[…] Η εισαγωγή του βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού στη χώρα, και μάλιστα
πάνω στη βάση της καθολικής ψηφοφορίας, δεν υπήρξε αναγκαία και αναπόδραστη απόρροια εσωτερικών διεργασιών,
αλλά κατά πρώτο λόγο η απάντηση των
Δυτικών Δυνάμεων στην ανυπακοή της οθωνικής κυβέρνησης σε κρίσιμα θέματα
εξωτερικής πολιτικής (υποστήριξη των αλυτρώτων κτλ.) και συνάμα το μέσο, με το οποίο οι Δυνάμεις αυτές φαντάζονταν ότι στο
εξής θα μπορούσαν να ασκήσουν πιο τελεσφόρα την επιρροή τους.
Αλλά, ανεξάρτητα
από τα αίτια της, η εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού έθεσε σε κίνηση διαδικασίες
που αποδείχτηκαν κρίσιμες για τον σχηματισμό της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του
νεοελληνικού κράτους. Με άλλα λόγια, ο
μηχανισμός της λειτουργίας του κράτους διαμορφώθηκε και εν μέρει
τερατογενετικό και εν μέρει ιλαροτραγικό αποτέλεσμα
της διασταύρωσης των πιο προηγμένων τοτινών πολιτικών θεσμών, όπως ο
κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία σε μια κοινωνία διεπόμενη από
πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες και αξίες. Πριν από την εισαγωγή,
ή μάλλον την επιβολή, των κοινοβουλευτισμού το κράτος ήταν υποτυπώδες και, παρά
τη συχνά γραφική απλώς επίφαση της βασιλικής αυταρχίας, μόλις μετά βίας
συγκρατούσε σε μια ενότητα τους τοπικούς πόλους ισχύος, καθώς δεν κατείχε ούτε
καν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας∙ σε σχέση με το κράτος της οθωμανικής
περιόδου είχε κάνει βέβαια ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση του σύγχρονου
έννομου κράτους, όμως οι νόμοι και τα διατάγματα του σε πλείστες όσες
περιπτώσεις δεν έφθαναν ίσαμε τη βάση της κοινωνίας, όπου η ζωή ρυθμιζόταν από
το πατριαρχικό εθιμικό δίκαιο.
Ο κοινοβουλευτισμός, σε συνδυασμό με την
καθολική ψηφοφορία, συνεπέφερε μια κοινωνική κινητικότητα ίσως ακόμα εντονότερη
απ’ αυτήν που γέννησε ή ανάπτυξη του καπιταλιστικών σχέσεων, γιατί όχι μόνο δημιούργησε ευκαιρίες
πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας για άτομα με αντίστοιχες φιλοδοξίες,
αλλά και άνοιξε σε ευρύτερες μάζες τον δρόμο από την ύπαιθρο προς τις πόλεις.
Και οι δύο αυτές πλευρές της κοινωνικής κινητικότητας, οι οποίες απέρρεαν από
το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, σήμαιναν αυτόματα τη διόγκωση του κρατικού
μηχανισμού και παράλληλα την ενίσχυση του καθοδηγητικού ρόλου του κράτους […]
Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού εξ
αιτίας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της καθολικής ψηφοφορίας ήταν
αναπόδραστη, γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα για την προσέλκυση
ή την συγκράτηση ψηφοφόρων ήσαν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες ήσαν τόσο πιο περιζήτητες όσο
η καχεξία της οικονομίας και γενικότερα η κοινωνική στενότητα έκαναν τις
υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες. Εφ’ όσον το κράτος
παρέμενε ο πιο σίγουρος και ανθεκτικός εργοδότης, πρώτο μέλημα του κόμματος ήταν η κατάκτηση και η νομή του κράτους,
ειδ’ άλλως θα έχανε την πίστη των οπαδών του στην ικανότητά του να υπερασπίσει
τα συμφέροντά τους.
Όταν η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από
την κοινωνία στην πολιτική, τότε μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση, διατηρώντας
όμως το θεμελιώδες της γνώρισμα, δηλαδή την αναγκαία συνάφεια υπακοής και
προστασίας: ο κοινοβουλευτικός πατριάρχης, είτε κομματικός ηγέτης είναι
είτε τοπικός κομματάρχης, απαιτεί από τους «ανθρώπους του» υπακοή, όμως
ταυτόχρονα αναλαμβάνει να «ενεργήσει για τις υποθέσεις τους», […]
Ο πατριαρχικός ή πελατειακός χαρακτήρας
του κοινοβουλευτισμού και συνάμα η σπάνη των θέσεων στην ελεύθερη αγορά
εργασίας είχαν ως συνέπεια να παίξει ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ρόλο
ανάλογο μ’ εκείνον που έπαιξαν τα βιομηχανικά αστικά κέντρα στη Δύση: απορρόφησε
μάζες αγροτικής προέλευσης, αλλά για να τις διοχετεύει και να τις
χρησιμοποιήσει με τρόπο πολύ διαφορετικό και προ παντός πολύ λιγότερο παραγωγικό
[…] ο όγκος, η δυσκαμψία και η δαπανηρότητα του κράτους αποτέλεσε τροχοπέδη για
τη διοχέτευση πόρων και ενεργειών σύμφωνα με τις ανάγκες μιας αμιγούς
καπιταλιστικής ανάπτυξης […]
Σε καμμιά
περίπτωση, […] δεν πρέπει να παραβλέπεται η εκτεταμένη αυτονομία του
πολιτικού-κομματικού παιχνιδιού ως πελατειακής
σχέσης μεταξύ πολιτικού και ψηφοφόρου, κατά την οποία ο μεν ψηφοφόρος παρέχει υποστήριξη προσδοκώντας προστασία, ενώ ο
πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους με αντάλλαγμα να το κατέχει ο
ίδιος, δηλαδή να θεμελιώνει την ισχύ του στη δυνατότητα να διανέμει –αυτός,
κι όχι κάποιος άλλος– προσοδοφόρες θέσεις και αξιώματα.
Τούτη η αυτονομία του
πολιτικού-κομματικού παιχνιδιού κάνει κατά κανόνα δευτερεύουσες ή και απλώς
προσχηματικές τις «ιδεολογικές» κτλ. αντιθέσεις, ήτοι τις λεγόμενες αντιθέσεις «αρχών»· στο ιδεολογικό φάσμα ενός πολιτικός
καταλαμβάνει ορισμένη θέση γιατί όλες οι υπόλοιπες είναι κατειλημμένες, και
είναι πρόθυμος, αν το κρίνει συμφέρον, να εγκαταλείψει τη θέση που κατέλαβε
αρχικά, αν κενωθεί κάποια άλλη. Μονάχα σ’ αυτήν την προοπτική μπορεί να
εξηγηθεί ικανοποιητικά το χαρακτηριστικό για τη νεοελληνική πολιτική φαινόμενο
της συνεχούς μετατόπισης πολιτικών σε διάφορες θέσεις του παραπάνω φάσματος.
Πολύ λιγότερο μετατοπίστηκε η συγκεκριμένη πολιτική πράξη, δηλαδή η άσκηση της
πολιτικής ως πελατειακής σχέσης. Η
διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους υπήρξε εξ ίσου
έργο των «δεξιών» όσο και των «φιλελεύθερων» ή «δημοκρατικών» κομμάτων, όλα
τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν δηλαδή, μ’ αυτήν
την πολύ χειροπιαστή έννοια, κόμματα κρατιστικά, ανεξάρτητα απ’ το πώς
αντιμετώπιζαν το κράτος στο επίπεδο των προγραμματικών τους αρχών.
Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (Απόσπασμα από την εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης
με τίτλο: Η καχεξία του αστικού στοιχείου
στη νεοελληνική κοινωνία)
(Εκδόσεις
Θεμέλιο, Αθήνα 2000, σ. 20-23)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου