, των ταξιδιών και της περιπέτειας. Ο πατέρας είναι εκείνος πού μαθαίνει στο παιδί, που του δείχνει τον δρόμο μέσα στον κόσμο... ». Εκείνο που
το πείθει τελικά είναι η προσδοκία του ότι, όταν μεγαλώσει, χάρη στον πατέρα
του θ’ ανακαλύψει τον κόσμο. Του ζητάνε να περάσει από την κατάσταση των
αδύναμων, γυναικών και παιδιών, στην κατάσταση των ισχυρών από άποψη εξουσίας,
να γίνει γιός (επέκταση του εγώ) του πατέρα του. Πολλά παιδιά δεν είναι κορόιδα. Δεν σκοπεύουν να μείνουν κολλημένα στην
άθλια περιορισμένη ζωή των γυναικών. Θέλουν τα ταξίδια και την περιπέτεια. Όμως αυτό είναι δύσκολο, γιατί, βαθιά μέσα τους, νιώθουν περιφρόνηση
για τον πατέρα παρ’ όλη τη δύναμή του. Νιώθουν
συμπάθεια για τη μητέρα τους. Αλλά τι μπορούν να κάνουν; «Απωθούν» τον βαθύ συναισθηματικό δεσμό
τους με τη μητέρα τους, «απωθούν» την επιθυμία τους να σκοτώσουν τον πατέρα
τους και τελικά αναδύονται μέσα απ’ όλα αυτά στη σεβαστή θέση του άντρα.
Καθόλου παράξενο ότι μια τέτοια μετάβαση αφήνει ένα
συναισθηματικό κατακάθι, ένα
«σύμπλεγμα». Το αρσενικό παιδί,
για να γλιτώσει το τομάρι του, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και να προδώσει τη
μητέρα του και να ταχθεί στο πλευρό του πατέρα του. Νιώθει τον εαυτό του ένοχο. Γενικά επηρεάζονται όλα τα αισθήματά
του απέναντι στις γυναίκες. Οι
περισσότεροι άντρες, αποκτώντας εξουσία πάνω στους άλλους, καταφέρνουν περίφημα
τη μετάβαση αυτή. Μερικοί όμως δεν το κατορθώνουν ποτέ.
Σούλαμιτ Φάιερστον, Η διαλεκτική
του sex
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΠΑ, 1973, σελ. 70-76)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου