Η αρχική θεωρία
του Freud για την ανάπτυξη της προσωπικότητας ήταν ένα μοντέλο με βιολογικές
καταβολές.
Το μοντέλο αυτό υποστήριζε τον κεντρικό ρόλο των ενστίκτων στην ανθρώπινη εξέλιξη
και θεωρούσε ότι η εξέλιξη είναι μια
προοδευτική πορεία που συντελείται μέσω μιας διαδοχικής σειράς σωματικών ενασχολήσεων
του ατόμου με στοματικά, πρωκτικά, φαλλικά και, στη συνέχεια, με γενετήσια
ενδιαφέροντα. Επιπλέον, ο Freud υποστήριζε ότι κατά τη βρεφική και την πρώιμη παιδική ηλικία κυριαρχούν βασικά ζητήματα
επιβίωσης, τα οποία, σε πρώτο στάδιο, βιώνονται μέσω των σωματικών
αισθήσεων του βρέφους από τη διαδικασία της θρέψης και των άλλων δραστηριοτήτων
της μητέρας πάνω στο σώμα του∙ τα
ζητήματα αυτά βιώνονται αργότερα μέσω της φαντασιωσικής ζωής του παιδιού για
θέματα που αφορούν τη γέννηση, το θάνατο και τη σεξουαλική σχέση ανάμεσα στους
γονείς του.
Τα βρέφη -και, κατά
συνέπεια, οι βρεφικές πτυχές της προσωπικότητας των ενηλίκων- θεωρήθηκε ότι αναζητούν ακατάπαυστα την ικανοποίηση,
ενώ υπάρχουν και ορισμένες ατομικές διαφορές στην ισχύ των ενστίκτων.
Διατυπώθηκε η άποψη ότι η κατάλληλη
γονεϊκή φροντίδα ταλαντεύεται με ευαισθησία ανάμεσα στην επαρκή ικανοποίηση των
ενστίκτων του παιδιού για τη δημιουργία συναισθηματικής ασφάλειας και
ευχαρίστησης και στη ματαίωση της
ικανοποίησης αυτής, η οποία όμως πραγματοποιείται με τρόπο αναπτυξιακά
κατάλληλο ώστε το παιδί να αντικαθιστά την αρχή της ευχαρίστησης με την αρχή της
πραγματικότητας. Σε γνωστικό επίπεδο ο
ισχυρισμός «Θέλω να ικανοποιηθούν όλες οι ενορμήσεις μου, συμπεριλαμβανομένων όλων
εκείνων που αναιρούνται μεταξύ τους, και μάλιστα το απαιτώ αυτή τη στιγμή!»
αντικαθίσταται σταδιακά από τον ισχυρισμό «Μερικές ικανοποιήσεις είναι
προβληματικές, ενώ για τις πιο σημαντικές αξίζει να περιμένει κανείς». Ο
Freud δεν αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη συμβολή των γονέων στην ψυχοπαθολογία που
είχαν αναπτύξει οι ασθενείς του. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διερεύνησε
την επίδραση των γονέων, είδε ότι αυτοί είχαν αποτύχει στο ρόλο τους είτε διότι
είχαν επιδιώξει την υπερβολική ικανοποίηση των ενορμήσεων των παιδιών τους,
ώστε αυτά τελικά να μην έχουν κίνητρο να προχωρήσουν στο επόμενο εξελικτικό
επίπεδο, είτε επειδή είχαν προβεί σε υπερβολική αποθάρρυνση των ενορμήσεων, που
είχε ως αποτέλεσμα την ανικανότητα των παιδιών να απορροφήσουν τα ματαιωτικά
στοιχεία της πραγματικότητας. Έτσι θεώρησε
ότι ο σωστός γονεϊκός ρόλος είναι η εξισορροπητική δράση του γονέα ανάμεσα στην
ικανοποίηση της επιθυμίας του παιδιού και στην ανάσχεσή της -ένα μοντέλο που
ήταν αυτονόητα λογικό για τους περισσότερους γονείς.
Σύμφωνα με τη
θεωρία των ενορμήσεων, εάν σε ένα πρώιμο ψυχοσεξουαλικό στάδιο το παιδί βιώσει
υπερβολικές ματαιώσεις ή, αντίθετα, καλύψει σε υπερβολικό βαθμό τις ενορμήσεις του (μέσω της
αλληλεπίδρασης της ιδιοσυγκρασίας του παιδιού με την ανταπόκριση των γονέων), τότε θα «καθηλωθεί» στα κυρίαρχα ζητήματα
αυτού του πρώιμου σταδίου. Βάσει του
μοντέλου των ενορμήσεων, ο χαρακτήρας του κάθε ατόμου εκφράζει τις
μακροπρόθεσμες επιδράσεις αυτής της καθήλωσης: […]
Στις
αρχές του ψυχαναλυτικού κινήματος επικρατούσε η άποψη ότι ένα άτομο διαθέτει
στοματικό, πρωκτικό ή φαλλικό χαρακτήρα, ανάλογα με τα ζητήματα που ήταν
σημαντικά για εκείνο. Αργότερα, καθώς η ψυχαναλυτική θεωρία εμπλουτίστηκε, οι
αναλυτές άρχισαν να θέτουν και άλλες διαφοροποιήσεις, όπως, για παράδειγμα, εάν
ο χαρακτήρας ενός ατόμου ήταν στοματικά εξαρτημένος ή στοματικά επιθετικός
σύμφωνα με τις δύο πτυχές της στοματικής φάσης (δηλαδή του πιπιλίσματος και του
δαγκώματος της θηλής αντίστοιχα), αν παρουσίαζε πρωκτική ενσωμάτωση ή πρωκτική
αναβολή, αν ήταν πρώιμα ή αργοπορημένα στοματικός, πρωκτικός ή φαλλικός και
ούτω καθεξής. […]
H θεωρία των ενορμήσεων
δεν προέκυψε ξαφνικά ως ολοκληρωμένο δημιούργημα, ούτε ξεπήδησε από την πυρετώδη
φαντασία του Freud. Στην πραγματικότητα, στηρίχτηκε σε συσσωρευμένα στοιχεία που
επηρέασαν και συνέτειναν σε αυτή την εξέλιξη, στοιχεία τα οποία συλλέχθηκαν όχι
μόνο από τον Freud αλλά και από τους συναδέλφους του. Στο έργο του Wilhelm
Reich, Character Analysis, η προσέγγιση
της θεωρίας των ενορμήσεων στη διάγνωση της προσωπικότητας έφτασε στο απόγειό της. […]
(Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα, 2000, σ. 73 – 80)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου