Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Ο συντηρητισμός του Βίσμαρκ

Η πολιτική του Βίσμαρκ πράγματι αντέστρεψε στην Κεντρική Ευρώπη την μέχρι τότε κυρίαρχη τάση προς τον φιλελευθερισμό. Αξιοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ της Πρωσίας, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τον μεγαλύτερο πολιτικό άθλο της νεώτερης γερμανικής ιστορίας, την εθνική ενοποίηση. Και το έκανε με τρόπο που χάριζε όλο το γόητρο της επιτυχίας στις συντηρητικές ελίτ της Πρωσίας, παγιώνοντας έτσι την ισχύ τους πάνω σ’ ένα έθνος το οποίο, στην αυγή του 20ου αιώνα, ήταν το πιο βιομηχανικό όλης της Ευρώπης.

Η Γερμανία έγινε λοιπόν το πρώτο ισχυρό βιομηχανικό κράτος όπου κυριαρχούσαν θεσμοί και αξίες που πήγαζαν από το προ-φιλελεύθερο και προ-βιομηχανικό της παρελθόν. Αυτό από μόνο του ανάστησε τη δύναμη και των υπολοίπων ευρωπαίων συντηρητικών, που ως τότε έφθινε, καθώς απέδειξε ότι ο εθνικισμός και η εκβιομηχάνιση δεν ευνοούσαν κατ’ ανάγκη τους φιλελεύθερους […]

Ο Γουλιέλμος Α διόρισε τον Βίσμαρκ πρωθυπουργό της Πρωσίας, τον Σεπτέμβριο του 1862, όχι για να αλλάξει την εξωτερική πολιτική αλλά για να αναχαιτίσει την αυξανόμενη απειλή του φιλελευθερισμού στην ίδια τη χώρα και στην πρωσική βουλή. […] Στις εκλογές του 1861 οι φιλελεύθεροι σάρωσαν, […] Εκλέχτηκαν 256 φιλελεύθεροι βουλευτές έναντι 15 συντηρητικών. […]

Η φιλελεύθερη πλειοψηφία στην πρωσική βουλή ήθελε να έχει πραγματικό λόγο στη κυβερνητικές αποφάσεις πράγμα που σήμαινε ότι η συνταγματική αντιπαράθεση ήταν αναπόφευκτη. Ο μονάρχης και οι υποστηρικτές του είχαν σαφή άποψη για το πώς έπρεπε να δουλεύει το σύνταγμα: ο βασιλιάς θα δήλωνε τις επιθυμίες του στους υπουργούς του· αυτοί με τη σειρά τους θα έπρεπε να αναθέτουν στην βουλή την εκτέλεση της βασιλικής βούλησης. Αν τυχόν ένας υπουργός διαφωνούσε με την εντολή του βασιλιά, θα έπρεπε να παραιτηθεί· αν ένα μέλος της βουλής αμφισβητούσε τα λόγια ενός υπουργού, η κατάλληλη απάντηση θα ήταν η μονομαχία. Κάθε συζήτηση ήταν μάταιη· η ανυπακοή ισοδυναμούσε με προδοσία. […]

Σε αντίθεση με τους αντιδραστικούς συνεργάτες του, ο Βίσμαρκ γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να κυβερνά ενάντια στην αυξανόμενη δύναμη των φιλελεύθερων και του λαού. Αν όμως μπορούσε να αποδείξει την ανωτερότητα των συντηρητικών θεσμών και απόψεων στους αντιπάλους του, και γενικά στους γερμανούς, τότε θα πετύχαινε ίσως να μετατρέψει τη βουλή σε όργανο της βασιλικής βούλησης. Δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, βέβαια, με φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις· αν όμως κατόρθωνε να αφαιρέσει από τον εθνικισμό τις φιλελεύθερες πινελιές του και να τον μετατρέψει σε υπόθεση του συντηρητισμού, τότε θα μπορούσε να κερδίσει τη συντριπτική λαϊκή υποστήριξη για τους παλαιούς πρωσικού θεσμούς. […]

Ο Βίσμαρκ σωστά διέβλεψε ότι ο εθνικισμός, ακόμα και για τους περισσότερους φιλελεύθερους, είχε το προβάδισμα έναντι των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Έτσι, χρησιμοποίησε την αστυνομία και τη λογοκρισία για να φιμώσει τις διαμαρτυρίες τους για την αντισυνταγματική του συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα έπειθε τους αντιδραστικούς ότι τυχόν σύγκρουση με την Αυστρία θα ήταν για το δικό τους καλό. Η εξωτερική πολιτική, έτσι, έγινε το μέσο με το οποίο ο Βίσμαρκ θα απέφευγε την εσωτερική μεταρρύθμιση. Το 1864 ο πρωσικός στρατός νίκησε τη Δανία και της αφαίρεσε εδάφη που ζούσαν γερμανικοί πληθυσμοί. Η Αυστρία, που φοβόταν τόσο την πρωσική επέκταση όσο και τη γερμανική ενοποίηση υπό την ηγεσία της Πρωσίας, εύκολα σύρθηκε στον πόλεμο. […] Ο πρωσικός στρατός τους νίκησε το 1866, μέσα σε λίγες εβδομάδες. [...] Οι φιλελεύθεροι γερμανοί που κάποτε σιχαίνονταν τον Βίσμαρκ, τώρα έγιναν θαυμαστές του […] Ο Βίσμαρκ έγινε αντικείμενο λαϊκής λατρείας όταν, […] χειρίστηκε επιδέξια τον Ναπολέοντα Γ, παρασύροντας τον στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870. […]

Η ανάγκη να ικανοποιήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα των φιλελευθέρων, ώθησαν τον Βίσμαρκ να αγνοήσει τις διαμαρτυρίες της παλαιάς δεξιάς και να ευνοήσει νομοθετικά την βιομηχανική ανάπτυξη […] Οι συντηρητικοί γαιοκτήμονες επίσης δεν παραμελήθηκαν. Κέρδισαν και από την προστασία των δικών τους προϊόντων από τον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγόμενων τροφίμων. […]

Παρ’ όλες τις προσπάθειες του ωστόσο ο Βίσμαρκ βρισκόταν αντιμέτωπος με μια βουλή την οποία ολοένα δυσκολότερα μπορούσε να χειραγωγήσει. […] Ο καγκελάριος άρχισε να σκέπτεται το πραξικόπημα. […] Καθώς τώρα η Γερμανία ήταν μια ισχυρή και χορτασμένη δύναμη, η κραυγή «Η πατρίς κινδυνεύει!», που παλαιότερα ήταν τόσο χρήσιμη στις προεκλογικές περιόδους για να σπρωχτούν οι αστοί προς τα δεξιά, τώρα ηχούσε κενή περιεχομένου. Ωστόσο το πραξικόπημα αποφεύχθηκε. Το 1888 ο νέος κάιζερ, ο Γουλιέλμος Β, ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Καγκελάριο του οποίου το τεράστιο γόητρο έκανε αδύνατο κάθε συμβιβασμό μαζί του […] το 1890 ο Κάιζερ έκανε δεκτή την παραίτησή του.   

Μολαταύτα, η πολιτική κληρονομιά του Βίσμαρκ έμεινε ουσιαστικά ανέπαφη μέχρι το 1914, και αργότερα. Στο Δεύτερο Ράιχ, η επιτυχημένη συντηρητική συμμαχία προνομιούχων και πλουσίων παρέμεινε κυρίαρχη. Τη Γερμανία κυβερνούσε μια τάξη αριστοκρατών, στρατηγών και γραφειοκρατών, που αντάλλασαν θέσεις μεταξύ τους […]


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2009, σελ. 100-111)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου