Ο ανθρώπινος
πολιτισμός – εννοώ όλα αυτά με τα οποία η ανθρώπινη ζωή ξεπέρασε τις ζωώδεις
συνθήκες και τα οποία τoν διακρίνουν από τη ζωή των ζώων – και αποποιούμαι να
ξεχωρίσω τον πνευματικό πολιτισμό (Kultur) από τον τεχνικό (Zivilisation), παρουσιάζει
στον παρατηρητή, όπως είναι γνωστό, δύο
όψεις. Από το ένα μέρος περιλαμβάνει όλες
τις γνώσεις και τις ικανότητες που απόκτησαν οι άνθρωποι για να
κυριαρχήσουν πάνω στις δυνάμεις της φύσης και να της αποσπάσουν αγαθά για την
ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, από το άλλο μέρος όλους τους θεσμούς που είναι αναγκαίοι για τη ρύθμιση των σχέσεων
ανάμεσα στους ανθρώπους και ιδιαίτερα της κατανομής των προσιτών αγαθών.
Οι δύο κατευθύνσεις
του πολιτισμού δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, πρώτον, επειδή οι
αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων επηρεάζονται βαθιά από το βαθμό της ικανοποίησης
των ορμών, τον οποίο επιτρέπουν τα υπάρχοντα αγαθά, δεύτερον, επειδή ο
ξεχωριστός άνθρωπος μπορεί να μπει στη σχέση που έχει ένας άλλος προς ένα
αγαθό, εφόσον τούτος χρησιμοποιεί την εργατική του δύναμη ή τον παίρνει σα
σεξουαλικό αντικείμενο, και τρίτον, επειδή κάθε
άνθρωπος είναι ουσιαστικά εχθρός του πολιτισμού, που μολοντούτο πρέπει να
είναι γενικό ανθρώπινο συμφέρον. Είναι περίεργο ότι οι άνθρωποι, όσο δύσκολα και αν μπορούν να ζήσουν σε απομόνωση,
αισθάνονται σαν πολύ βαριές τις θυσίες, που απαιτεί ο πολιτισμός απ’ αυτούς
για να κάνει δυνατή τη συμβίωση. Έτσι ο
πολιτισμός πρέπει να αμυνθεί απέναντι στο ξεχωριστό άτομο και οι θεσμοί του, οι
αρχές και οι εντολές του τίθενται στην υπηρεσία αυτού του καθήκοντος· […]
Έτσι μας δημιουργείται η εντύπωση πως ο πολιτισμός είναι
κάτι που επιβλήθηκε σε μια αντιστεκόμενη πλειοψηφία από μια μειονότητα, που
κατάφερε να πάρει στην κατοχήν της τα μέσα της εξουσίας και του καταναγκασμού. Φυσικά
είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι αυτές οι δυσκολίες δεν ανήκουν στην ουσία του
πολιτισμού, αλλά εξαρτώνται από τις ατέλειες των πολιτιστικών μορφών που
αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα. Στην πραγματικότητα δεν είναι δύσκολο να καταδείξουμε
αυτές τις ελλείψεις. Ενώ η ανθρωπότητα έχει κάνει συνεχώς προόδους στην
κυριαρχία πάνω στη φύση και μπορεί να περιμένει ακόμη μεγαλύτερη, δεν
παρατηρείται σίγουρα μια τέτοια πρόοδος στη ρύθμιση των ανθρώπινων ζητημάτων,
και πιθανόν σε κάθε εποχή, όπως σήμερα πάλι, αναρωτήθηκαν πολλοί άνθρωποι, αν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού αξίζει να το υπερασπίζονται. Νομίζουμε πως θα έπρεπε
να είναι δυνατή μια μεταρρύθμιση του ανθρώπινων σχέσεων που να εξουδετερώνει τις
πηγές της δυσαρέσκειας με τον πολιτισμό, με παραίτηση του πολιτισμού από τον
καταναγκασμό και την καταπίεση των ορμών, ώστε οι άνθρωποι ανενόχλητοι από την
εσωτερική έριδα να μπορέσουν να επιδοθούν στην απόκτηση αγαθών και στην
απόλαυσή τους. Αυτή θα ήταν η χρυσή εποχή, τίθεται όμως το ερώτημα, αν μια
τέτοια κατάσταση είναι πραγματοποιήσιμη.
Φαίνεται μάλλον ότι
κάθε πολιτισμός χρειάζεται να στηρίζεται στον καταναγκασμό και στην καταπίεση
των ορμών· δε
φαίνεται καθόλου σίγουρο ότι με την άρση του καταναγκασμού η πλειοψηφία των
ανθρώπων θα είναι πρόθυμη να δεχτεί τον καταμερισμό της εργασίας που απαιτείται
για την παραγωγή νέων αγαθών. Νομίζω πως πρέπει
να λογαριάζουμε με το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν καταστρεπτικές, δηλαδή
αντικοινωνικές και αντιπολιτιστικές τάσεις και ότι αυτές είναι σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων αρκετά ισχυρές για να
καθορίζουν τη συμπεριφορά τους στην ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτό το ψυχολογικό γεγονός έχει μεγάλη σημασία για την
αξιολόγηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Ενώ αρχικά μπορούσαμε να πιστεύουμε ότι
το ουσιαστικό του πολιτισμού έγκειται στην κυριαρχία πάνω στη φύση για την
απόκτηση αγαθών και ότι οι κίνδυνοι που τον απειλούσαν θα μπορούσαν να
εξουδετερωθούν με ορθολογική κατανομή των αγαθών στους ανθρώπους, φαίνεται τώρα
πως το κύριο βάρος μετατοπίζεται από το υλικό στο ψυχικό. Έχει αποφασιστική σημασία αν και κατά πόσο θα επιτευχθεί να μειωθεί το βάρος των επιβεβλημένων στους ανθρώπους παραιτήσεων απο τις ορμές, να συμφιλιωθούν οι άνθρωποι με τις θυσίες που μένουν αναγκαστικά και να ανταμειφθούν για όλα αυτά.
Όπως δεν μπορούμε να
παρατηθούμε από τον καταναγκασμό για πολιτιστική εργασία, δεν μπορούμε να
παραιτηθούμε και από την κυριαρχία μιας μειονότητας πάνω στη μάζα, γιατί οι μάζες είναι νωθρές και άφρονες,
δεν αγαπούν την παραίτηση από τις ορμές, δεν πείθονται με επιχειρήματα γι’ αυτή
την αναγκαιότητα και τα άτομά της ενισχύονται αμοιβαία στη διατήρηση της ασυδοσίας.
Μόνο με τον επηρεασμό που ασκούν ανώτερα
άτομα, που τα αναγνωρίζουν σαν αρχηγούς τους, είναι δυνατόν να παρακινηθούν για
παραιτήσεις, από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση του πολιτισμού.
Είναι όλα καλά, όταν αυτοί οι αρχηγοί είναι πρόσωπα με πλήρη επίγνωση των αναγκαιοτήτων της ζωής
και έχουν ανέβει ψηλά για να κυριαρχήσουν πάνω στις δικές τους ορμικές
επιθυμίες. Αλλά διατρέχουν τον κίνδυνο,
για να μη χάσουν την επιρροή τους, να ενδώσουν στη μάζα περισσότερο απ’ ότι
αυτή απέναντί τους, και γι’ αυτό
φαίνεται αναγκαίο να διαθέτουν τα μέσα εξουσίας χωρίς να εξαρτώνται από τη μάζα.
Για μα μη μακρηγορούμε, δύο πλατιά
εξαπλωμένες ιδιότητες των ανθρώπων είναι υπεύθυνες που οι πολιτισμικοί
θεσμοί μπορούν να στηριχτούν μόνο με έναν ορισμένο βαθμό καταναγκασμού, ότι δεν είναι αυθόρμητα φίλεργοι και ότι τα επιχειρήματα είναι ανώφελα απέναντι στα
πάθη τους.
[…] το πρώτο ερώτημα
είναι που θα βρεθεί ο αριθμός των ανώτερων, αλάνθαστων και ανιδιοτελών αρχηγών
που θα δράσουν σαν εκπαιδευτές των μελλοντικών γενεών, και μπορεί να μας τρομάξει η τεράστια δαπάνη σε καταναγκασμό, που θα
είναι αναπόφευκτη μέχρι την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών. […] Μπορούμε να αμφιβάλουμε, αν και κατά πόσο
ένα άλλο πολιτιστικό περιβάλλον μπορεί να εξαλείψει τις δύο ιδιότητες των
ανθρώπινων μαζών που παρεμποδίζουν τόσο πολύ τη διευθέτηση των ανθρώπινων
ζητημάτων. […]
Σίγκμουντ Φρόυντ,
Το μέλλον μιας αυταπάτης. Από τον
τόμο Σίγκμουντ Φρόυντ, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας.
(ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, 1974, σελ. 77-80)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου