[…] Η περίπτωση της ∆υτικής Ευρώπης παίρνει για µας όλο το τραγικό
της βάρος, αν την αντιπαραθέσουµε µ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό
µέρος της άλλοτε Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο
καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο
πολιτισµός του µας δίνει στις µεγάλες του γραµµές µια στατική εικόνα απολιθωµένων
µορφών. Η σχέση µε την παράδοση εδώ είναι στείρα, µιµητική και
επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται µια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε
τυποποιηµένες µορφές τις οποίες µετά απλώς επαναλαµβάνει µιµούµενη τον εαυτό της.
Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου µένει µια ισχνή και
ανιαρή αποµίµηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή µουσική, που γι’ αυτή την
περίοδο ελάχιστα ξέρουµε, η µουσική καθηλώνεται στο µονωδικό εκκλησιαστικό
άσµα.
∆υο παραδείγµατα µπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και µεταβυζαντινή
πολιτισµική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόµησαν ό,τι περίπου σώζεται και
σήµερα από την αρχαία ελληνική γραµατεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την µεταφράζουν οι
Άραβες και αργότερα οι ∆υτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι µόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα
και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά µέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο
σηµαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.
Για
τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειµένων δηµιουργεί
έναν εκρηκτικό συγκλονισµό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωµα στην
Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταµατούν, περιοδικά διαπιστώνεται
κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους
σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο. Το άλλο
παράδειγµα είναι ο Γκρέκο. Παινευόµαστε και ξιπαζόµαστε µε τον Γκρέκο χωρίς να
καταλαβαίνουµε τι σηµαίνει η περίπτωσή του. […] Οι σηµερινοί Βυζαντινοκάπηλοί µας δεν στέκονται µια στιγµή να
αναρωτηθούν γιατί ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία
και να γίνει El
Greco;
Το
Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας µας προσφέρουν το παράδειγµα ενός
µεταελληνικού πολιτισµού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση µε αυτήν,
αλλά που µένει καθηλωµένη σε µια µιµητική, εξωτερική και άγονη σχέση µε την
παράδοση.
Τέλος έρχοµαι στο σύγχρονο ελληνικό δράµα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράµατος
είναι, από τη µια µεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για µας η
παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή
δηµιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία.
Από την άλλη µεριά, η αντιφατική και, θα µπορούσε να πει
κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση µας µε τον
δυτικοευρωπαϊκό πολιτισµό, που περιπλέκεται ακόµα περισσότερο από το
γεγονός ότι ο πολιτισµός αυτός έχει µπει εδώ και δεκαετίες σε µια φάση έντονης
κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.
Η
διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που
αποτέλεσε το επίσηµο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού
κατεστηµένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί
σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι
οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαµετρική αντίθεση µεταξύ τους.
Ο αρχαίος
ελληνικός πολιτισµός είναι πολιτισµός ελευθερίας και αυτονοµίας, που
εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά
αυτοκυβερνώνται και στο πνευµατικό επίπεδο µε την ακατάπαυστη επαναστατική
ανανέωση και αναζήτηση.
Ο
βυζαντινός πολιτισµός είναι πολιτισµός θεοκρατικής ετερονοµίας, αυτοκρατορικού
αυταρχισµού και πνευµατικού δογµατισµού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν
πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, µόνο σχολιαστές ιερών
κειµένων.
Η προσπάθεια
συνδυασµού και συµφιλίωσής τους δεν µπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δηµιουργική
προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισµό, όπως
αυτός που χαρακτήριζε το πνευµατικό κατεστηµένο της χώρας επί ενάµισυ σχεδόν
αιώνα µετά την ανεξαρτησία και που επαναλάµβανε τα χειρότερα µιµητικά στοιχεία του
Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είµαστε ο
µόνος λαός µε µεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσµο το γελοίο και
θλιβερό θέαµα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που µιλιόταν πριν
από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά,
ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασµένους
αιώνες εγέννησε δεκάδες λαµπρούς ελληνιστές, µόνο τρία ονόµατα έχουµε που µπορούν
να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο µε αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη
και τον Συκουτρή –τον οποίο Συκουτρή
οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το µίσος των κηφήνων του εν
Αθήνησι Πανεπιστηµίου.
Περηφανευόµαστε ότι είµαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να µάθουµε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι
πρέπει να προσφύγουµε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες µελέτες. Αυτή η ίδια
στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιµοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη
µεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδέιας, µε εµφατική εξαίρεση την ποίηση.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος µουσικός πλούτος της λαϊκής µουσικής σε
µελωδίες, ρυθµούς, κλίµακες και όργανα έµεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων
συνθετών, όπως έµεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσµητικός πλούτος
της λαϊκής παράδοσης.
Τέλος, αυτή η αναφορά
στα δύο µεγάλα παρελθόντα, µε τον αποστειρωτικό
τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής µας σχέσης µε το
δυτικοευρωπαϊκό πολιτισµό, του συνδυασµού ενός κακοµοιριασµένου αισθήµατος
κατωτερότητας και µιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι
παίρνουµε από τους ξένους τις BMW, τις
τηλεοράσεις, τα κατεψυγµένα, κλπ, κλπ, χωρίς να µιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και
τους βρίζουµε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισµό τους.
Πράγµατα που η ∆ύση βέβαια δεν περίµενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για
να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται µε µια
ετήσια εκδροµή στο Άγιο Όρος.
Φαντάζοµαι ότι δεν περιµένετε από µένα να δώσω συνταγές για το
πώς θα µπορούσαµε να υπερβούµε αυτή τη δραµατική βουβαµάρα που πολιτισµικά µας
χαρακτηρίζει σήµερα. Για ένα πράγµα είµαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική
ιστορία διαδόθηκε, γονιµοποίησε τον
κόσµο και παραµένει σηµείο αναφοράς και πηγή έµπνευσης είναι η αρχαία ελληνική
δηµιουργία και η ανάδυση µέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονοµίας και της
ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη µπόρεσε,
µε τη σειρά της, να µεγαλουργήσει κι
αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και
διότι µπόρεσε να συγκροτήσει µέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή,
το ∆ιαφωτισµό και τις µετέπειτα εξελίξεις, µια σχέση δηµιουργικού διαλόγου κι
όχι µιµητικής επανάληψης µε τα αρχαία ελληνικά σπέρµατα. Για µας σήµερα, αν είµαστε ικανοί να τον
συγκροτήσουµε, ένας τέτοιος διάλογος
που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασµό της λαϊκής µας παράδοσης δεν µπορεί παρά να είναι διπλός: και µε
τους αρχαίους και µε την τεράστια πολιτιστική κληρονοµιά της Δυτικής Ευρώπης.
Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισµός περνάει σήµερα µια βαθειά
κρίση που δεν ξέρουµε αν και πότε θα µπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν.
Είτε το θέλουµε είτε δεν το θέλουµε, στο ίδιο καράβι είµαστε µπαρκαρισµένοι κι
εµείς και δεν εννοώ τις οικονοµικές και διπλωµατικές διασυνδέσεις. Αν µπορέσουµε να αφοµοιώσουµε δηµιουργικά τον
απέραντο πολιτισµικό πλούτο που δηµιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και
ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά- θα µπορέσουµε ίσως να µιλήσουµε µια πραγµατικά δική µας γλώσσα και να παίξουµε την παρτίδα
µας σε µια νέα πολιτιστική συµφωνία. Αλλιώς
θα εξακολουθήσουµε να βράζουµε στο ζουµί µας και να καλλιεργούµε την
περιθωριακή µας ασηµαντότητα.
∆ιάλεξη στον Τριπόταµο Τήνου στις 20/8/1994
∆ηµοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 21/8/1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου