Περί των τυπικών μεθόδων της ερμηνείας του Nietzsche.- Οι ερμηνείες
του Nietzsche, που εμφανίζονται φιλολογικά ολοκληρωμένες, κάνουν ως επί το πολύ
το εξής θεμελιώδες λάθος: προϋποθέτουν ως αυτονόητη τη γνώση για τις
υφιστάμενες δυνατότητες της ανθρώπινης υπάρξεως, στις οποίες κατατάσσουν τον
Nietzsche˙ έτσι τον υποτάσσουν κάπου στο σύνολό του. Λάθος ήταν προ πάντων να
θαυμάζει κανείς στον Nietzsche τον ποιητή και συγγραφέα, εφ’ όσον ο θαυμασμός
αυτός συνοδευόταν με την άρνηση του Nietzsche ως φιλοσόφου˙ λάθος ήταν όμως
επίσης να παίρνει κανείς τον Nietzsche για φιλόσοφο, έτσι όπως παίρνουμε και
τους παλαιότερους φιλοσόφους, και να τον μετράει με το δικό τους μέτρο. Η αληθινή ερμηνεία είναι διεισδυτική
και όχι υπαγωγική˙ δεν φθάνει σε μιαν
οριστική γνώση, αλλά προχωρεί πέρα απ’ ότι κάθε τόσο συλλαμβάνει,
γινώσκοντας, ρωτώντας κι απαντώντας. Έτσι εγκαινιάζει
μια διαδικασία αφομοιώσεως, πιστοποιώντας τις προϋποθέσεις και τα όρια της
διαδικασίας αυτής. Ενώ η σφαλερή ερμηνεία παρατηρεί, σπρώχνοντας πάντα σε
απόσταση ό,τι βλέπει, αφήνοντας να στέκεται μπροστά της το ερμηνευμένο
αντικείμενο σαν κάτι το ξένο και προκαλώντας την ψεύτικη ηδονή της γενικής
επισκοπήσεως, η αληθινή ερμηνεία είναι τό μέσον, που μας δίνει τη δυνατότητα να
νοιώσουμε αυτό, που ερμηνεύουμε, σαν να αφορά τον ίδιο τον εαυτό μας. Από τις ερμηνείες, που οδηγούν σε πλάνες,
οι πιο συνηθισμένες, θεμιτές βέβαια στην αυτοπεριοριοτική τους τάση,
εσφαλμένες όμως, εφ’ όσον ανάγουν σε κάτι απόλυτο, ό,τι μονομερώς συλλαμβάνουν,
είναι οι ακόλουθες:
1. Μερικές μεμονωμένες
διδασκαλίες του Nietzsche απομονώνονται, συστηματοποιούνται και θεωρούνται ως
το κυριώτερο επίτευγμά του. Έτσι π.χ. θεωρούν μερικοί ως τη συνδετική
θεμελιώδη ιδέα του συστήματος την θέληση για δύναμη, αποκλείοντας τις
μυστικιστικές ανατάσεις του Nietzsche και τη θεωρία του για την αιώνια
επιστροφή. Άλλοι πάλι βλέπουν την θεμελιώδη αλήθεια στον τρόπο, με τον οποίον
νοιώθει και συλλαμβάνει ο Nietzsche τη ζωή και στην αποκάλυψη των ζωοκτόνων
επιδράσεων της μεταμφιεσμένης θελήσεως για την άσκηση βίας και δυνάμεως (κι
απορούν βλέποντας, ότι ο Nietzsche θεωρεί αυτήν την θέληση σαν κάτι που
συμπίπτει με τη ζωή, πράγμα, που αναιρεί την ίδια του τη σύλληψη). Άλλοι τέλος
βλέπουν την κεντρική αλήθεια στην καθολική ψυχολογία του Nietzsche που όλα τα
ξεγυμνώνει, χωρίς να δέχονται την ύπαρξη θετικών στοιχείων στην διδασκαλία του.
Σε όλους αυτούς τους δρόμους απαντάει κανείς και κάτι, που σχετίζεται με την
διανόηση του Nietzsche, δεν βρίσκει όμως την ίδια του την διανόηση στο σύνολο
της.
2. Την προσωπικότητα του Nietzsche μεταβάλλουν πολλοί σε εικόνα (σε
μορφή) κι έτσι, ανάγοντάς την σε ένα
αισθητικά θεαματικό και συνεχόμενο σύνολο ενός συντελεσμένου πια πεπρωμένου, δεν αισθάνονται να τους επιβάλλει καμιάν
υποχρέωση. Ο ένας συλλαμβάνει την προσωπική υποκειμενικότητα με τα θέλγητρά
της, τη μοίρα μιας μεγαλοφυούς ψυχής στη μόνωσή της. Ο άλλος πάλι βλέπει στο
πρόσωπο του Nietzsche μιαν αντικειμενική μοίρα˙ βλέπει το πώς καταντάει ο
αληθινός άνθρωπος, όταν ζει στα όρια δυο εποχών, όταν δηλαδή ζει τη στιγμή που
ό,τι υπάρχει είναι πια αδειανό κι ό,τι πρόκειται ναρθεί δεν έχει γίνει ακόμα
πραγματικό˙ έτσι βλέπει κανείς στον Nietzsche την κρίση της Ευρώπης, που στο
πρόσωπό του πήρε μιαν ανθρώπινη μορφή, μια μορφή, που πρέπει λόγω των
περιστάσεων να σπάσει, ενώ συγχρόνως η μορφή αυτή με μάτι ολοκάθαρο μας λέει,
τι συμβαίνει και τι μπορεί ναρθεί. Ο πρώτος το παρακάνει, βλέποντας στον
Nietzsche ένα περίεργο ψυχολογικό φαινόμενο, ο δεύτερος παίζει τον παντογνώστη
σαν νάταν ο Θεός, που παρατηρεί την ιστορία της ανθρωπότητας κι ανακαλύπτει το
μέρος, όπου στέκεται ο Nietzsche. Κι oι δυο τους, νομίζοντας ότι με την
ερμηνεία τους συλλαμβάνουν τον ίδιο τον Nietzsche, χάνουν, πίσω από το τείχος
ενός ψεύτικου μεγαλείου, την πιθανότητα να νοιώσουν τον Nietzsche σαν κάτι που
αφορά τον ίδιο τον εαυτό του˙ κι έτσι δεν είναι δυνατόν να υποστούν την ώθηση
του.
3. Η καθολική πραγματικότητα του Nietzsche διαφωτίζεται με σύμβολα
μυθικά, που του προσδίδουν σημασία
αιώνια και το βάθος του ιστορικού βυθού. Κάτι το διαπεραστικό και αξέχαστο
υπάρχει π.χ., όσον αφορά την βαθύτατη διαλεκτική αρνητικότητα του Nietzsche,
στο σύμβολο του Ιούδα, όσον αφορά την απαλλαγμένη από κάθε πλάνη τόλμη του στον
Ιππότη, που τρέχει ανάμεσα στο θάνατο και στον διάβολο (βλ. Bertram). Από τη
στιγμή, όμως, που τα σύμβολα αυτά θέλουν να γίνουν κάτι περισσότερο από ένα
παιχνίδι, χάνουν την τιμιότητά τους: απλοποιούν, αίρουν την κίνηση, μεταβάλλουν
τον Nietzsche σε μια σκληρή κι ακίνητη ύπαρξη και τον υποτάσσουν σε μιάν
αναγκαιότητα, που περιλαμβάνει τα πάντα, αντί να τον παρακολουθήσουν στη δική
του την πραγματικότητα. Αξίζει να ιδή κανείς, πώς χρησιμοποιεί ο ίδιος ο
Nietzsche τέτοια σύμβολα ως μέσα διαφωτιστικά, πάντως όμως όχι ως τα μόνα μέσα.
4. Σκέψεις και στάσεις του Nietzsche ερμηνεύονται από πολλούς
ψυχολογικά. Από το πώς έφθασε σε μιαν ορισμένη σκέψη η στάση εξαρτούν την
αξία και αλήθεια της. Η μέθοδος αυτή φαίνεται σαν νάχει υποδειχθή από τον ίδιο
τον Nietzsche, που τονίζει πράγματι την ενότητα ζωής και γνώσεως και θεωρεί τα
φιλοσοφικά συστήματα ως πράξεις προσωπικές του δημιουργού των. Κι όμως ο
Nietzsche μας λέει, μιλώντας για τους κριτικούς του: «Το μόνο που τους
ενδιαφέρει φαίνεται να είναι όχι το τι έχει ειπωθή, αλλά το ότι έχει ειπωθή από
μένα και σε όποιο βαθμό έφθασα εγώ να το ειπώ... Με κρίνουν για να μην έχουν
καμιά σχέση με το έργο μου: εξηγούν τη γένεσή του,— κι έτσι αυτό είναι αρκετό
για να το απορρίψουν» (14,360). Λέγοντας αυτά, δεν αντιφάσκει ο Nietzsche με
τον εαυτό του, αλλά θέλει απλούστατα να μη συγχέεται η ματιά, που πάει στην
ουσία εκείνου, που σκεπτόμαστε, μια ματιά, που είναι υπαρξιακά διαφωτιστική και
γεμάτη αγάπη, προς την ψυχολογική νόηση, που ξεκινάει από αυθαίρετες αρέσκειες
και που δεν έχει μάτια για να ιδεί το ον. Η ψυχολογία δεν είναι «ως τοιαύτη»
και υπαρξιακή διαφώτιση. Με την απλή ψυχολογία συλλαμβάνει κανείς π.χ. τη σκέψη
του Nietzsche, χωρίς να φθάνει στην ουσιαστική υπόστασή του, εξηγώντας την μέσω
της πικρίας του αρρωστημένου καθηγητή (πρόκειται για τον τρυφερό νευρασθενή,
που εκθειάζει το κτήνος) ή μέσω του αγώνα του για ν’ αποκτήσει δύναμη και ισχύ
(από τον οποίον αγώνα λένε πως καθορίστηκε η θέση του εναντίον των Γερμανών,
εναντίον του Bismarck, η επιθυμία του να επιδράσει, προκαλώντας εξωτερικές
συγκινήσεις, καθώς και η ηχηρή πολεμική του). Η μέθοδος αυτή είναι μάλλον
υποτιμητική παρά κατανοητική: ό,τι συλλαμβάνει είναι πάντως ελάχιστα ουσιώδες,
ή οδηγεί σε ψέμμα και είναι συνεπώς άκυρη ή, αν κατορθώνει να μας δώσει κάτι
από τον Nietzsche, δεν έχει πάντως την δύναμη να διαφωτίσει την ίδια την ουσία
της υπάρξεώς του.
Μήπως όμως είναι δυνατή μια
ερμηνεία του Nietzsche ως μέσον αφομιώσεως; Μια ερμηνεία που να χρησιμοποιεί
τον δρόμο αυτόν αρνητικά για ν’ ανακαλύψη ακριβώς τον αληθινό Nietzsche; Μια
τέτοια ερμηνεία θα διατηρούσε ελεύθερο το βλέμμα της απέναντι του συστήματος
μιας διδασκαλίας, απέναντι της μορφής μιας προσωπικότητας, απέναντι μιας
μυθικής συμβολικής και μιας ψυχολογικά προσδιορισμένης διαφωτίσεως, για να
μπορέσει ναρθεί σε επαφή με την κίνηση της ίδιας της ουσίας, να λάβει μέρος σ’
αυτήν και να γίνει η ίδια κάτι το πραγματικό. Αντί να ασχολείται κανείς μόνο με
ό,τι ο Nietzsche διανοητικά, συγγραφικά και βιογραφικά παρουσιάζει, αντί να
ζητάει να τον γνωρίσει σαν κάποιον άλλον, θα μπορούσε έτσι να μπει στην κίνηση
του αληθινού Nietzsche. Το να βρει κανείς το μέσον γι’ αυτή τη γνήσια
αφομοίωση, αυτό είναι το αληθινά δύσκολο. Ο Nietzsche, αν τον πάρουμε έτσι,
βρίσκεται στον πυθμένα εκείνον, που μέσ' στο βάθος του κάθε αρχή και κάθε όριο
γίνεται λαλιά˙ σκέψεις και εικόνα, το διαλεκτικό σύστημα και η ποίηση, όλα
γίνονται εδώ εξ ίσου έκφραση˙ ο Nietzsche είναι ο άνθρωπος, που επειδή ακριβώς
τολμά και ρίχνεται μέσα σε όλα, μπορεί αληθινά και ουσιαστικά να μεταδώσει τον
τρόπο, με τον οποίον συνέλαβε κι ένοιωσε τον εαυτό του. Πώς πρέπει να
διαβάζουμε τόν Nietzsche.—Όσο για τους πιο πολλούς φιλοσόφους, υπάρχει πάντα ο
κίνδυνος, αντί να διαβάζονται τα ίδια τους τα έργα, να διαβάζονται βιβλία, που
γράφηκαν γι’ αυτούς˙ όσο για τον Nietzsche, εδώ υπάρχει αντιθέτως ο κίνδυνος,
επειδή φαίνεται σαν να είναι εύκολα προσιτός, να διαβάζεται ο ίδιος άσχημα.
Αν δώσουμε τη συμβουλή ν’ ανοίγει κανείς τα βιβλία του Nietzsche όπου
κι όπου, να τον παίρνει για αφορμή σκέψεων, να συλλαμβάνει, ό,τι του κάνει
κέφι, θα πέφταμε όλως διόλου έξω
στην εκλογή του δρόμου, που οδηγεί στον Nietzsche. «Οι χειρότεροι αναγνώστες είναι εκείνοι, που κάνουν σαν να ήταν
στρατιώτες στη στιγμή της λεηλασίας: αρπάζουν ό,τι μπορεί να τους χρειασθεί,
βρωμίζουν και ανακατεύουν τα υπόλοιπα και βεβηλώνουν το όλον» (3,75). «Μισώ τους αργόσχολους, που καταγίνονται στο
διάβασμα» (6,56).
Σε πλάνη επίσης θάπεφτε όποιος θα ενόμιζε, αντιθέτως, ότι πρέπει να
διαβάσει «εν σπουδή» όσο μπορεί περισσότερα, όλα, για να κατακτήσει το όλον.
Ο Nietzsche είναι «ένας διδάσκαλος του
αργού βίου. Τώρα μ’ έχει καταλάβει η όρεξη... να μη γράφω πια τίποτε που
δεν είναι ικανό να οδηγήσει σε απελπισία τους διάφορους εκείνους τύπους των
ανθρώπων, που είναι «βιαστικοί». Ο Nietzsche εκθειάζει τη φιλολογική επιστήμη:
«σε μαθαίνει να διαβάζεις σωστά, δηλαδή σιγά, βαθειά, με σεβασμό και προσοχή,
με επιφυλάξεις, με θύρες που μένουν ανοιχτές, με τρυφερά δάχτυλα και μάτια»
(4,9-10).
Πάντως δεν πρέπει ν’ αρκεσθή ο
αναγνώστης, ασκώντας τον εαυτό του σ’ αυτήν την «ανάλογη με του χρυσοχόου την
τέχνη κατοχή της λέξεως» πρέπει μέσω της λέξεως, της φράσεως και του
συλλογισμού να φθάσει στο αρχικό καθεστώς των σκέψεων για να δεχθή την αληθινή
τους ώθηση. Κάποτε έγραψε ο Nietzsche προς τον Gast στη Βενετία: «Όταν φθάσει
το αντίτυπο της «Χαραυγής» στα χέρια Σας, καταδεχθήτε να μου κάνετε την εξής
τιμή: πάρτε το μαζί σας και πηγαίνετε για μια μέρα στο Λίντο, διαβάστε το ως
σύνολο και προσπαθήστε να βγάλετε από μέσα του ένα σύνολο και για Σας—δηλαδή
μια κατάσταση πάθους» (προς τον Gast, 23, 6, 81).
Αν συνδυάσει κανείς όλες τις
εκδηλώσεις του Nietzsche που η καθεμιά, αν και φαίνεται σαν ν’ αντιφάσκει στην
άλλη, είναι αληθινή, τότε ακριβώς θα καταλάβει πόση δυσκολία συνδέεται με το
διάβασμα του Nietzsche. Ο Nietzsche δεν
θέλει ν’ ανοίγουμε απλώς, όπου και όπως τύχει, τα βιβλία του˙ θέλει να τον
μελετήσουμε. Αυτή η μελέτη όμως παίρνει νόημα και γίνεται μ’ αυτόν τον
τρόπο νοητή μόνο και μόνο αν έρθουμε κάποτε σε επαφή και με την αρχή˙ εκείνη η
«κατάσταση πάθους», που απαιτεί ο Nietzsche, δεν είναι σκοπός, αλλά πηγή, μ’
αυτήν αρχίζει η εργασία, που πρέπει να καταβάλει ο αναγνώστης. Για μια τέτοια
εργασία μπορούν να υποδειχθούν μερικά μέσα.
Μετάφραση Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου