Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου (4)

Η οικονομία

Τις οικονοµικές προϋποθέσεις µπορεί να τις κατονοµάσει κανείς εύκολα και κατά τρόπο γενικά αποδεκτό, εφ' όσον χρησιµοποιεί γενικό και αόριστο λεξιλόγιο: «η άµυνα της χώρας απαιτεί µιαν ακµαία εθνική οικονοµία». Όµως ποιά οικονοµία δικαιούται να χαρακτηρισθεί ακµαία και µε ποια κριτήρια; Επειδή ποικίλες οικονοµολογικές αλχηµείες συσκοτίζουν σήµερα τα πράγµατα και τα πνεύµατα στο σηµείο αυτό, ας µου συγχωρεθεί να παραµείνω απλοϊκός και να πω: ακµαία είναι µια οικονοµία όταν παράγει µε ανοδικούς ρυθµούς απτά αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωµή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε χώρα δεν µπορεί ή δεν θεωρεί σύµφορο να παραγάγει η ίδια, µε όσο το δυνατόν µεγαλύτερο πλεόνασµα.

Η οικονοµία συνίσταται ουσιωδώς στην παραγωγή αγαθών και σε όσες υπηρεσίες προσφέρονται πάνω στη βάση αυτή (και στην Ελλάδα και στις Ηνωµένες Πολιτείες οι  υπηρεσίες συµµετέχουν στη διαµόρφωση του εθνικού εισοδήµατος µε ποσοστό περίπου 60%, όµως άλλο είναι το 60% πάνω στην παραγωγική βάση της Ελλάδας και άλλο πάνω στην παραγωγική βάση των Ηνωµένων Πολιτειών). ∆εν συνίσταται ούτε σε δείκτες παντοειδών µεγεθών ούτε σε χρήµα. Δείκτες ανάπτυξης του 2 ή 3% δεν σηµαίνουν πολλά πράγµατα, όταν η ανάπτυξη σηµαίνει την αύξηση των «υπηρεσιών» (όπερ προ παντός στην Ελλάδα υποδηλοί τον φρέσκο αέρα)· και η µείωση του πληθωρισµού, δηλαδή το «υγιές χρήµα», επίσης είναι µικρό επίτευγµα, όταν προκύπτει από τη συρρίκνωση της οικονοµίας: οπού κανένας δεν αγοράζει τίποτε και κανένας δεν πουλάει τίποτε, εκεί δεν υπάρχει φυσικά ούτε πληθωρισµός. …Εδώ το δραστικό φάρµακο είναι ένα µόνο, και είναι οδυνηρό. Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονοµούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισµού. Και όσα κεφάλαια εξοικονοµηθούν έτσι πρέπει µε τη σειρά τους να επενδυθούν πράγµατι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα µιαν αξιόλογη σύγχρονη βιοµηχανική υποδοµή. Τέτοιες επενδύσεις είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερες από τις επενδύσεις σε παντοειδή «δηµόσια έργα» συχνά αµφίβολης χρησιµότητας, γιατί θέτουν πολύ επιτακτικότερα το πρόβληµα της εκπαίδευσης, της τεχνογνωσίας και της παραγωγικότητας. Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισµού, µε τον οποίο έχει συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, προσκρούει, πάλι, στο ανυπέρβλητο εµπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήµατος σε πελατειακή βάση. …

Η ακµαία παραγωγική οικονοµία σε σύγχρονη βιοµηχανική βάση δίνει τη δυνατότητα της αποτροπής. Για να πραγµατωθεί όµως η δυνατότητα αυτή, πρέπει µια χώρα ή πάντως η ηγεσία της να πιστεύει πραγµατικά στην αναγκαιότητα της αποτροπής, δηλαδή να έχει διαγνώσει ορθά τον χαρακτήρα και την έκταση της επαπειλούµενης σύγκρουσης. Αν η διάγνωση είναι εσφαλµένη και ελλιπής, αν αποδίδει τη  σύγκρουση σε αίτια παροδικά ή δευτερογενή, τότε µειώνεται αντίστοιχα η πίστη στην αναγκαιότητα της αποτροπής, κι αυτό, έστω κι αν δεν λέγεται ρητά, έχει ευνόητες πρακτικές επιπτώσεις. Έτσι, αποτελεί κεφαλαιώδες σφάλµα στρατηγικής εκτιµήσεως να µη θεωρείται ως πηγή της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα η συνεχής διεύρυνση  της διαφοράς ανάµεσα στο γεωπολιτικό δυναµικό των δύο χωρών, αλλά  να αποδίδεται ο δυναµικός τουρκικός επεκτατισµός στον «οθωµανισµό», στον «ασιατικό χαρακτήρα» της Τουρκίας κ.τ.λ., οπότε εξάγεται το συµπέρασµα ότι µόλις η Τουρκία (ακολουθώντας το δικό µας φωτισµένο παράδειγµα) ξεπεράσει αυτούς τους «εθνικιστικούς αταβισµούς», πάρει τον «ευρωπαϊκό δρόµο» και υποκαταστήσει τις στρατιωτικές µε τις οικονοµικές δραστηριότητες, τότε αυτόµατα θα εκλείψει και η απειλή εκ µέρους της. Όλο και περισσότεροι σκέφτονται στην Ελλάδα µ' αυτόν τον τρόπο, έχοντας την εντύπωση ότι έτσι τάχα ξεπερνούν τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις και σε αντίθεση µε τα αδιέξοδα εθνικιστικά ιδεολογήµατα προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. Έχουν βέβαια δίκιο όταν λένε ότι οι εθνικιστές ξεκινούν από ένα αφηρηµένο µοντέλο περί έθνους, στο οποίο συχνά υποτάσσουν ακόµα και υπέρτερες επιταγές του πολιτικού ρεαλισµού· η πολιτικά επιζήµια µονοπωλιακή διεκδίκηση του ονόµατος της Μακεδονίας το έδειξε άλλωστε πρόσφατα. 

Όµως ό,τι βλέπει κανείς στον αντίπαλό του δεν το βλέπει στον εαυτό του. Οι πολέµιοι των εθνικιστικών ιδεολογηµάτων δεν αντιλαµβάνονται πως τα όσα αντιπαραθέτουν οι ίδιοι στον εθνικισµό ή µάλλον στις καρικατούρες του είναι κι αυτά ιδεολογήµατα, αφηρηµένα ανιστορικά µοντέλα, και µάλιστα το κυρίαρχο σήµερα ιδεολογικό σύµφυρµα οικουµενισµού και οικονοµισµού, όπου ο κοσµοπολιτισµός των «ανθρωπίνων δικαιωµάτων» και της «κοινωνίας των πολιτών» συµπλέκεται διαφοροτρόπως µε τον ατοµικισµό του καπιταλιστικού homo economicus και µε  την παλαιά φιλελεύθερη ουτοπία ότι το εµπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεµο.

Όπως ο εθνικισµός, έτσι και ο αντίπαλός του οικουµενισµός και οικονοµισµός έχει συγκεκριµένους φορείς, εµπνευστές  και προπαγανδιστές, τόσο ιδιοτελείς όσο και αφελείς. Σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις όχι µόνον η ιδιοτέλεια, αλλά και η αφέλεια των δεύτερων ξεπερνά εκείνη των πρώτων. Έτσι συµβαίνει λ.χ. και ως προς την αποτίµηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγµατικότητα οι εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι  θα µπορούσε και να τελειώσει µε την «ευρωπαϊκή» και οικονοµιστική λύση- έστω κι αν οι πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς προϋποθέσεις. Ας σηµειώσουµε, για να συµπληρωθεί η εικόνα, ότι τόσο οι εθνικιστές όσο και οι «ευρωπαϊστές» ή οικονοµιστές συµφωνούν ως προς το ότι ο τουρκικός επεκτατισµός οφείλεται στο «οθωµανικό» και «ασιατικό» παρελθόν, στην «αντιδηµοκρατική» ή «φασιστική» υφή του στρατιωτικού κράτους κ.τ.λ., µε τη διαφορά ότι οι πρώτοι θεωρούν τα γνωρίσµατα αυτά µόνιµα και ανυπέρβλητα, ενώ οι δεύτεροι τα βλέπουν ως µεταβλητά χαρακτηριστικά µιας ιστορικής φάσης ήδη παρωχηµένης· δεν µας λένε βέβαια πότε θα µεταβληθούν: γιατί αν αυτό γίνει σε έναν ή δύο αιώνες, τότε η διαµάχη δεν έχει πρακτικό αντικείµενο.

Η ιδεολογική πίστη ότι η οικονοµική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί αναγκαία σε άµβλυνση γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγµα. Αναφέρω ένα ιδιαίτερα αδρό  παράδειγµα. Ανάµεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερµανικό εµπόριο αυξήθηκε κατά 137%, το γερµανορωσσικό κατά 121% και το γερµανοβρεταννικό κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα µισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής αποτελούσαν κοινή γερµανοβρεταννική ιδιοκτησία (ένα απ' αυτά µάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). Όλοι αυτοί οι  εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εµπόδισαν τις παραπάνω χώρες να εµπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέµους από καταβολής κόσµου. H οικονοµική συνεργασία γεννιέται καθ' εαυτήν από οικονοµικές ανάγκες και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση µε φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολιτική άποψη• συνιστά ένδειξη καλών πολιτικών σχέσεων µόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν γεωπολιτικές εκκρεµότητες, δηλαδή το ζήτηµα ποιος δικαιούται να εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιόν χώρο. Και όπως τα δεδοµένα της οικονοµικής συνεργασίας διόλου δεν καθορίζουν νοµοτελειακά (αν και επηρεάζουν συχνά) τη διαµόρφωση και την άσκηση µιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι δεν την καθορίζει αναγκαστικά ούτε η µορφή και το ποιόν του εσωτερικού καθεστώτος.


(ΘΕΜΕΛΙΟ, 1998, σελ. 402-405)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου