Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Η μεγαλοφυΐα, το ήθος και η σωφροσύνη στους αρχαίους Έλληνες


[…] Το ελληνικό έθνος έχει χαρακτηρισθεί επανειλημμένα ως η κατεξοχή μεγαλοφυΐα ανάμεσα στους λαούς.

Αλλά η μεγαλοφυΐα διακρίνεται προπάντων για δύο πράγματα: τη διπολικότητα και την οικουμενικότητά της. Λέγοντας ότι είναι διπολική εννοούμε ότι αποτελείται από αντιθέσεις, και στη διαδικασία της επαφής και εκφόρτισης αυτών των αντιθέσεων εκδιπλώνεται η παραγωγικότητά της. Και λέγοντας ότι είναι οικουμενική εννοούμε ότι είναι καθρέφτης και απόσταγμα ολόκληρης της ανθρωπότητας, έτσι ώστε μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή: μεγαλοφυής είναι ένας άνθρωπος που έχει όλες τις ιδιότητες.

Πράγματι, δημιουργοί όπως ο Σαίξπηρ και ο Μικελάντζελο, ο Δάντης και ο Ντοστογέφσκι μας δίνουν την εντύπωση ότι όλο το καλό και το κακό του κόσμου ήταν μαζεμένο μέσα τους. Ένα τέτοιο περίπλοκο και συναρπαστικό θέαμα παρουσιάζουν οι Έλληνες ως σύνολο.

Για ν' αρχίσουμε με το σημαντικότερο, το ήθος, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ηθικοί όσο ήταν και ανήθικοι. Αυτοί ουσιαστικά πρωτοδίδαξαν στον κόσμο τι είναι ελευθερία και υπευθυνότητα, πατριωτισμός και ευσέβεια. Οι ανατολικοί λαοί δεν γνώριζαν αυτές τις ηθικές αξίες στην αμιγέστερη έκφρασή τους. Ωστόσο, μάταια θ’ αναζητήσει κανείς στους αρχαίους Έλληνες το σημερινό αίσθημα του δικαίου. Με εξαίρεση μερικούς ποιητές και φιλόσοφους, τους έλειπε η συναίσθηση ότι το έγκλημα είναι απορριπτέο για λόγους αρχών. Σύμφωνα με μια γενική αντίληψη, που ο απόηχός της ήταν αισθητός και σε πολύ μεταγενέστερες εποχές, το έγκλημα είναι μια ιδιωτική υπόθεση που αφορά τον θύτη και το θύμα. Ακόμα και ο φόνος μπορούσε να μείνει ατιμώρητος: αν το θύμα συγχωρούσε πριν πεθάνει το φονιά του, οι συγγενείς δεν δεσμεύονταν πια από το χρέος της κατηγορίας (που την απάγγελλαν αυτοί, όχι το κράτος). Εκείνο που είχε σημασία ήταν να πάρει εκδίκηση η ψυχή· αν η ψυχή παραιτούνταν εθελούσια απ’ αυτή, τότε ούτε στην κοινή ηθική ούτε στη θρησκεία έπεφτε λόγος.

Ακόμα και η βάση κάθε ανώτερης μορφής χρηστοήθειας, η φιλαλήθεια, ήταν υπανάπτυκτη στους αρχαίους Έλληνες· ή μάλλον, για να το πούμε απερίφραστα, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο κλασικός λαός του ψέματος και της λοβιτούρας, και μάλιστα, πράγμα που μάλλον τους επιβαρύνει παρά τους δικαιολογεί, χωρίς να έχουν συνείδηση ότι αυτό είναι κακό. Ο Οδυσσέας, που περισσότερο από κάθε άλλη μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του εθνικού ήρωα, είναι πρωταθλητής σ’ όλα τα είδη κατεργαριάς, από την αθώα καυχησιολογία ως την εξοργιστικότερη απάτη. Αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι ότι η Αθηνά τον θαυμάζει απεριόριστα γι' αυτές του τις ικανότητες, κι όχι μόνον αυτό, αλλά και προσθέτει ότι στις ψευτιές μόνον οι θεοί τον ξεπερνούν! Και πράγματι, ήδη στους Ρωμαίους η έκφραση graeca fides (=ελληνική πίστη) ήταν παροιμιώδης, ενώ ακόμα και σήμερα στα γαλλικά η λέξη Grec (=Έλληνας) σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ «απατεώνας»! Η ψευδορκία φαίνεται ότι ήταν σωστό εθνικό σπορ. Πάντως, πολλοί πίστευαν ότι η ψευδορκία προκαλεί τον όλεθρο του ψεύδορκου και ολόκληρου του γένους του, και γι' αυτόν το λόγο ο Ησίοδος συμβουλεύει τους αναγνώστες του να την αποφεύγουν. Αλλά ούτε που περνάει απ' το μυαλό του ότι πρέπει να την αποφεύγει κανείς για λόγους αρχών. Άλλωστε, σ' ολόκληρη την αρχαιότητα η ψευδορκία έμενε ατιμώρητη, γιατί η τιμωρία της ήταν δουλειά των θεών. Οι θεοί όμως δεν την κόλαζαν για ηθικούς λόγους, παρά επειδή ο ψεύδορκος επέσυρε μόνος του την κατάρα, στο όνομα της οποίας ορκίσθηκε· ο ψεύδορκος πέφτει στα χέρια των δαιμόνων της κόλασης, τους οποίους επικαλέσθηκε: πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία νομική, όχι ηθική. Βέβαια, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι παρέπεμπαν ολοένα στη Δίκη, την τρανή θεά της δικαιοσύνης που καθόταν στο πλευρό του Δία, αλλά αυτό ακριβώς μας κάνει να υποθέσουμε ότι στη ζωή οι άνθρωποι δεν την υπολόγιζαν και τόσο.

Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να επαινέσουμε τους αρχαίους Έλληνες γιατί είχαν μια ειλικρίνεια που η δική μας κοινωνία έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό: τους έλειπε κάθε είδος ταρτουφισμού και σεμνοτυφίας, που διαποτίζουν όλες τις πλευρές της ζωής από τότε που η αστική τάξη ανέβηκε στην εξουσία, καθώς και κάθε υποκριτική διακριτικότητα, που σήμερα επιδεικνύεται παντού για «επαγγελματικούς λόγους»· μιλούσαν με αξιοθαύμαστη παρρησία για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, τόσο τις δικές τους όσο και των άλλων συμπολιτών τους. Επίσης, τουλάχιστο τα σώματά τους ήταν απόλυτα ειλικρινή, κινούνταν με φυσική χάρη και ελευθερία, που σήμερα μας φαίνεται σαν χαμένος παράδεισος. Και τέλος, δύσκολα μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί μια βαθιά, εσώτερη αίσθηση της αλήθειας σ' ένα λαό που γέννησε τέτοια τέχνη.

Αν η ηθική τους μας φαίνεται κάπως ελαττωματική, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι το σημερινό αίσθημα της τιμής, που είναι από τους κύριους ρυθμιστές της ηθικής συμπεριφοράς μας, τους ήταν ολότελα άγνωστο. Το ξυλοφόρτωμα ξεχνιόταν με μια απλή χρηματική αποζημίωση και η έννοια «προσβολή της τιμής» δεν υπήρχε. Μια και μόνη παράσταση αρχαίας κωμωδίας θα προκαλούσε σήμερα βροχή από μηνύσεις, αντιμηνύσεις, απαγορεύσεις και τα τέτοια. Είναι γνωστό πόσο αισχρές συκοφαντίες εκτόξευαν οι ρήτορες ακόμα και στις πιο ασήμαντες αστικές δίκες εναντίον της αντίπαλης πλευράς. Και δεν μείωνε ούτε την αξιοπρέπεια ούτε τη φήμη του Σωκράτη το ότι μερικοί ακροατές του απαντούσαν στις κάπως στρεψόδικες αποδεικτικές μεθόδους του με καρπαζιές. Ο Σοπενχάουερ ανάλυσε απολαυστικά στα «Πάρεργά» του την ανεμελιά, με την οποία αντιμετώπιζε ολόκληρη η αρχαιότητα τέτοια ζητήματα.

Αλλά αυτή η στάση των αρχαίων Ελλήνων έρχεται σε ζωηρή όσο και αλλόκοτη αντίθεση με την κυριολεκτικά νοσηρή φιλοπρωτία, από την οποία διακατέχονταν πάντα. Δεν είχαν άλλο στο μυαλό τους έξω από νίκες και βραβεία, και όλες τις δραστηριότητες της ζωής δεν μπορούσαν να τις φανταστούν αλλιώς παρά με τη μορφή του αγώνος στο τέρμα του οποίου περίμενε κάποιο έπαθλο. Αυτή η υστερική επιδίωξη της εύνοιας και της αναγνώρισης προϋποθέτει ένα παράφορο χαρακτήρα, και για επιβεβαίωση δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε το δεύτερο εθνικό ήρωα των αρχαίων Ελλήνων, τον Αχιλλέα, που είναι σωστός παληκαράς. 

«Ο κίνδυνος υποτροπής στον ασιατικό τρόπο ζωής», λέει ο Νίτσε, «απειλούσε πάντα τους Έλληνες». Κανένας λαός δεν έχει τόσο άναρχη μυθολογία, στην οποία συμβαίνουν συνεχώς φοβερά πράγματα. Κανένας λαός δεν θ’ άντεχε καν μια τέτοια μυθολογία. Κι ωστόσο, ολόκληρη η ελληνική ιστορία καταυγάζεται από το ιδανικό της σωφροσύνης, που λάμπει με τόσο φέγγος και απαλότητα, ώστε ο Βίνκελμαν, και μαζί του ολόκληρος ο γερμανικός κλασικισμός, πίστευε ότι εκεί βρίσκεται το μυστικό της αρχαίας ελληνικής ψυχής. Λέγεται ότι ακόμα και το ίδιο το όνομα του λαού ανάγεται σ’ αυτή την έννοια, γιατί σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση έλλην σημαίνει συνετός, λογικός

Από τα «Έργα και ημέραι» του Ησίοδου ξέρουμε τον βαθυστόχαστο μύθο της Πανδώρας: μέσα απ’ το κουτί ξέφυγαν όλα τα κακά, που από τότε ταλαιπωρούν τους ανθρώπους, αλλά η Πανδώρα έσπευσε να κλείσει το κουτί και το χειρότερο απ' όλα, η ελπίς, έμεινε μέσα. Η λέξη ελπίς, όπως και η λατινική spes, σημαίνει προσδοκία, και μάλιστα προσδοκία ενός ευνοϊκού ή δυσμενούς γεγονότος, επομένως τόσο ελπίδα όσο και φόβο. Το ότι αυτά τα δύο συναισθήματα θεωρούνται ως η χειρότερη συμφορά είναι η μεγαλύτερη αποθέωση της φρόνησης που μπορεί να φανταστεί κανείς. Και αυτή τη φρόνηση τη συναντάμε από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού πνεύματος: γιατί ακόμα και η Στοά, με την οποία τελειώνει η αρχαία φιλοσοφία, διδάσκει ότι η επιθυμία και ο φόβος είναι οι κυριότερες αρρώστιες της ψυχής.


[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 54-57]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου