Στο ενδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου Δ (1295a25-26) των Πολιτικών ο Αριστοτέλης
θέτει το ερώτημα: «ποιο είναι το άριστο
πολίτευμα και ο καλύτερος τρόπος συμβίωσης για τις περισσότερες πόλεις και τους
περισσότερους ανθρώπους; […] Όχι το άριστο πολίτευμα ούτε ο άριστος βίος, απολύτως και γενικά∙ αυτό
που εννοεί ο φιλόσοφος το επισημαίνει αμέσως στη συνέχεια: θέλει να ερευνήσει
και να μιλήσει για την πολιτείαν, το
πολίτευμα και το πολιτικόν βίον των
ανθρώπων που δεν ξεχωρίζουν μήτε για την αρετή τους, που θα τους διέκρινε από
τους συνηθισμένους ανθρώπους, μήτε για την παιδεία τους, ούτε ακόμα για το
πολίτευμα που θα εύχονταν οι ίδιοι να έχουν. Έχει στο νου του ο Αριστοτέλης έναν τρόπο ζωής, που οι περισσότεροι από
τους ανθρώπους θα μπορούσαν να συμμετάσχουν (κοινωνήσαι δυνατόν), και ένα
πολίτευμα, το οποίο θα μπορούσαν να εφαρμόσουν οι περισσότερες πόλεις (ενδέχεται μετασχείν) (Δ11. 1295a26-31).
[…] Σκοπός του φιλοσόφου είναι να κρίνει όχι ποιο μπορεί να
είναι το ιδανικό πολίτευμα, […] θέλει να
εξετάσει εκείνο το πολίτευμα που μπορεί να βρει πρακτική εφαρμογή σ’ όλες
γενικά τις πολιτείες (την δυνατήν
[πολιτείαν]) (Πολιτ. Δ11. 1288b38).
Η έρευνα, λοιπόν, για όλα αυτά τα θέματα
θα στηριχθεί στις ίδιες βασικές αρχές,
που ανέπτυξε στην ηθική του φιλοσοφία.[1]
Σ’ αυτά που είχε αναπτύξει στην Ηθική του έρχεται τώρα στα Πολιτικά να προσθέσει ότι ευτυχισμένη ζωή είναι αυτή που κανένα
εμπόδιο δεν την απομακρύνει από την αρετή και ότι η αρετή είναι μεσότητα, και
επιπλέον ότι ο άριστος βίος είναι αυτός που συνίσταται σ’ ένα σωστό μέτρο, στη
μεσότητα που κάθε φορά μπορεί να φθάσει κάποιος (Πολιτ. Δ11, 1295a36
κε.).
Αμέσως μετά, στη συνέχεια, αναλύει τη δομή του κοινωνικού
σώματος των πόλεων: «σε όλες γενικά τις πόλεις υπάρχουν τρεις τάξεις πολιτών,
όπως είναι γνωστό: οι πολύ πλούσιοι (εύποροι
σφόδρα), οι πολύ φτωχοί (άποροι
σφόδρα) και τρίτον αυτοί που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, αυτοί που κατέχουν
το μεσαίο χώρο ανάμεσα στα δύο άκρα (οι
μέσοι τούτων). […]
Όπως είναι γνωστό, η πολιτική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων ήταν
προσανατολισμένη στην πράξη, παρά στις λεπτές θεωρητικές αναλύσεις που είχε
επιχειρήσει να κάνει ο Πλάτων. Ο Αριστοτέλης έθετε το ερώτημα βασικά, πως θα
μπορούσαν να βελτιωθούν ή να αποκτήσουν πολιτική σταθερότητα τα υπάρχοντα
πολιτικά καθεστώτα. Είναι επικριτής, ως γνωστόν, του ιδανικού κράτους της
πλατωνικής Πολιτείας και
αντιπαραθέτει την ευχομένην πολιτεία
ή την δυνατήν πολιτεία προς την
ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα. Η δυσκολία, επισημαίνει, «δεν έγκειται στην
επινόηση θεσμών, αλλά στην πρακτική εφαρμογή τους» (Πολιτ. Η12. 1331b19-21).
[…]
Τρία, λοιπόν, είναι τα σημεία, τα οποία αναδεικνύει ο
Αριστοτέλης, όσον αφορά τους μέσους πολίτες η καλύτερα την πολιτική σημασία
της έννοιας του μέσου πολίτη, της μεσαίας κοινωνική τάξεως. Και τα τρία τα
θεωρεί ως ουσιωδέστατα στοιχεία πολιτικής σταθερότητας στις δημοκρατίες, στις
οποίες όρος ουσίας και θεμέλιο (υπόθεσις)
είναι η ελευθερία.[2]
Το πρώτο αφορά
τους ανθρώπους-πολίτες και την πολιτική συμπεριφορά τους, δηλαδή την ομαλή
συμβίωση μέσα στην πόλη. Αυτό είναι η
πειθαρχία του θυμικού που χαρακτηρίζει τους μέσους πολίτες. Αυτή η μεσαία
τάξη με ευκολία πειθαρχεί στα κελεύσματα του λόγου, πράττει δηλαδή και
συμπεριφέρεται υπό τον έλεγχο του λόγου. Επομένως θωρείται η καλύτερη εγγύηση
για την κοινωνική σταθερότητα της πόλεως. Αντίθετα, οι δύο άλλες κατηγορίες πολιτών, δηλαδή οι σφόδρα εύποροι και οι σφόδρα
άποροι, δύσκολα πειθαρχούν στη λογική και δεν ελέγχουν το θυμικό τους, χαλεπόν τω λόγω ακολουθείν, λέει ο
φιλόσοφος. Αυτό, βέβαια, έχει ως συνέπεια τις διαρκείς αναστατώσει και έριδες
στις πόλεις και εν τέλει κοινωνική πολιτική αστάθεια (Πολιτ. Δ11. 1295b8-9).
Το δεύτερο στοιχείο
αναφέρεται στην ομοιογένεια και την ποιοτική σύνθεση του πολιτικού/κοινωνικού σώματος,
δηλαδή πως εξασφαλίζεται ένα ποιοτικό σύνολο πολιτών εξ ίσων και ομοίων, ώστε να μειώσουμε τις εσωτερικές αντιθέσεις και
την πολιτική αστάθεια. Αυτή την δυνατότητα ο Αριστοτέλης την βλέπει κατ’ εξοχήν
στη μεσαία τάξη […] Αυτοί οι πολίτες που
συγκροτούν τη μεσαία κοινωνική διαστρωμάτωση των πόλεων έχουν ένα αίσθημα
ασφαλείας και επομένως η δική τους βεβαιότητα αντανακλά στην πολιτική
σταθερότητα και την ασφάλεια της πόλεως (Πολιτ. Δ11. 1295b29).
Και επειδή ακριβώς βρίσκονται στο μέσον, συνιστούν το μέτρο και αντιπροσωπεύουν
τη μετριοπάθεια, τόσο από την άποψη των πολιτικών παθών όσο και από την άποψη
των κοινωνικών αντιθέσεων, διότι δεν προκαλούν το φθόνο των κατώτερων (των
απόρων) ούτε τους επιβουλεύονται ανώτεροι (των πλουσίων). Αυτή η κοινωνική θέση
τους εξασφαλίζει συνεπώς το αίσθημα ασφαλείας (Πολιτ. Δ11. 1295b33-34).
Η ψυχολογία και η νοοτροπία των μέσων πολιτών αποτελεί,
άλλωστε, και από μια άλλη σκοπιά, στοιχείο πολιτικής σταθερότητας μέσα στις
πόλεις. Δηλαδή η μετριοπάθεια που διακρίνει τους πολίτες αυτούς αντανακλάται
και στη συμπεριφορά τους απέναντι στους άλλους, στους συμπολίτες τους, όπως
είναι φυσικό: δεν επιθυμούν να πάρουν ή να σφετεριστούν τα ξένα πράγματα, τις
περιουσίες των άλλων, όπως κάνουν ή σκέφτονται οι πένητες, αλλά ούτε και οι
άλλοι επιθυμούν ν’ αρπάξουν τη δική τους περιουσία, μια και δεν είναι
αξιοζήλευτη, […] πράγμα που συμβαίνει με
την περιουσία με την περιουσία των πλουσίων, την οποία ορέγονται συνεχώς οι
φτωχοί (Πολιτ. Δ11. 1295b29-32). Απ’ αυτήν ακριβώς
την νοοτροπία εκπορεύεται το ανεπιβούλευτον
της ζωής και της περιουσίας τους και επομένως το αίσθημα ασφαλείας.
Το τρίτο στοιχείο
που επισυνάπτει ο Αριστοτέλης στην έννοια των μέσων πολιτών αναφέρεται στην ιδιοκτησία, στα περιουσιακά
στοιχεία των πολιτών, […] της μεσαίας τάξεως. Ο Αριστοτέλης μάλιστα βλέπει
την έννοια της ιδιοκτησίας ως ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, δηλαδή
θεωρεί την ιδιοκτησία μέρος του Είναι
και του ήθους του ανθρώπου και κατηγορεί τον Πλάτωνα που πρεσβεύει στην Πολιτεία του, όπως είναι γνωστό, την
κοινοκτημοσύνη (Πολιτ. Β1. 1261a4 κ.ε.). Ο φιλόσοφος, μάλιστα, πιστεύει ότι είναι
εύνοια της τύχης, αν οι πολιτευόμενοι έχουν μέτρια αλλά ικανή περιουσία∙
διότι και στην περίπτωση αυτή, δηλαδή σε όσους φιλοδοξούν να ασχοληθούν με τα
κοινά, στους πολιτευόμενους, τόσο η μεγάλη περιουσία όσο και η μεγάλη ένδεια
μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις ανώμαλες και από τις δύο πλευρές (Πολιτ. Δ11. 1295b39-40) […] Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
πιστεύει ότι οι πολιτευόμενοι που προέρχονται από τη μεσαία κοινωνική τάξη
παρέχουν περισσότερα εχέγγυα από την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος […]
Απόσπασμα
από την εισήγηση του Β. Κύρκου, Ἡ κοινωνία ἡ πολιτικὴ ἀρίστη ἡ διὰ τῶν μέσων.
Από τα πρακτικά του έκτου Πανελλήνιου
συνεδρίου: Ο Αριστοτέλης και η σύγχρονη εποχή (Ιερισσός, 19-21 Οκτωβρίου 2001).
[1] Πολιτ. Δ11. 1295a35-36 ει γαρ καλώς εν τοις Ηθικοίς είρητε. Αναφέρεται, βέβαια, στα Ηθ. Νικ. Α11. 1101a14 κ.ε., όπου αναπτύσσει τις
προϋποθέσεις του ευδαίμονος ανθρώπου
και της ευδαιμονίας∙ και στις δύο
περιπτώσεις η ευδαιμονία συνδέεται με την δραστηριότητα του ανθρώπου/πολίτου μέσα στην κοινότητα κατ’ αρετήν τελείαν, χωρίς όμως να
στερείται τα αναγκαία υλικά αγαθά.
[2] Όπως
είναι, βέβαια, γνωστόν ο ακρογωνιαίος λίθος της (αθηναϊκής) δημοκρατίας, ήταν η
ελευθερία και η ισονομία. Βλ. Πολιτ. Z2. 1317a40-41∙ πρβ. Δ4. 12191b34-35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου