Ο
Αριστοτέλης, Περί ψυχής 407b27, αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη
θεωρία, κατά την οποία η ψυχή είναι αρμονία του σώματος. Η θεωρία αυτή λέει το
εξής: Η «ψυχή» δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αρμονία, η σωστή αναλογία στη
μείξη των στοιχείων που συγκροτούν το σώμα. Φαίνεται ότι η άποψη αυτή
υποστηριζόταν σε πυθαγορικούς κύκλους, γιατί ο Πλάτων στον Φαίδωνα (88c
κ.ε) βάζει έναν πυθαγόρειο (τον Σιμμία) να την διατυπώνει και έναν άλλο
Πυθαγόρειο (τον Εχεκράτη) να την επιδοκιμάζει. […]
Η θεωρία ότι η ψυχή είναι μίγμα των
στοιχείων που συγκροτούν το σώμα αποτελεί στον Φαίδωνα την αφετηρία της πρώτης αντίρρησης για τη δεύτερη απόδειξη
της αθανασίας.
Έχει γίνει δεκτό ότι η ψυχή είναι ασώματη, αόρατη και κάτι «θείο». Το ίδιο
μπορεί να λεχθεί και για την αρμονία: Η αρμονία είναι κάτι αόρατο, ασώματο και
άρα, ως κάτι που είναι υπέρτερο από το αισθητό, «θείο». Το όργανο με το οποίο
παράγεται η αρμονία είναι σωματικό και, ως σωματικό, φθαρτό. Μ’ αυτό
δημιουργείται μια αναλογία προς τη σχέση ψυχής και σώματος: όπως σχετίζεται το
όργανο με την αρμονία, έτσι σχετίζεται και το σώμα με την ψυχή. Μια αρμονία
εξαρτάται από την υφή του οργάνου. Αν το όργανο βρίσκεται σε κακή κατάσταση,
τότε και η αρμονία κάθε άλλο παρά έξοχη είναι· αντίθετα, ένα καλό όργανο
παράγει μια καλή αρμονία. Αν εφαρμόσουμε αυτό στη σχέση σώματος-ψυχής, τότε
προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ψυχή είναι η αρμονία που παράγεται από τα συστατικά
στοιχεία του σώματος, πράγμα που σημαίνει πως ό,τι ονομάζουμε ψυχή είναι μόνο
και μόνο η συμφωνία των συστατικών στοιχείων του σώματος μέσα στο μείγμα στο
οποίο βρίσκονται. Όπως στο όργανο, του οποίου η καλή ή η κακή υφή έχει
επιπτώσεις στην αρμονία, έτσι συμβαίνει και στο ανθρώπινο σώμα. Αν το σώμα
βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αν είναι άρρωστο, τούτο επηρεάζει τη λεγόμενη
«ψυχική» κατάσταση· ισχύει και το αντίστροφο: Αν είμαστε υγιείς, αν δεν
πονούμε, ανάλογη είναι και η ψυχική μας
κατάσταση. Αυτό μοιάζει να αποτελεί ένδειξη για το ότι η ψυχή δεν είναι η αρχή
της ζωής και της διανοητικής δραστηριότητας. Η ψυχή μπορεί να είναι η ζωή του
σώματος και η αρχή της διανοητικής δραστηριότητας μόνο εάν είναι κάτι
αυθύπαρκτο. Αν, αντίθετα, η ψυχή εξαρτάται και παράγεται, όπως η αρμονία, από
τα συστατικά στοιχεία του σώματος, τότε έρχεται σε δεύτερη θέση έναντι του
σώματος, παρόμοια όπως η αρμονία είναι ως προς την ύπαρξη της μεταγενέστερη από
το όργανο. Όπως η αρμονία καταστρέφεται, αν καταστραφεί το όργανο, έτσι πρέπει
να καταστρέφεται και η ψυχή, ως συμφωνία στο μείγμα των στοιχείων του σώματος,
αν διαλυθεί το σώμα. Κι ακόμη παραπέρα: Το όργανο αρκεί να υποστεί βλάβη μόνο
κατά ένα μέρος, για να μη παραγάγει πλέον αρμονία. Το όργανο μπορεί συνεπώς να
διαρκεί περισσότερο από την αρμονία. Ας μεταφέρουμε πάλι τα παραπάνω στη σχέση
σώματος-ψυχής: Αν το σώμα ατονήσει ή ενταθεί υπερβολικά από αρρώστιες και άλλα
κακά, τότε η συμφωνία των στοιχείων που το συγκροτούν διαταράσσεται ουσιαστικά.
Μια συμφωνία ή αρμονία που διαταράσσεται ουσιαστικά δεν είναι πια εκείνο που
ήταν πριν, δηλαδή συμφωνία ή αρμονία, αλλά δυσαρμονία, παραφωνία. Αν η ψυχή
είναι αρμονία, τότε δεν επιζεί από μια τέτοια βλάβη. Όπως η αρμονία μπορεί να
καταστραφεί προτού καταστραφεί το όργανο στο σύνολό του, έτσι και η ψυχή ως
αρμονία μπορεί να καταστραφεί προτού διαλυθεί το σώμα. […] Το ότι η αρμονία θα
συνεχίσει να υπάρχει μετά το θάνατο του σώματος αποτελεί πέρα για πέρα αντίφαση
καθεαυτήν. Συνεπώς, είναι παράλογο να δεχθούμε ότι στην ψυχή υπάρχει αθανασία.
[…]
Τι μπορεί να προβάλει ενάντια σ’ αυτό ο Πλάτων;
Η αντίρρηση αυτή επιχείρησε να
αποδείξει ότι αυτό που ονομάζουμε ψυχή είναι κάτι που δεν είναι αυθύπαρκτο,
αλλά εξαρτάται απολύτως από το σώμα και υφίσταται μόνο στο σώμα και με το σώμα. Όταν στον Φαίδωνα ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να αναιρέσει
αυτή την αντίρρηση, πρέπει να αποδείξει
ότι δεν είναι η ψυχή που εξαρτάται από το σώμα, αλλά αντίθετα το σώμα εξαρτάται
από την ψυχή.
Και
τώρα η αναίρεση της αντίρρησης. Σε διάφορα χωρία των πλατωνικών διαλόγων μπορεί
κανείς να παρατηρήσει ότι οι συνομιλητές του Σωκράτη παγιδεύονται από εκείνον
στην τέχνη της ερωταποκρίσεως και εκεί πολύ σύντομα η τέχνη τους εξαντλείται.
Έτσι και εδώ. Αφού ο συνομιλητής του Σιμμίας, ο οποίος πρόβαλε την αντίρρηση
ότι η ψυχή είναι αρμονία, προέρχεται από πυθαγορικούς κύκλους, δεν θα κάνει
λάθος κανείς να υποθέσει ότι ο Πλάτων δίνει εδώ ένα μάθημα φιλοσοφίας στους
σύγχρονούς του πυθαγορείους. Ο Σιμμίας, όπως λέει, Φαίδ. 92a,
δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα εγκατέλειπε ποτέ την άποψη ότι η μάθηση είναι
ανάμνηση. Επιδοκιμάζει επομένως σαφώς τη θεωρία της αναμνήσεως, η οποία
προϋποθέτει την προΰπαρξη της ψυχής, και θεωρεί συμβιβάσιμη με τη θεωρία αυτή
ότι η ψυχή είναι ένα είδος αρμονίας. Η θέση αυτή αποκλείει μια ασώματη ύπαρξη
της ψυχής. Και εδώ ακριβώς ο Πλάτων αρχίζει με την αναίρεσή του.
Αν
«το να αποκτήσει κανείς γνώσεις» είναι ανάμνηση, τότε η ψυχή υπάρχει προτού
εισέλθει στο σώμα. Υφίσταται πριν από τα σωματικά στοιχεία, από τη συμφωνία των
οποίων σχηματίζεται. Μια αρμονία όμως δεν υφίσταται πριν από το όργανο, είναι,
σ’ αντίθεση με την ψυχή, μη προϋπάρχουσα. Συνεπώς, η «ψυχή» δεν είναι το ίδιο
όπως η αρμονία, αλλά κατά την ουσία της κάτι εντελώς διαφορετικό. Και ό,τι
είναι εντελώς διαφορετικό από κάτι άλλο δεν μπορεί να τεθεί σε αναλογία με
εκείνο. Αλλά αυτό είναι λιγότερο σημαντικό· αυτό που δείχνει ακόμη πιο πολύ ότι
ψυχή και αρμονία είναι δύο διαφορετικά πράγματα είναι το ότι η ψυχή δεν είναι
μια λειτουργία του σώματος. Μια αρμονία δεν μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί από το
όργανο που την παράγει, είναι εξαρτημένη ως προς το είναι της και την υφή της
από το όργανο. Δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί σε αντίθεση προς τα συστατικά στοιχεία
από το συνδυασμό των οποίων σχηματίζεται. Με τα λόγια του Πλάτωνα (Φαίδ. 93a): «Η αρμονία δεν μπορεί να λάβει
ηγετική θέση έναντι των συστατικών από τα οποία συντίθεται, αλλά πρέπει να τα
ακολουθεί».
Τι
φαίνεται όμως, αν επιχειρήσουμε να παρατηρήσουμε τη σχέση ψυχής προς το σώμα; Η
«ψυχή» μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεσή της στις σωματικές επιθυμίες. Έχει την
ηγεμονία σε όλα εκείνα (Φαίδ. 94c) από τα οποία, σύμφωνα με την
αντίρρηση, μοιάζει να προέρχεται. […] Ο άνθρωπος είναι εκείνο το ον με
αισθήσεις που μπορεί να λέει «όχι». Εκείνο που επιθυμεί και ποθεί είναι το ίδιο
με εκείνο με εκείνο που αντιτάσσεται; Λέμε μεν ότι επιθυμούμε και
αντιτασσόμαστε στην επιθυμία μας, αλλά, προφανώς δεν κάνουμε και τα δυο
ταυτόχρονα σε σχέση με το ίδιο πράγμα και από την ίδια άποψη. […] Γνωρίζουμε
ωστόσο ότι μπορούμε να επιθυμούμε και να αντιτασσόμαστε στην επιθυμία μας. Πως
είναι δυνατόν αυτό; Είναι δυνατόν μόνο όταν η επιθυμία και η εναντίωση στην επιθυμία
δεν γίνονται ταυτόχρονα σε σχέση με το ίδιο πράγμα και από την ίδια άποψη. Όμως
η επιθυμία και η εναντίωση σ’ αυτήν είναι ταυτόχρονες και στρέφονται προς το
ίδιο αντικείμενο. Άρα, η άποψη δεν μπορεί να είναι η ίδια. Αυτό που επιθυμεί
πρέπει να είναι άλλο από αυτό ου αντιτάσσεται. Αν επιθυμεί το σώμα, δεν μπορεί
να είναι και πάλι το σώμα που αντιτάσσεται στην ίδια επιθυμία. Επομένως, αυτό
που αντιτάσσεται πρέπει να είναι διαφορετικό από το σώμα, δεν μπορεί να είναι
μια λειτουργία του σώματος: το σώμα επιθυμεί κάτι, η ψυχή μπορεί να αντιταχθεί
σ’ αυτό, και μπορεί μάλιστα σ’ αυτή την περίπτωση να έχει επιτυχία. Αν όμως η
ψυχή ήταν μόνο μια λειτουργία του σώματος, τότε αυτό δεν θα ήταν δυνατόν. Η
αντίρρηση ότι η ψυχή είναι ένα είδος αρμονίας άρα είναι σε αντίφαση με αυτό που
μας διδάσκει η αυτοπαρατήρηση.
Ένα τρίτο σημείο πρέπει να
ληφθεί υπ’ όψιν σχετικά με την αντίρρηση ότι η ψυχή είναι αρμονία. Σε κάθε
αρμονία υπάρχει ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο»· η υφή του οργάνου και οι
ικανότητες του παίχτη παίζουν από κοινού ρόλο. Αν ο ένας παράγοντας ή ο άλλος ή
και οι δύο βρίσκονται σε κακή κατάσταση, τότε αυτό μεταβιβάζεται στην αρμονία
που παράγεται. Τούτο ας το εφαρμόσουμε στο σώμα και στην ψυχή: Αν η ψυχή ήταν
αρμονία, τότε θα έπρεπε μια ψυχή να είναι περισσότερο ψυχή από μια άλλη· γιατί
θα έπρεπε βέβαια να υπάρχει ένα «περισσότερο» ή λιγότερο», μια οντική διαφορά
μεταξύ ψυχής και ψυχής. Ας το δεχθούμε για λίγο ως ορθό: Στις ψυχές υπάρχει ένα
«περισσότερο» ή «λιγότερο» μια ψυχή είναι περισσότερο ψυχή από την άλλη. Ποια
θα ήταν η συνέπεια αυτού; Πρώτον, θα έπρεπε η ψυχή να είναι αρμονία ως
αποτέλεσμα της ορθής μείξης των σωματικών στοιχείων. Δεύτερον, πως θα
επιτυγχάνονταν το «περισσότερο» σε αρμονία; Θα έπρεπε να υπάρχει μια
επιπρόσθετη αρμονία. Ποια μπορεί να είναι αυτή; Εδώ ο Πλάτων συμπεριλαμβάνει
στους συλλογισμούς του την αρετήν. Αρετή είναι η ικανότητα ή αξιοσύνη ενός
πράγματος· άριστος σημαίνει «ο
καλύτερος», αρετή επομένως σημαίνει «το καλύτερο». Αρετή είναι η τελειότητα και η πραγμάτωση εκείνου με το οποίο είναι
επιφορτισμένο κάθε επιμέρους πράγμα. Η αρετή
του μαχαιριού, λ.χ., συνίσταται στο να κόβει καλά, η αρετή του σκύλου στο να επαγρυπνά. Και σε τι συνίσταται η αρετή της
ψυχής; Γενικά μπορούμε να πούμε ότι
συνίσταται στο να πραγματώνει η ψυχή εκείνο με το οποίο είναι επιφορτισμένη.
Αυτό αρκεί προς το παρόν· γιατί το ερώτημα σε τι συνίσταται η αρετή της ψυχής από την άποψη του
περιεχομένου δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Την πραγμάτωση εκείνου, με το οποίο
είναι επιφορτισμένη η ψυχή, χωρίς τάξη και μέτρο δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Η
τάξη και το μέτρο στο ανθρώπινο σώμα του φέρνουν υγεία και δύναμη. Στην ψυχή η
τάξη και το μέτρο ενεργούν το ίδιο όπως σε όλα τα άλλα, ώστε να έχει η ψυχή την
ορθή συναρμογή. «Συναρμογή» λέγεται στα αρχαία ελληνικά αρμονία. Η τάξη και το μέτρο
ενεργούν επομένως ώστε να γίνεται η ψυχή αυτό που πρέπει να είναι και να
πραγματώνει εκείνο με το οποίο είναι επιφορτισμένη. Επομένως η αρετή επιτυγχάνεται με την τάξη και το
μέτρο· και επειδή η αρετή δεν
είναι τίποτε άλλο από την ορθή συναρμογή της ψυχής, η αρετή είναι το ίδιο με την αρμονία. Αν δεχθούμε ότι η ψυχή ως ψυχή,
χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την αρετήν
της ή την κακία της, είναι αρμονία, τότε πρέπει να δεχθούμε μια διττή ψυχική
αρμονία. Πρώτον, δηλαδή, η ψυχή θα ήταν αρμονία ως αποτέλεσμα της ορθής μείξης
των σωματικών στοιχείων. Δεύτερον, η ψυχή που έχει αρετήν, που είναι επομένως αγαθή, θα είχε μια επιπρόσθετη αρμονία·
η κακή ψυχή όμως, η ψυχή χωρίς αρετήν,
δεν θα είχε αυτή την αρμονία.
Η παραδοχή του ότι η ψυχή
είναι αρμονία θα είχε επομένως ως συνέπεια ότι μια αρμονία θα αποτελούσε τον
φορέα μια άλλης αρμονίας. Στην αγαθή ψυχή στην οντική αρμονία θα προσετίθετο
επομένως η αρμονία της αρετής, στην
κακή ψυχή όμως δεν θα συνέβαινε αυτό. Άρα στην αγαθή ψυχή η οντική και η ηθική
αρμονία θα συνυπήρχαν, ενώ στην κακή ψυχή θα υπήρχε μόνο η οντική αρμονία. Η
ψυχή ως αρμονία λοιπόν θα επέτρεπε ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο». Και αφού
εξισώνουμε δοκιμαστικά ψυχή και αρμονία, το επακόλουθο θα ήταν ότι στην ψυχή,
εφόσον είναι αρμονία, θα υπήρχε ένα «περισσότερο» ή «λιγότερο». Η ψυχή ενός
αγαθού ανθρώπου δεν είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ψυχή από την ψυχή ενός κακοποιού.
Η παραδοχή μας ότι η ψυχή είναι αρμονία οδηγεί επομένως σε μιαν αντίφαση. Η
αντίφαση αυτή αίρεται μόνο αν θα δεχόμασταν ότι η διαφορά ανάμεσα στην αγαθή
και στην κακή ψυχή, που οδηγεί στην παραδοχή ενός «περισσότερου» ή «λιγότερου»
ψυχικής αρμονίας, είναι μηδαμινή. Τότε όμως θα έπρεπε να δεχθούμε ότι όλες οι
ψυχές είναι το ίδιο αγαθές. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Επομένως η ψυχή δεν μπορεί
να είναι αρμονία. Με τα παραπάνω αναιρέθηκε η πρώτη αντίρρηση. Η αρμονία δεν
μπορεί να ταυτιστεί με την ψυχή. Η αρμονία είναι μάλλον ένα αίτημα προς την
ψυχή. Τούτο μόλις που γίνεται αντιληπτό στον Φαίδωνα, στην Πολιτεία
(443d-e) όμως τεκμηριώνεται διεξοδικά: Η
δικαιοσύνη επιφέρει την αρμονία των τριών μερών της ψυχής.
Karl
Bormann, Πλάτων
(Εκδόσεις
Καρδαμίτσα, σελ. 152-161)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου