Το αθηναϊκό ιδεώδες κανένας άλλος
δεν το παρουσίασε με ευγλωττία πιο μεγαλειώδη και πιο δυνατή από τον Θουκυδίδη.
Ο ιστορικός προσέχει καλά να μη μιλήσει για λογαριασμό του· Έτσι, αυτό το
θαυμάσιο σχόλιο, […] το αποδίδει […] στον Περικλή.
Επιφορτισμένος να εκφωνήσει τον επιτάφιο των πολεμιστών που πέθαναν για
την πατρίδα, ο ρήτορας δηλώνει ότι, χωρίς να χρονοτριβήσει στον έπαινο όλων
εκείνων που, στο παρελθόν ή στο παρόν, συνέβαλαν στο μεγαλείο της Αθήνας, θα
εξετάσει τους θεσμούς και τα ήθη που συνιστούν τη βασική αιτία της δύναμης και
της ευημερίας της[1].
«Το πολίτευμά μας, βεβαιώνει αρχίζοντας, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει
από τους νόμους των γειτόνων· γεγονός είναι ότι αποτελούμε παράδειγμα για
μερικούς, παρά ότι έχουμε μιμηθεί άλλους. Το όνομά του είναι δημοκρατία, γιατί
σκοπεύει στο συμφέρον όχι μιας μειοψηφίας, αλλά του πιο μεγάλου αριθμού».
Πρώτη του αρχή έχει την ισότητα.
Στην ιδιωτική ζωή ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στους πολίτες. Στην
δημόσια ζωή η υπόληψη δεν συνδέεται ούτε με την καταγωγή ούτε με τη περιουσία,
αλλά μόνο με την αξία, και δεν είναι οι κοινωνικές διακρίσεις, αλλά η
αρμοδιότητα και η ιδιοφυία που ανοίγουν το δρόμο στις τιμές. Μια τέτοια αντίληψη για την ισότητα, που
αφήνει το πεδίο ανοιχτό στην προσωπική αξία, δεν βλάπτει καθόλου την ελευθερία.
Καθένας είναι ελεύθερος στις πράξεις του, χωρίς να φοβάται ούτε φιλύποπτη
περιέργεια ούτε αποδοκιμαστικά βλέμματα. Αλλά η ελευθερία των ατόμων έχει ως όρια τα δικαιώματα του κράτους την
υποχρέωση των πολιτών να πειθαρχούν. Η δημόσια τάξη επιβάλλει την υποταγή
στις καθιερωμένες εξουσίες, την υπακοή στους νόμους, κυρίως στους νόμους της
αδελφοσύνης, που εξασφαλίζουν την προστασία των αδυνάτων, και στους άγραφους
νόμους που πηγάζουν από την καθολική συνείδηση.
Ένα τέτοιο πολίτευμα δαψιλεύει σε όλους αναρίθμητες ευεργεσίες. Η
ζωή έχει περισσότερη γοητεία στην Αθήνα παρά οπουδήποτε αλλού: οι περιοδικές
εορτές ξεκουράζουν το μυαλό, και το θαλάσσιο εμπόριο κάνει να συρρέουν προϊόντα
απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό δεν εμποδίζει την μαθητεία στα πολεμικά. Αλλά όλα
γίνονται σε άπλετο φως χωρίς μυστήριο και χωρίς καταναγκασμό. Δεν υπάρχουν
νόμοι που να αποκλείουν τους ξένους από την πόλη· δεν υπάρχουν επίπονες
ασκήσεις που να καθιστούν την ανδρεία αρετή που διδάσκεται· το φυσικό θάρρος
είναι αρκετό στους Αθηναίους για να φανούν, σε ώρες δοκιμασίας, εφάμιλλοι των
εχθρών, των οποίων η ζωή είναι μια ατέρμονη καταπόνηση.
Και να άλλοι τίτλοι δόξας:
Φιλοκαλλούν χωρίς υπερβολικές δαπάνες· καλλιεργούν την επιστήμη χωρίς να χάνουν
τίποτε από τη δραστηριότητά τους. Γι’ αυτούς ο πλούτος δεν αποτελεί αντικείμενο
μεγαλαυχίας, αλλά όργανο εργασίας, και η φτώχεια δεν είναι ντροπή παρά όταν δεν
κάνουν τίποτε για να απαλλαγούν από αυτήν. Πως τέτοιοι άνθρωποι δεν θα ήταν άξιοι
να φροντίσουν συγχρόνως τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα της πόλης τους; Στην Αθήνα οι άνθρωποι που εργάζονται
καταλαβαίνουν από πολιτική, και όποιος μένει έξω από τα δημόσια πράγματα
θεωρείται άχρηστος. Ενωμένοι σε ένα σώμα, οι πολίτες ξέρουν να κρίνουν
σωστά και να παίρνουν τις αποφάσεις που πρέπει, γιατί δεν νομίζουν ότι ο λόγος
είναι βλαβερός στην πράξη και θέλουν αντίθετα, να χυθεί φως με τη συζήτηση. Ενώ αλλού η τόλμη είναι αποτέλεσμα άγνοιας
και η σκέψη αιτία αναποφασιστικότητας τους, η Αθήνα εξασκείται στην τόλμη με
την σκέψη.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό που
την ξεχωρίζει από τα άλλα έθνη είναι η γενναιοδωρία της. Προσφέρει τις
υπηρεσίες της χωρίς υπολογισμό χωρίς υστεροβουλία, και με την εμμονή της στο να εξυπηρετεί προλαμβάνει τη χαλάρωση της
ευγνωμοσύνης. «Με λίγα λόγια, συμπεραίνει ο Περικλής, η Αθήνα αποτελεί της Ελλάδος παίδευσιν» (το σχολείο της
Ελλάδος).
Μόλο που αυτές οι αντιλήψεις
είναι πολύ ωραίες και πολύ συστηματοποιημένες, για να δώσουν μια πιστή και
πλήρη εικόνα της πραγματικότητας, όμως ρίχνουν ένα κολακευτικό φως πάνω της,
χωρίς να την παραμορφώνουν. Αυτό που
εντυπωσιάζει περισσότερο από τα κεφάλαια του Θουκυδίδη δεν είναι οι σκέψεις
πάνω στη δημοκρατική ισότητα, γιατί είναι συνηθισμένες και θυμίζουν τους
κοινούς τόπους πάνω στην ισονομία, για τους οποίους καμαρώνουν ο Ηρόδοτος και ο
Ευριπίδης[2]. Αυτό
που αξίζει να επισύρει την προσοχή είναι
οι ιδέες για τη σχέση κράτους και ατόμου. Σε αυτές βρίσκει κανείς αξιώματα
που θα έλεγα ότι ενέπνευσαν τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η
πολιτική ελευθερία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ελευθερίας που απολαμβάνουν
όλοι οι πολίτες στην ιδιωτική τους ζωή. Που είναι λοιπόν η καταπίεση που τους
έκανε να νιώθουν, σύμφωνα με μια διαδεδομένη προκατάληψη, η παντοδυναμία της
πόλης; Συνηθισμένοι να ζουν όπως τους αρέσει, επεμβαίνουν χωρίς δυσκολία, εάν
θέλουν, στις συζητήσεις που διαφωτίζουν τις κοινές αποφάσεις. Αυτό εννοούσε και
ο Ευριπίδης, όταν έβαλε τον Θησέα, τον ήρωα της δημοκρατίας, να λέει: «Η ελευθερία είναι τούτο: “όποιος θέλει να
δώσει μια καλή γνώμη στην πόλη, ας βγει μπροστά και ας μιλήσει”[3]. Καθένας μπορεί, κατά τη διάθεση του, να
προβληθεί εκφράζοντας μια γνώμη ή να σιωπήσει. Υπάρχει ωραιότερη ισότητα για
τους πολίτες;» Τέλος, με όλες αυτές τις αρχές, η αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου
αιώνα τείνει να κρατήσει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του
κράτους και στα φυσικά δικαιώματα του ατόμου.
(ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 1994, σελ. 153-156)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου