Η φύση του πολιτεύματος
Η
φιλελεύθερη και οικονοµιστική λογική ισχυρίζεται: η ανάπτυξη µιας οικονοµίας
γεννά µια τάξη φιλελεύθερων επιχειρηµατιών, αυτοί προωθούν τον εκσυγχρονισµό και
τον εκδηµοκρατισµό, οπότε η χώρα γίνεται
φιλειρηνική, γιατί επεκτατικές είναι µόνον
οι µη δηµοκρατικές χώρες. Ο συλλογισµός αυτός είναι ιδεολογικός και
εσφαλµένος σ' όλην τη γραµµή. Ακόµα κι αν δεχθούµε ότι η επιχειρηµατική τάξη
προτιµά παντού και πάντα το κοινοβουλευτικό καθεστώς από µιαν άµεση ή έµµεση
δικτατορία κοµµένη και ραµµένη στα µέτρα της (αυτό είναι άκρως αµφίβολο, αλλά
δεν ενδιαφέρει εδώ), και πάλι δεν έχει
λόγο να ανασχέσει την εθνική επέκταση, αν την κρίνει συµφέρουσα. Ποια
επιχειρηµατική τάξη δεν έχει επωφεληθεί από τη διευρυνόµενη πολιτική και
στρατιωτική ισχύ της χώρας της; Τι δείχνει ο ζήλος, µε τον οποίο σήµερα οι
Τούρκοι επιχειρηµατίες στυλώνουν το µάτι εκεί όπου το στυλώνει και η
διπλωµατική-στρατιωτική ηγεσία, π.χ. στον Καύκασο, στη Μ. Ανατολή, στην
Κεντρική Ασία - στην Ελλάδα επίσης; Τα εξοπλιστικά προγράµµατα της χώρας τους
τα χαιρετίζουν και αυτοί, όπως τα χαιρετίζουν παντού και πάντα οι
επιχειρηµατίες (και οι εργάτες), όταν συνδέονται µε επενδύσεις, απασχόληση και
κρατικές παραγγελίες. Γενικότερα, οι
συνιστώσες του γεωπολιτικού δυναµικού, οι οποίες προσδιορίζουν τη διαχρονική
συνισταµένη της εξωτερικής πολιτικής, µόνον τυχαία και εξωτερικά συνδέονται µε
τη δηµοκρατική ή ηµι-δηµοκρατική, δικτατορική ή ηµιδικτατορική µορφή του εσωτερικού
καθεστώτος.
Η
Ιστορία δείχνει ότι οι δηµοκρατίες µπορεί να είναι εξ ίσου επεκτατικές και
αξιόµαχες όσο και οι τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία συγκροτήθηκε ακριβώς
παράλληλα µε την εδραίωση και την εµβάθυνση του κοινοβουλευτικού πολιτεύµατος
στη µητρόπολη. Και ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός βρίσκεται σήµερα στην
αποκορύφωση της παγκόσµιας ισχύος του κραδαίνοντας το λάβαρο της
πανανθρώπινης δηµοκρατίας και των
«ανθρωπίνων δικαιωµάτων».
Τα επίπεδα της εσωτερικής και της
εξωτερικής πολιτικής τα συγχέει ιδιαίτερα η «αριστερή» παραλλαγή του
οικουµενισµού και του οικονοµισµού, η
οποία διατείνεται τα εξής: ο τουρκικός επεκτατισµός αποτελεί κατά βάση
προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισπάσει την προσοχή των µαζών από τα άλυτα
εσωτερικά προβλήµατα· θα υποχωρήσει όταν
τα προβλήµατα αυτά λυθούν από δηµοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάµεις, γιατί οι
λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε µεταξύ τους. Η επιχειρηµατολογία αυτή
χωλαίνει από το πρώτο κιόλας βήµα, γιατί
δεν εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους η περίσπαση του λαού µέσω του
εθνικισµού και του επεκτατισµού έχει συνήθως τόσο καλά αποτελέσµατα. Γιατί,
αλήθεια, αφήνεται ο λαός να περισπαστεί
ειδικά µ' αυτόν τον τρόπο, τι του αρέσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περίσπαση, έτσι
ώστε να επιλέγεται αυτή, και καµµιά άλλη, προκειµένου να τον παραπλανήσει; Προ
του 1914 ισχυρότατα σοσιαλιστικά κόµµατα κήρυσσαν στη Γερµανία και στη Γαλλία
ότι θα µαταιώσουν τον πόλεµο κι ότι «οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε
µεταξύ τους»· όταν όµως ο πόλεµος ξέσπασε πράγµατι, τότε όχι µόνον οι
σοσιαλιστές, αλλά ακόµα και οι ίδιοι οι εθνικιστές τα έχασαν µπροστά στον
πατριωτικό ενθουσιασµό των µαζών εκατέρωθεν. Αν από τα ιστορικά παραδείγµατα
περάσουµε στην κοινωνιολογική γενίκευση µπορούµε να πούµε ότι - ανεξαρτήτως του τι κάνουν δηµογραφικά
φθίνοντες και καλοµαθηµένοι πληθυσµοί σε ανίσχυρες χώρες όπου οι εθνικιστικές
κορώνες συχνά εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών υπεραναπληρώσεων - µάζες
νεαρών ανθρώπων σε χώρες µε µεγάλο γεωπολιτικό δυναµικό κατά κανόνα
ενστερνίζονται αυθόρµητα και ειλικρινά τα επεκτατικά συνθήµατα. Στις 11
Σεπτεµβρίου 1882 ο Engels έγραφε στον Kerensky από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νοµίζουν οι Άγγλοι εργάτες για
την αποικιακή πολιτική ; ... το ίδιο ό,τι και οι αστοί... οι εργάτες τρώνε κι
αυτοί πρόσχαρα από το µονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσµια αγορά και στις
αποικίες».
Στη
συγκαιρινή µας Τουρκία δεν υπάρχει η παραµικρή σοβαρή ένδειξη ότι τµήµατα του
λαού αποδοκιµάζουν µε οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών
του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν
ακριβώς το αντίθετο. ∆εν µου είναι γνωστή καµµία οµαδική διαµαρτυρία για την
εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίµβρο και την
Τένεδο, ούτε για τον εποικισµό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δεν σηµαίνει ότι
κάθε Τούρκος µισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο
όπως και διόλου δεν µισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το δικαίωµα
να ονοµάζει το κράτος του «Μακεδονία». Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά
πράγµατα, γι’ αυτό και υποπίπτουν σε µια σοβαρή οφθαλµαπάτη όσοι µετά από µιαν
εγκάρδια προσωπική επαφή ή µετά από µιαν κοινή µπουζουκο-κατάνυξη µε Τούρκους
βγάζουν εσπευσµένα πολιτικά συµπεράσµατα χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει
από τους συνοµιλητές, συµπότες ή
συµπαίκτες τους µια δεσµευτική δήλωση υπέρ µιας συγκεκριµένης ελληνικής και
εναντίον µιας συγκεκριµένης τουρκικής θέσης.
H αρχή
ότι «οι λαοί δεν έχουν να µοιράσουν τίποτε µεταξύ τους» αποτελεί
εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουµένων, γι' αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται
ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εµπειρία.
Αντίθετα, η εµπειρία µεθερµηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραµένει αλώβητη η
αρχή. Ως γνωστόν, όταν το 1974 έγινε η
τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής
ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να ποιο συµπέρασµα έβγαλαν οι Έλληνες από το
γεγονός αυτό: ο Ετσεβίτ δεν είναι «γνήσιος» σοσιαλιστής, αλλά εξ ίσου
«Οθωµανός» και «Αττίλας» όσο και οι Τούρκοι µη σοσιαλιστές (ως άτοµο βέβαια ο
Ετσεβίτ έχει θαυµάσια δυτική παιδεία, και µάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές
επιδόσεις του έχουν µεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες). Όµως το ορθό -
και πολύ ανησυχητικότερο - πολιτικό
συµπέρασµα θα όφειλε να είναι το εξής: στα µεγάλα θέµατα της εξωτερικής πολιτικής οι Τούρκοι σοσιαλιστές
σκέφτονται όπως οι Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο συµβαίνει για λόγους
πολιτικούς, όχι επειδή οι Τούρκοι σοσιαλιστές είναι κι αυτοί «Οθωµανοί»· στο
κάτω-κάτω ο Ετσεβίτ δεν έκανε παρά ό,τι έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν
το 1956 διέταξαν ως κυβέρνηση την επέµβαση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο
πρωτύτερα ξεκίνησαν τον άγριο αποικιακό πόλεµο στην Αλγερία, ενώ ακόµα ήσαν
νωπά τα διδάγµατα από την καταστροφή στην Ινδοκίνα.
(ΘΕΜΕΛΙΟ,
1998, σελ. 405-407)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου