[…] Με τη συνηθισμένη παρουσίαση της μνήμης σαν ενός δοχείου στο οποίο
έχουμε ένα απόθεμα έτοιμων παραστάσεων – τις οποίες επομένως τις είχαμε
πάντα, μόνο χωρίς να μας είναι συνειδητές – δεν μπορώ να συμφωνήσω. Η ηθελημένη επανάληψη παραστάσεων που μας
έχουν γίνει συνειδητές, γίνεται με την εξάσκηση τόσο εύκολη, ώστε μόλις
συνειδητοποιήσουμε ένα μέλος μιας σειράς παραστάσεων, καλούμε αμέσως και τις
υπόλοιπες, συχνά ενάντια στη βούλησή μας φαινομενικά. Αν θέλει κανείς μια εικόνα
αυτής της ιδιαιτερότητας της παραστατικής μας ικανότητας (όπως δίνει μια ο
Πλάτων, παρομοιάζοντας τη μνήμη με μια μαλακή μάζα, η οποία δέχεται και
διαφυλάσσει εντυπώσεις), μου φαίνεται πως η πιο σωστή θα ήταν αυτή ενός πανιού,
οι ζαρωματιές του οποίου, μετά εμφανίζονται ξανά, κατά κάποιο τρόπο από μόνες
τους. Όπως το σώμα, μέσα από την
εξάσκηση, μαθαίνει να υπακούει στη βούληση, το ίδιο και η παραστατική ικανότητα.
Μια ανάμνηση δεν είναι καθόλου, όπως υποθέτει η συνηθισμένη παρουσίαση, πάντα η
ίδια παράσταση, την οποία, κατά κάποιο τρόπο τη βγάζουμε πάλι από το δοχείο,
παρά κάθε φορά δημιουργείται πράγματι μια νέα, με ιδιαίτερη ευκολία μέσα από την
εξάσκηση: γι’ αυτό συμβαίνει και φαντασίες που νομίζουμε πως έχουμε διαφυλάξει
στη μνήμη, στην πραγματικότητα όμως εξασκούμε μέσα από συχνή επανάληψη,
αλλάζουν απαρατήρητα, κάτι που συνειδητοποιούμε, αν ξαναδούμε μετά από πολύ
καιρό ένα παλιό, γνωστό αντικείμενο και διαπιστώσουμε ότι δεν αντιστοιχεί
εντελώς στην εικόνα που είχαμε από αυτό. Κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε, αν
είχαμε διαφυλάξει εντελώς έτοιμες παραστάσεις. Για αυτό το λόγο, όλες οι γνώσεις που είχαμε αποκτήσει, αν
δεν τις εξασκούμε, σιγά – σιγά εξαφανίζονται από τη μνήμη μας. Γιατί αυτή
είναι κομμάτια άσκησης που εμφανίζονται μόνο μέσα από τη συνήθεια: έτσι π.χ.
ξεχνούν οι πιο πολλοί λόγιοι τα ελληνικά τους, και οι καλλιτέχνες που επέστρεψαν
από την Ιταλία τα ιταλικά τους. Από αυτό εξηγείται, επίσης, το ότι, αν γνωρίζουμε ένα όνομα, έναν στίχο ή κάτι παρόμοιο, αλλά για πολλά χρόνια δεν το είχαμε σκεφτεί, το ξαναφέρνουμε στη μνήμη
μας με πολύ κόπο. Αν όμως αυτό έχει επιτυχία, το έχουμε στη διάθεσή μας πάλι
για πολλά χρόνια, γιατί τώρα η άσκηση ανανεώθηκε. Γι’ αυτό, όποιος καταλαβαίνει πολλές γλώσσες, πρέπει από καιρό σε καιρό
να διαβάζει κάτι σε αυτές τις γλώσσες, για να διατηρήσει τις γνώσεις του.
Από
αυτό εξηγείται, επίσης γιατί το περιβάλλον και τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας
αποτυπώνονται στη μνήμη τόσο έντονα: γιατί σαν παιδιά έχουμε λίγες παραστάσεις,
και κυρίως παραστάσεις από παρατήρηση, τις
οποίες, για να έχουμε μια ασχολία, τις επαναλαμβάνουμε
συνέχεια. Με ανθρώπους που δεν έχουν
πολλές ικανότητες για νοητικές εμβαθύνσεις, αυτό συμβαίνει σε όλη τους τη ζωή
(και μάλιστα όχι μόνο με παραστάσεις από παρατήρηση, αλλά και με έννοιες και
λέξεις). Γι’ αυτό τέτοιοι άνθρωποι, αν δεν είναι απαθείς ή πνευματικά
εμποδισμένοι, έχουν μια πολύ καλή μνήμη. Αντίθετα,
η μεγαλοφυΐα καμιά φορά δεν έχει εξαιρετική μνήμη, όπως το αναγνωρίζει ο
Ρουσσώ για τον εαυτό του: αυτό θα
μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι στη μεγαλοφυΐα, εξαιτίας της πληθώρας
νέων σκέψεων και συνδυασμών, δεν μένει καιρός για πολλές επαναλήψεις. Παρά ταύτα, στη μεγαλοφυΐα τις πολλές
επαναλήψεις αντικαθιστά η μεγαλύτερη ενέργεια και η κινητικότητα της όλη
νοητικής δύναμης, έτσι που να μην
έχει πάντα μια πολύ κακή μνήμη. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών.
Μπορεί
επομένως να πει κανείς: η μνήμη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μεταξύ τους
ανταγωνιστικές επιδράσεις: αυτήν της ενέργειας της παραστατικής ικανότητας από την μια πλευρά, και αυτήν της πληθώρας των παραστάσεων που απασχολούν την παραστατική
ικανότητα από την άλλη. Όσο πιο μικρός
είναι ο πρώτος παράγοντας, τόσο πιο μικρός πρέπει να είναι ο άλλος, και όσο πιο
μεγάλος είναι ο δεύτερος, τόσο πιο μεγάλος πρέπει να είναι και ο άλλος.
Έτσι εξηγείται, επίσης, γιατί οι άνθρωποι που διαβάζουν αδιάκοπα μυθιστορήματα
χάνουν τη μνήμη τους, γιατί σε αυτούς, όπως συμβαίνει και με τη μεγαλοφυΐα, η
πληθώρα των παραστάσεων, οι οποίες όμως εδώ εν είναι δικές τους σκέψεις και
συνδυασμοί παρά ξένες που περνάνε μπροστά τους, δεν τους αφήνει χρόνο και
υπομονή για επανάληψη: και ότι στη
μεγαλοφυΐα αντικαθιστά την άσκηση, δεν το έχουν αυτοί. Εξ’ άλλου, η όλη υπόθεση
χαρακτηρίζεται και από το γεγονός πως καθένας έχει τη καλύτερη μνήμη για αυτό
που τον ενδιαφέρει, τη χειρότερη για τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό κάποιο μεγάλο πνεύμα ξεχνάει απίστευτα γρήγορα τις μικρές υποθέσεις και
συμβάντα της καθημερινής ζωής, όπως και τους ασήμαντους ανθρώπους που είχε
γνωρίσει, ενώ περιορισμένα μυαλά όλα αυτά τα διατηρούν εξαιρετικά· το μεγάλο
πνεύμα όμως για τα πράγματα που είναι σε
αυτόν ή καθαυτά σημαντικά, θα έχει μια καλή, μάλιστα μια εκπληκτική μνήμη.
Γενικά είναι εύκολο να
καταλάβει κανείς ότι πιο εύκολα διατηρούμε τέτοιες σειρές από παραστάσεις οι
οποίες συνδέονται με ένα ή περισσότερα από τα είδη αιτιών και συνεπειών που
έχουμε αναφέρει, πιο δύσκολα όμως εκείνες που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά
με τη βούληση μας και τον νόμο του κινήτρου, έχουν δηλαδή σχηματιστεί
ηθελημένα. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, το σε μας a priori συνειδητό μορφικό μας γλυτώνει από το
μισό κόπο: αυτό όπως γενικά κάθε a
priori
γνώση, υπάρχει στη διδασκαλία του Πλάτωνα, ότι δηλαδή η μάθηση είναι μόνο μια
ανάκληση στη μνήμη.
Άρθουρ
Σοπενχάουερ, Περίτης τετραπλής ρίζας του αποχρώντος λόγου
[ΚΑΚΤΟΣ,
2013, σ. 254-258]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου