Ας προσπαθήσουμε καταρχάς να δώσουμε έναν προσωρινό ορισμό
της πόλεως, διακρίνοντας τέσσερις ουσιαστικές πλευρές της.
Πρώτο σημείο, η πόλις
δεν ταυτίζεται με τη σύγχρονη πόλη. Η πόλη, το αστικό κέντρο, είναι το
άστυ. […] Η πόλις αποτελεί την ενότητα
ενός αστικού κι ενός αγροτικού χώρου. Κλασικό
παράδειγμα – αλλά πολύ κακό, διότι πρόκειται για αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση
από πολλές απόψεις – Αθήνα, η οποία δεν ταυτίζεται με το άστυ των Αθηνών. Αθήνα είναι
η Αττική […]
Αν και η πόλις είναι η ενότητα ενός αστικού κι ενός
αγροτικού χώρου, ταυτόχρονα η πόλις δεν
έχει εδαφική υπόσταση. Το έδαφος είναι σίγουρα πολύ σημαντικό: βρίσκουμε σε
αυτό ναούς, ίχνη από το πέρασμα των θεών· η
πόλις όμως είναι οι πολίτες. Ο Θουκυδίδης τα λέει ρητά: άνδρες γαρ πόλις (Ζ, 77). Πολυάριθμες
ακόμη μαρτυρίες δείχνουν ότι το ουσιώδες είναι το σώμα των πολιτών, που μπορεί
δυνητικά να εγκαταλείψει το έδαφος χωρίς εκ τούτου να εξαφανιστεί η πόλις.
Η τρίτη πλευρά είναι κατά μια έννοια πολύ γνωστή, είναι αν
θέλετε κοινότοπη, αλλά έχω την εντύπωση ότι η σημασία της δεν γίνεται γενικά
αντιληπτή: η ελληνική κοινωνία
θεσμίζεται ως κοινωνία που θεωρείται μία και ομοιογενής, ως κοινωνία με την
έννοια που δίνουμε εδώ στον όρο αυτό, μέσω της συγκρότησης μερικών εκατοντάδων
τουλάχιστον αυτόνομων πόλεων. Πρόκειται εν κατακλείδι ασφαλώς για ένα
έθνος, διότι υπάρχει κοινή γλώσσα και παράδοση, συναίσθημα αλληλεγγύης και
αντίθεση σε κάθε τι μη ελληνικό, απέναντι σε αυτούς που ονομαστούν αργότερα
«βάρβαροι». Όμως αυτό το έθνος δεν μπορεί να θεσμιστεί – μπορούμε να πούμε ότι δεν συλλαμβάνει την ύπαρξή του – παρά μόνο ως συνύπαρξη εκατοντάδων αυτόνομων
πολιτικών ενοτήτων. Βεβαίως, αυτό το στοιχείο θεωρείται από όλους τους
ιστορικούς ως η μεγάλη αδυναμία του ελληνικού κόσμου. […] γίνεται δύσκολα
κατανοητή η ανικανότητα των Ελλήνων να συστήσουν ένα μόνο κράτος. Ο Kitto – Άγγλος ελληνιστής και
συγγραφέας […] – παρατήρησε με χιούμορ ότι αν ρωτούσε κανείς έναν Έλληνα γιατί
οι διάφορες πόλεις δεν ενώνονται για να συστήσουν ένα κράτος, θα ήταν σαν να
ρωτούσε έναν Άγγλο, μέλος κάποιας λέσχης, γιατί όλες οι αγγλικές λέσχες δεν
ενώνονται για να σχηματίσουν μόνο μία. Η απάντηση του Άγγλου είναι φυσικά:
διότι τότε δεν θα επρόκειτο για λέσχες. […] Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι αυτή η θεμελιώδης θέση:
δεν πρόκειται για τη δημιουργία ενός κράτους γενικά, πρόκειται για τη
δημιουργία πολιτικών κοινοτήτων που μπορούν να είναι αυτόνομες, δηλαδή στη
πραγματικότητα να αυτοκυβερνώνται. Αυτός είναι ο λόγος που ο ιδανικός αριθμός
των πολιτών μιας πόλις υπήρξε αντικείμενο διαρκούς αναζήτησης των πολιτικών
μεταρρυθμιστών, πράγμα που διατυπώνει τέλεια ο Αριστοτέλης όταν λέει ότι δεν
είναι δυνατό να συσταθεί μια πόλις με χίλια άτομα, αλλά ούτε με ένα εκατομμύριο
άτομα: οι χίλιοι είναι λίγοι, το ένα εκατομμύριο δεν είναι πλέον πόλις, είναι η
Βαβυλώνα (Πολιτικά, Β, 1265a 14· Γ, 1276a 25-30· Ζ, 1320b 34 – 1326b 25).
Τέταρτο χαρακτηριστικό […]: για την περίοδο που μας
ενδιαφέρει, η πόλις δεν ταυτίζεται με το
κράτος με τη σύγχρονη έννοια του όρου. […] Η πόλις είναι η κοινότητα των ελεύθερων πολιτών οι οποίοι, τουλάχιστον
στη δημοκρατική πόλη, νομοθετούν δικάζουν και κυβερνούν. Τρείς λειτουργίες,
τρεις λέξεις χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης (Ε, 18, 2) για να υποδείξει μια
ανεξάρτητη πόλη: αυτόνομος, αυτόδικος (που έχει τη δική της
δικαστική εξουσία) και αυτοτελής (που
αυτοκυβερνάται). Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό
που οι Νεότεροι ονομάζουν εκτελεστική εξουσία στην Αθήνα της κλασικής εποχής
θεωρείται απλή διαχείριση και ανατίθεται κατά κύριο λόγο σε δούλους: οι
αστυνόμοι, οι γραφείς, οι συντηρητές των αρχείων, οι ταμίες είναι δούλοι. […] Αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη δεν είναι τα
λογιστικά, αλλά η λήψη των αποφάσεων: […] αντίθετα με όσα επαναλαμβάνει
αδιάκοπα η σύγχρονη πολιτική θεωρία, οι
τρεις λειτουργίες της πολιτικής εξουσίας είναι η νομοθετική, η δικαστική ή η
κυβερνητική, όχι η εκτελεστική. […]
Αυτές είναι οι τέσσερις ουσιώδεις όψεις της πόλεως.
Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα II. Η Πόλις και οι νόμοι
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ, 2008, σελ. 81-85)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου