Κίνδυνοι και δισταγμοί στην μετάδοση
ουσιαστικής αλήθειας.— Ο Nietzsche βλέπει τον κίνδυνο, που είναι
αναπότρεπτος στη ζωή της αλήθειας: «Υπάρχουν
βιβλία, που η αξία τους για την ψυχή και την υγεία αντιστρέφεται αν, αντί να τα
χρησιμοποιεί μια ψυχή υψηλή, τα χρησιμοποιεί μια κατώτερη ψυχή: στην
περίπτωση της κατώτερης ψυχής είναι τα βιβλία αυτά επικίνδυνα, συντριπτικά,
διαλυτικά˙ στην άλλη περίπτωση είναι σαν κηρύγματα που προκαλούν τους τολμηρούς
να δείξουν την τόλμη τους» (7, 50). Εφ’ όσον είναι ανάγκη να εμφανίζεται η
αλήθεια στη μετάδοσή της, διφορούμενη, μπορεί ο Nietzsche να διατυπώσει την
απαίτηση: «Οι πιο υψηλές μας αλήθειες
ηχούν κατ’ ανάγκην -και πρέπει να ηχούν- σαν ανοησίες, κατά τις περιστάσεις
μάλιστα και σαν εγκλήματα, όταν με τρόπο αθέμιτο φθάνουν στ’ αυτιά εκείνων, που
δεν είναι καμωμένοι και προορισμένοι γι’ αυτές» (7, 49). Όταν εχαρακτήρισε
ο Widmann στην ένωση της Βέρνης τα βιβλία του Nietzsche ως επικίνδυνα και τα
παρομοίασε με δυναμίτιδα, ο Nietzsche άφησε αδιάφορος να ισχύση ο χαρακτηρισμός
αυτός.
Ο κίνδυνος πρέπει να υπάρχει και κανείς δεν πρέπει να αποτρέψει τον
άλλον από το να τον αντιμετωπίσει, γιατί κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων για
ποιον είναι καταστρεπτικός και για ποιον δημιουργικός. Το ζήτημα δεν είναι
ν’ αποσιωπήσει κανείς την αλήθεια, αλλά κάτι πολύ δύσκολο: νάχει το θάρρος να
διανοηθή πραγματικά και να πει καθαρά εκείνο, που γνωρίζει.
Η διφορούμενη όψη της αλήθειας δεν έχει καμιά συγγένεια με την
ανειλικρίνεια που κρύβει ή που διατηρεί επίτηδες ό,τι εμείς oι ίδιοι
νοιώθουμε ως διφορούμενο. Η διφορούμενη όψη της αλήθειας είναι η αθέλητη, που
ενυπάρχει στη μετάδοση του αληθινού, γιατί oι φύσεις εκείνων, που αποδέχονται
είναι ανόμοιες. Το να αποτολμούμε το
διφορούμενο κι όχι το να το θέλουμε αυτό είναι που συνιστά το θάρρος της
αλήθειας.
Ευνόητοι είναι βέβαια, και oι
δισταγμοι: αυτός που διανοείται, μπορεί και να επιφυλαχθή, όταν αντιληφθή την
καταστροφή, που μπορεί να προκληθή από τις σκέψεις του, όταν του γίνουν
συνειδητές oι διαστροφές και καταχρήσεις, που μπορεί να γίνουν εις βάρος τους.
Όταν λοιπόν ο Nietzsche αναρωτιόταν σχετικά με τους μεγάλους του παρελθόντος,
αν «είχαν τόσο βάθος, όσο χρειαζόταν για να μη γράψουν ό,τι εγνώριζαν» (14, 229),
όταν, νέος ακόμα, έγραφε: «οι ρίζες της σκέψεως και βουλήσεώς μας... δεν πρέπει
να βγουν έξω στο φως το όξύ» κι ότι γι’ αυτό «είναι μια τέχνη ευγενική το να σωπαίνει κανείς σε τέτοιες
περιπτώσεις την κατάλληλη στιγμή. Η
λέξη είναι ένα επικίνδυνο πράγμα... Πόσα είναι, που δεν επιτρέπεται να εκφράσει
κανείς! Οι θρησκευτικές μάλιστα και φιλοσοφικές θεμελιώδεις αντιλήψεις είναι
ακριβώς εκείνες, που ανήκουν στα pudendis» (προς τον von Gersdorff, 18, 9, 71),
όταν κι αργότερα ένοιωθε μέσα του όλο κι από την αρχή αυτούς τους δισταγμούς
απαιτούσε πάντως από τον εαυτό του μ’ όλα ταύτα τη διανοητική εκείνη σύλληψη
και έκφραση της αλήθειας, που τίποτε δεν την τρομάζει˙ γιατί αντίθετα προς κάθε σκόπιμη αποσιώπιση χάριν του υποτιθέμενου
αγαθού των ανθρώπων, η δύναμη η πραγματική υπάρχει μόνο στην αποκαλυπτική
διάθεση, που δεν έχει βέβαια τίποτε το κοινό με το απειθάρχητο κι ασύδωτο
κουβεντολόι που κάνει τάχα πως εκφράζει αλήθειες. Για τον Ζαρατούστρα μας λέει
ο Nietzsche: «Η παραμικρότερη αποσιώπιση παραλύει ολόκληρη τη δύναμη του:
νοιώθει, ότι ως τα τώρα ξέφυγε από το να εκφράσει και σκέψη-... Η τελευταία επιφύλαξη, η πιο λεπτή
αποσιώπιση εμποδίζει κάθε μεγάλη επιτυχία» (14, 293).
Ο Nietzsche δεν θέλει πιστούς.—
Εφ’ όσον δεν επιτρέπεται να εκληφθούν oι σκέψεις του Nietzsche ούτε ως
εξουσιαστικά επικυρωμένες, ούτε ως γενικώς ισχύουσες αλήθειες, είναι κάπως
ανάποδο να γίνη κανείς «οπαδός» του. Με την ουσία της αλήθειας αυτής είναι
συνυφασμένο το ότι δεν μπορεί να μεταδοθεί παρά μόνον αν πηγάζει μέσ’ από τον
ίδιο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό είναι ο
Nietzsche από την αρχή ως το τέλος ο
προφήτης εκείνος, που, αντίθετα με όλους τους προφήτες, παραπέμπει τον καθένα
στον ίδιο τον εαυτό του:
«Ακολούθησε μόνο πιστά τον εαυτό σου: -έτσι ακολουθάς εμένα» (5, 16).
«Μόνον αυτός, που όλο κι ανεβαίνει στο δικό του δρόμο παίρνει μαζί του ψηλά σε
πιο καθάριο φώς και την εικόνα μου» (5,20). «Αυτός λοιπόν είναι ο δρόμος μου -ποιος
είναι ο δικός σας;- έτσι απαντούσα σε όσους μου είπαν να τους δείξω το δρόμο. Ο δρόμος, ο ένας δεν υπάρχει!» (6, 286).
Ο Nietzsche ποθεί τον αυτοτελή έτερον:
«Θέλω να συναναστρέφομαι τέτοιους μονάχα ανθρώπους, που αποτελούν δείγμα μόνο
για τον εαυτό τους και δεν χρησιμοποιούν εμένα για δείγμα. Γιατί αυτό το
τελευταίο θα μ’ έκανε εμένα υπεύθυνο γι’ αυτούς, θα μ’ έκανε δούλο τους» (11, 391).
Έτσι εξηγείται και η διαρκής
απόκρουσις του Nietzsche: «Θέλω να προκαλέσω την πιο μεγάλη δυσπιστία εναντίον
μου» (4, 304) «Ο ανθρωπισμός του διδασκάλου
απαιτεί να προφυλάσση τους μαθητές του από τον εαυτό του» (4, 304). Ο
Ζαρατούστρας εγκαταλείπει τους μαθητές του: «φύγετε από μπροστά μου και
αμυνθήτε κατά του Ζαρατούστρα» (6, 114). Οι λέξεις αυτές τονίζονται ξανά στο
Ecce homo με την προσθήκη: «εδώ δεν έχει τον λόγο ένας φανατικός, εδώ δεν
γίνεται κατήχηση, εδώ δεν ζητείται πίστη» (15, 4).
Και το ότι προβάλλει ο Nietzsche
κάτω από το σχήμα ενός νομοθέτη, κι αυτό είναι μοναχά μια φάση του έμμεσου
χαρακτήρα του. Το ότι προβάλλει έτσι, αυτό έχει βέβαια και το νόημα, που
εκφράζει η ρήση: «Είμαι ένας νόμος
μοναχά για τους δικούς μου, δεν είμαι νόμος για όλους» (6, 415), έχει όμως
και το νόημα της αντιστάσεως, μέσω της οποίας ο άλλος, που του ανήκει, θα πάει
να βρη τον εαυτό του: «Το δικαιώμα, που
κατέκτησα, δεν θα το δώσω στον άλλον: ας τ’ αρπάξει κι’ αυτός, όπως εγώ...
Ένας νόμος, βγαλμένος από μένα σα να ήθελε να τους φτιάξη όλους κατ’ εικόνα και
ομοίωσίν μου, πρέπει να υπάρχει μόνο για τον εξής λόγο: για ν’ ανακαλύπτει ο
καθένας τον εαυτό του σε αντιδιαστολή προς την εικόνα αυτή και να δυναμώνει»
(12, 365).
Απόλυτα συνεπής με τη στάση του
αυτή, δεν θέλει ο Nietzsche ούτε να κυριαρχήσει, ούτε να αναγορευθή άγιος: «Να κυριαρχήσω; Να επιβάλλω τον τύπο μου σε
άλλους; φρίκη! Δεν έγκειται τάχα η ευτυχία μου στο ότι βλέπω ακριβώς
πολλούς άλλους;» (12, 365). Και τέλος: «...τίποτε δεν υπάρχει μέσα μου κοινό μ’
έναν ιδρυτή θρησκείας- Δεν θέλω
«πιστούς», σκέπτομαι, ότι παραείμαι κακεντρεχής για να πιστέψω στον ίδιο
τον εαυτό μου, δεν μιλώ ποτέ στα πλήθη... Έχω έναν τρομακτικό φόβο, ότι θα με
αναγορεύσουν μια μέρα άγιο... Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για ν’ αποσοβήσει κάθε
ρεζίλεμά μου» (15, 116).
Μετάφραση Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου