Στις 7 Φεβρουαρίου 1945 ο Θίασος
Μανωλίδου-Αρώνη-Χορν ανέβασε στο θέατρο Πάνθεον τη «Δωδεκάτη Νύχτα» του
Σαίξπηρ. Για να πλαισιωθεί το ανέβασμα τούτο και να γνωρίσει το Αθηναϊκό κοινό
καλύτερα το έργο και τον ποιητή του, ο Θίασος οργάνωσε και μιαν «Εβδομάδα του
Σαίξπηρ», όπου παρακλήθηκαν να μιλήσουν διάφοροι Άγγλοι, Έλληνες και ένας Αμερικανός
ομιλητής για θέματα σχετικά με την παράσταση. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι
από τη διάλεξη του συνταγματάρχη M.
Lubbock
με
τίτλο «Το Ελληνικό Ιδεώδες στη Μουσική και στη Λογοτεχνία».
[…] Διάλεξα «το Ελληνικό Ιδεώδες στη Μουσική και στη
Λογοτεχνία». Και τούτο, γιατί έκλεινε τις δύο μεγάλες μου αγάπες – τη μουσική
και τα αρχαία ελληνικά ιδανικά. […] το
πρώτο Ελληνικό ιδεώδες – το πάθος
των Ελλήνων για την ενότητα και την αρμονία.
Η ομορφιά για κείνους είταν κάτι που
επηρέαζε το σύνολο της ζωής, και μπορούσε μα και έπρεπε να υφανθεί μέσα στο
πανί της κάθε της εκδήλωσης. Δεν είταν ζήτημα διαχωρισμού της μουσικής, της
γλυπτικής και της λογοτεχνίας σε τμήματα της ζωής ενός ανθρώπου, όπου αυτός
μονάχα θα μπορούσε να δεχτεί την επίδραση της ομορφιάς τους. Ένας από τους
μεγάλους μας κλασσικούς συγγραφείς, ο Sir Richard Livingstone, έκανε μια πολύ αληθινή
κριτική του Εγγλέζου και της στάσης που κρατάει απέναντι στις τέχνες. Μιλάει
για τον κοινό Εγγλέζο που πηγαίνει σ’ ένα κονσέρτο, ακούει μια συμφωνία του
Μπραμς, μεθάει από την ομορφιά και το αίσθημά της, κι’ εμψυχώνεται και
φτερώνεται με τον πιο γνήσιο τρόπο. Ύστερα φεύγει από την αίθουσα και γυρίζει
στο απαίσιο σπίτι του, όπου αφιερώνεται σε κούφιες συζητήσεις […] πάει το άλλο
πρωί στο γραφείο του και κρεμάει το καπέλο του στην είσοδο, κρεμάει μαζί και τα
λεπτότερα του αισθήματα, λέγοντας και κάνοντας ολόκληρη τη μέρα πράματα που
είναι ολότελα αντίθετα με τη διάθεσή που είχε την περασμένη βραδιά. Το να ξεχνάμε την καθολικότητα που έχουν οι
μεγάλες ιδιότητες της αλήθειας και της ομορφιάς, αυτό είναι που κάνει τη ζωή
τόσο γυμνή και την τέχνη τόσο ψεύτικη. Μονάχα
όταν η μουσική, η ποίηση, και οι άλλες μορφές της δημιουργικής τέχνης
θεωρηθούνε σα μέσο που οδηγούν στη σοφία και σαν περιπέτεια στην αναζήτηση της
αλήθειας, τότε βρίσκονται στο πλαίσιο που τους αρμόζει και κρίνονται με την
αληθινή τους αξία.
Απ’ αυτό το πάθος να συντεριαστούν τα μέρη σ’ ένα ενιαίο
συνεπές σχέδιο βγαίνει η δεύτερη
Ελληνική ιδιότητα, η ευθύτητα. Από την
επιθυμία που είχαν να επιτύχουν μια τελειότητα του συνόλου δημιουργήθηκε κι ο
ενθουσιασμός που τους οδήγησε ίσια στο ιδανικό τους: Είδαν τ’ αστέρι τους να
λάμπει πέρα μακριά, και τράβηξαν κατά κει, αδιαφορώντας για γνώμη του κόσμου,
μόδα και δυσκολίες. Είχαν την πνευματική ακεραιότητα, που δεν τους άφηνε να
συμβιβαστούν μήτε και να αποπλανηθούν από προκατάληψη ή προσωπικό συμφέρον. […]
Οι Έλληνες μοιραία είχαν την ιδιότητα της ανιδιοτέλειας.
Ακολουθούσαν το ιδανικό τους για χάρη μόνο αυτού του ίδιου και όχι για άλλο
λόγο. Δεν νοιάζονταν για τα πρακτικά αποτελέσματα της δημιουργίας τους, ούτε
για τις γνώμες των άλλων ανθρώπων, ούτε για προσωπικό κέρδος. Είταν αληθινά η ανιδιοτελής
αναζήτηση της αλήθειας, ο γεμάτος αυταπάρνηση αγώνας για το ιδανικό τους που
τους έκανε τέτοιους μεγάλους καλλιτέχνες. […]
Όταν ο άνθρωπος έχει
δει τ’ αστέρι κι’ έχει τάξει τον εαυτό του για ένα ταξίδι κατά κει, πρέπει κι’
άλλα δύο Ελληνικά προτερήματα ν’ αποκτήσει. Το πρώτο είναι η πολυμέρεια
το δεύτερο η απλότητα.
Ο αληθινός καλλιτέχνης είναι στα
γούστα του πλατύς και καθολικός και νοιάζεται
για την ομορφιά στην κάθε της εκδήλωση, δίχως μόδας ή συνήθειας
περιορισμούς, έτοιμος να βρει τ’ όνειρό του όπου κι’ αν τύχει. Είναι τόσοι
άνθρωποι που περιφρονούν το μικρό και μόνο στο μεγάλο νομίζουν πως θα βρουν την
ομορφιά. Υπάρχει, δίχως αμφιβολία, τόση
τέχνη σ’ ένα παιδικό τραγουδάκι όσο και σ’ ένα περίφημο κονσέρτο. Μπορεί να
στέκεται σε κατώτερη βαθμίδα και νάχει απλούστερη μορφή. Ωστόσο ένα λαϊκό
τραγούδι, μπορεί να είναι τόσο τέλειο στα λόγια και στη λεπτότητα της μελωδίας
όσο και μια μελωδία του Μπράμς […]
Μόνο με την αγάπη της
απλότητας μπορούμε να βρούμε τη μεγάλη αλήθεια και την ομορφιά. Το «μεγάλο»
δεν είναι απαραίτητα τόσο πολύπλοκο όσο οι «αριστοκράτες του πνεύματος» θέλουν
να το πιστεύουμε. […] Γιατί αν είναι
αλήθεια πως υπάρχει μια καθολική αξία στην ομορφιά, τότε μπορεί αυτή την
ομορφιά να την αναγνωρίζει και να την εκτιμά κάθε απλό ανθρώπινο μυαλό.
Ίσως μας βοηθάει καμιά φορά να ξεχωρίζουμε τα κύρια σημεία ενός έργου τέχνης για
να δούμε τι πρέπει να προσέξουμε. […] Στη
μουσική η πρώτη ιδιότητα είναι ο
ρυθμός. Ο ρυθμός είναι ο κυματισμός
και η κίνηση, το πάθος που δίνει ζωή στη μουσική και που πάνω του πρέπει να
χτιστούν όλα τα’ άλλα. Ύστερα έρχεται η
μελωδία που εκφράζει, ας πούμε, το
νόημα της μουσικής. […] Δεν νιώθουμε την επίδρασή της με τη λογική του μυαλού
μα με τη συγκίνηση της καρδιάς. […] Ύστερα έρχεται η αρμονία, που θα την
έλεγα φορεσιά ή στολίδι για το θέμα. Πλουτίζει τη μελωδία, δημιουργεί αντίθεση
και χρώμα στο πλαίσιο, και με τον τρόπο αυτό μπορεί να δυναμώσει την εντύπωση
και να κάνει το θέμα να δεσπόζει. Πρέπει όμως πάντα να θυμόμαστε πως βρίσκεται
υποταγμένη στη μελωδία.
Τέλος έρχεται η
ιδιότητα εκείνη που χωρίς αυτή όλα τα άλλα είναι μάταια και νεκρά, μια
ιδιότητα που είναι αδύνατο να την περιγράψουμε και πρέπει να αρκεστούμε σε μια
λέξη: «ισορροπία».
Η ισορροπία δένει τα μέρη ανάμεσά τους
με την αναλογία που τους ταιριάζει και δίνει στο σύνολο ευγένεια και μέτρο.
[…]
Τις ίδιες αυτές ιδιότητες μπορούμε θαρρώ να τις αποδώσουμε,
δίχως πολύ να πλαταίνουμε το νόημα των λέξεων, και στην ποίηση. Ρυθμός δεν
είναι, βέβαια, το μέτρο και ο τονισμός, αλλά οι λεπτές αλλαγές στη ροή και στην
κίνηση του στίχου, που δίνουν ζωντάνια στις λέξεις. Η μελωδία είναι το θέμα,
πιο εύκολο για περιγραφή στην ποίηση παρά στη μουσική, γιατί χρησιμοποιεί ένα
μέσο που μπορεί να εκφράσει λογικά νοήματα. Η αρμονία βρίσκεται στις λέξεις που
υφαίνουν το θέμα. Μια σκέψη γεμάτη αλήθεια και ειλικρίνεια μπορεί να εκφραστεί
με τις πιο άχρωμες και πεζές λέξεις και έτσι να δώσει νόημα ελάχιστο και
εντύπωση καμία. Ντύσε την όμως με λέξεις του Σαίξπηρ και ξεπετιέται αμέσως ολοζώντανη,
όχι μονάχα γιατί η εντύπωση που δίνει είναι πιο ζωηρή, μα και γιατί η επίδραση της
ομορφιάς της ανοίγει το νου και την καρδιά του ακροατή σε μια βραδύτερη
εκτίμηση και αγάπη.
Μου επιτρέπετε να τελειώσω λέγοντας σας τρεις Ελληνικές λέξεις […] αυτές
στέκονται ο μεγάλος ο μεγάλος μου οδηγός για ότι σκέπτομαι και κάνω. Είναι τ’
αστέρια που μας δείχνουν το δρόμο και μας χρειάζονται, όπως πιστεύω, τόσο πολύ
σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όχι μόνο στη μουσική και στην τέχνη. Η πρώτη λέξη,
«αρετή».
Είναι κάθε τι το καλό σ’ ένα πράγμα που
έχει τη δικιά του ιδιαίτερη αξία. Για το νόημα όμως που θέλω να αποδώσω,
προτιμώ τη λέξη «τελειότητα». Είναι η
κατάσταση που θα τη φτάσει το κάθε τι, αν θέλει να εκφράσει το πραγματικό είναι
του. Θυμάστε τι είπε ο Σωκράτης για τη «θεία ιδέα». Όλα τα επίγεια πήραν μορφή
σύμφωνα μ’ αυτήν και πρέπει να προσπαθούν πάντα να τη φτάσουν. Τούτο στάθηκε το
μεγάλο ιδανικό που φώτιζε τις σχέσεις των Ελλήνων με την αλήθεια και την
ομορφιά. Δεν έχει σημασία, αν ένας άνθρωπος
φτάσει ποτέ την «αρετή» ο ίδιος ή το έργο του. Αρκεί να συλλάβει τις αιώνιες
αξίες μια κι’ αρχίσει ειλικρινά να τις γυρεύει. Όταν ένας καλλιτέχνης
αντικρύσει μια φορά το αστέρι, δε χρειάζεται να πετύχει την τελειότητα που
στέκεται στο «τέρμα», για να φέρει και στους άλλους την έμπνευση της δημιουργίας
του. Αν κανείς αφιερώσει τον εαυτό του στην αναζήτηση του τέλειου, ταύτη η
ιδιότητα είναι εκείνη που συγκινεί τα άλλα ανθρώπινα πνεύματα. Και η πιο τέλεια
ευτυχία, όταν το τέρμα μπει σε δεύτερη μοίρα δεν έχει καμία αξία. […]
Η δεύτερη από τις
τρεις Ελληνικές μου λέξεις είναι «κάθαρσις»,
ο εξαγνισμός εκείνος και η λεπτότητα που ένοιωθαν τόσο καλά οι
αρχαίοι Έλληνες. Η καλλιτεχνική
έμπνευση και τα όνειρα πρέπει νάχουν ελευθερία και χώρο για να ανθίσουν. Κι’ όμως
είναι περίεργο ότι τα μεγαλύτερα κατορθώματα χρειάζονται και αυτά πειθαρχία.
[…] Αν επιτρέψουμε στη συγκίνηση να
κάνει ότι θέλει, το αποτέλεσμα θα είναι ενοχλητικό και ίσως χυδαίο. Βγαίνει
κάτι άμορφο, το αντίθετο ακριβώς από το ευγενικό. […] Έτσι ο καλλιτέχνης και
κάθε άνθρωπος μαζί του, πρέπει να πονέσει, αν θέλει να φιλτράρει από την
ακατέργαστη ύλη της ψυχής του, την ομορφιά που μπορεί να κρύβεται μέσα της.
Τέλος έρχομαι στη πιο
σημαντική απ’ όλες τις λέξεις στην αξία που είναι αδύνατο να περιγραφτεί
και που προσπάθησα να την υποδηλώσω. Είναι το καθολικό πνεύμα που χωρίς αυτό
τίποτα δεν έχει αξία. Είναι η λέξη «σωφροσύνη». Πως μπορώ να την εξηγήσω; Έχει τόσο
απόλυτη ακρίβεια, που άλλες ξένες λέξεις είναι αδύνατο να αποδώσουν την
λεπτότητα του νοήματος της. Μπορώ μόνο να γυρίσω σ’ αυτή την ακατάλληλη λέξη «ισορροπία» και να προσθέσω και «αρμονία». Έτσι ίσως δώσω μιαν ιδέα τι
εννοώ. Είναι η ιδιότητα εκείνη, το
δαιμόνιο, που δένει όλα τα στοιχεία στη δημιουργία. Αφήνει το καθένα να παίζει
το ρόλο του και απλώνει τη μαγεία της πάνω στο σύνολο. Της ταιριάζει ίσως το
παλαιό νόημα της Αγγλικής λέξης «gentle». Αποφεύγουμε τις ακρότητες
στη σκέψη και στα αισθήματα, συγκρατούμε τα πάθη, δίνουμε μορφή στα όνειρα και στο τέλος
φτάνουμε στην «αρετή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου