Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Η φάρμα των ζώων (4)


Κεφάλαιο τέταρτο

Κατά το τέλος του καλοκαιριού, τα νέα για τα συμβάντα στο κτήμα των Ζώων, είχαν διατρέξει τη μισή χώρα. Κάθε μέρα, ο Σνόουμπολ και ο Ναπολέων έστελναν περιστέρια με οδηγίες ν’ ανακατεύονται με τα άλλα των γειτονικών κτημάτων, να τους διηγούνται την ιστορία της Επανάστασης […]

Ο κ. Τζόουνς, περνούσε τον καιρό του στο καπηλειό […] κάνοντας παράπονα σ’ όποιον τον άκουγε […] Από θέμα αρχής, οι άλλοι ιδιοκτήτες τον συμπόνεσαν, αλλά δεν του έδωσαν καμιά βοήθεια στην αρχή. Στο βάθος ο καθένας τους, αναρωτιόταν μέσα του πως θα μπορούσε να επωφεληθεί ο ίδιος από την ατυχία του κ. Τζόουνς. Ήταν ευτύχημα το ότι οι ιδιοκτήτες των δύο κτημάτων που συνόρευαν με το κτήμα των Ζώων, βρισκόταν μονίμως σε εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους […] Οπωσδήποτε, και οι δύο είχαν αναστατωθεί από την Επανάσταση στο κτήμα των Ζώων, και προσπαθούσαν να εμποδίσουν τα δικά τους ζώα να μάθουν πολλά γι’ αυτήν. Στην αρχή κάγχαζαν και μόνο στην ιδέα ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ζώα να καταφέρουν μόνα τους να τα βγάλουν πέρα με το αγρόκτημα […] Όταν ο καιρός πέρασε […] άλλαξαν τροπάρι και άρχισαν να μιλούν για τη φοβερή διαφορά που επικρατούσε τώρα στο αγρόκτημα των Ζώων. Διαδόθηκε ότι τα ζώα ασκούσαν κανιβαλισμό, ότι έκαναν βασανιστήρια μεταξύ τους και ότι είχαν τα θηλυκά ζώα από κοινού […]

Οπωσδήποτε, αυτές οι ιστορίες δεν έγιναν ποτέ αληθινά πιστευτές. Εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν διαδόσεις, […] για ένα υπέροχο αγρόκτημα, όπου τα ζώα είχαν διώξει τους ανθρώπους, και διεύθυναν εκείνα μόνα τους· και σ’ όλο το διάστημα εκείνης της χρονιάς ένα επαναστατικό κίνημα διέτρεξε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. […] Επιπλέον ο σκοπός και τα λόγια του ύμνου […] διαδόθηκαν παντού μ’ αστραπιαία ταχύτητα. Οι άνθρωποι, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τη λύσσα τους όταν άκουσαν αυτό το τραγούδι, παρ’ όλο που προσποιήθηκαν πως το θεωρούσαν απλούστατα γελοίο. […] Κάθε ζώο που έπιαναν να το τραγουδά, το μαστίγωναν επί τόπου. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το τραγούδι ήταν ασυγκράτητο. […] Και όταν οι άνθρωποι το άκουγαν, έτρεμαν μυστικά, νιώθοντας σ’ αυτό μια προφητεία της μελλοντικής τους καταστροφής.

Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη, […] ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του μαζί με μισή ντουζίνα άλλους […], πέρασαν την πύλη […] Όλοι κρατούσαν ραβδιά, εκτός από τον Τζόουνς, που βάδιζε επικεφαλής κρατώντας ένα όπλο. Ήταν φανερό ότι θα επιχειρούσαν να ξαναπάρουν το κτήμα.

Αυτό το περίμεναν από καιρό, και ήταν προετοιμασμένα να το αντιμετωπίσουν. […]

Καθώς οι άνθρωποι προχωρούσαν προς το κτήριο, ο Σνόουμπωλ εξαπέλυσε την πρώτη του έφοδο. Όλα τα περιστέρια […] πέταξαν δεξιά και αριστερά πάνω από τους ανθρώπους, και κουτσούλισαν στα κεφάλια τους· […] οι χήνες που ήταν κρυμμένες πίσω από το φράχτη, όρμισαν και τσίμπησαν με μανία τα πόδια τους. Οπωσδήποτε, αυτό δεν ήταν παρά μια μανούβρα, που έγινε για να προκαλέσει σύγχυση, και οι άνθρωποι έδιωξαν γρήγορα τις χήνες με τα ραβδιά τους. Τότε, ο Σνόουμπωλ, εξαπέλυσε τη δεύτερη έφοδο. […] όλα τα πρόβατα, με επικεφαλής τον Σνόουμπωλ, όρμησαν εμπρός, κι’ έσπρωξαν και κουτούλησαν τους ανθρώπους από κάθε μεριά, […] Αλλά για μια ακόμα φορά οι άνθρωποι, με τα ραβδιά τους και τις μπότες τους, αποδείχτηκαν πολύ δυνατοί για τα ζώα·[…]

Οι άνθρωποι άφησαν ένα ουρλιαχτό θριάμβου. […] Αυτό ακριβώς περίμενε και ο Σνόουμπωλ. Μόλις μπήκαν στην αυλή, τα τρία άλογα, οι τρείς αγελάδες, και τα υπόλοιπα γουρούνια, που ενέδρευαν στο υπόστεγο, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω τους και τους έκοψαν. Ο Σνόουμπωλ έδωσε αμέσως το σύνθημα για έφοδο. Ο ίδιος ρίχτηκε πάνω στον Τζόουνς. Ο Τζόουνς τον είδε να έρχεται, σήκωσε τα’ όπλο του, και τράβηξε. Τα βλήματα χάραξαν ματωμένες ραβδώσεις στην πλάτη του Σνόουμπωλ κι ένα πρόβατο έπεσε νεκρό. Χωρίς να διστάσει λεπτό, ο Σνόουμπωλ εκσφενδόνισε μια πελώρια κοτρώνα στο πόδι του Τζόουνς. Ο Τζόουνς έπεσε μέσα σ’ ένα σωρό από κοπριές κι’ έφυγε τ’ όπλο απ’ τα χέρια του. […] Τους έπιασε όλους πανικός, και τότε τα ζώα τους κυνήγησαν ολόγυρα στην αυλή. […] Δεν υπήρξε ούτε ένα ζώο στο κτήμα, που να μην εκδικήθηκε με το δικό του τρόπο. […] Σε μια στιγμή, μόλις έφτασαν στην έξοδο , οι άνθρωποι όρμησαν έξω από την αυλή και πολύ ευχαριστημένοι που κατάφεραν να σώσουν το τομάρι τους τόβαλαν στα πόδια […]

Όλοι οι άνθρωποι είχαν φύγει, […] Τα ζώα τώρα ξαναμαζεύτηκαν, και γεμάτα έξαψη, διαλαλούσε το καθένα με περηφάνια τ’ ανδραγαθήματά του στη μάχη. Αμέσως, οργανώθηκε μια πρόχειρη γιορτή. […]


(ΚΑΚΤΟΣ, 1978, σελ. 55-61)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου