Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Οι πολιτικές δυνάμεις της Επανάστασης του 1821

Παρ’ ότι οι περισσότεροι Ιστορικοί του Αγώνα πειστικά υποστήρι­ξαν, ότι οι πρώιμοι κομματικοί σχηματισμοί (τα ξενικά κόμματα) ήταν φατρίες εξαρτώμενες άμεσα από τους εκπροσώπους των μεγάλων Δυ­νάμεων, εμείς εκτιμούμε - με βάση πρόσφατα στοιχεία από τα Αρχεία της Βιέννης - ότι δύο κυρίως ήταν οι πρώιμοι οργανωμένοι κομματικοί πυρήνες που κυριάρχησαν στα 1824-26: το Δημοκρατικό και το Ολιγαρχικό κόμμα. Και οι δύο αυτοί κομματικοί σχηματισμοί απηχούσαν το γενικότερο αίσθημα του αγωνιζόμενου λαού για ίσες αποστάσεις έναντι των μεγάλων Δυνάμεων που είχαν παρέμβει στον Αγώνα. Και τα δύο πρώιμα αυτά κόμματα, ήταν αντιμέτωπα σε ζητήματα που αφορούσαν τον τρόπο οργάνωσης του νέου κράτους και τον αποκλειστικό έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.

Οι αρχές που χαρακτήριζαν και διείπαν το Δημοκρατικό κόμμα ήταν οι ακόλουθες: Ισότητα στα δικαιώματα και στις κοινωνικές τάξεις. Λαϊκή κυριαρχία, γραπτά Συντάγματα, δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες, δημοσιότητα στις διαπραγματεύσεις, απεριόριστη ελευθερία στον Τύ­πο, φιλοσοφική παιδεία. Τους θεσμούς αυτούς, που είχαν εγκαθιδρυθεί μέσα από την αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση και αποσκοπούσαν στην κατάλυση της παλαιάς τάξης πραγμάτων, φιλοδοξούσε να επιβάλει το Δημοκρατικό κόμμα στο καινούριο κράτος που θα αναδεικνυόταν μετά από μακροχρόνια κατάσταση βαρβαρότητας. Το κόμμα αυτό φαινόταν να έχει τη μεγαλύτερη απήχηση στον αγωνιζόμενο λαό. Επικεφαλής της ηγεσίας του βρίσκονταν οι αδελφοί Κουντουριώτη, ο I. Κωλέττης, ο Αλ. Μαυροκορδάτος και ο Δημ. Υψηλάντης, οι οποίοι δεν είχαν ξεκάθαρο προσανατολισμό ως προς την ανώτατη πολιτειακή μορ­φή της νέας ελληνικής πολιτείας.

Το Ολιγαρχικό κόμμα περιλάμβανε στις τάξεις του στοιχεία που εί­χαν διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στο παρελθόν είτε μέσα από την άσκηση τοπικής εξουσίας, είτε μέσα από την εκκλησία και το στρατό. Τους παραδοσιακούς δηλαδή προύχοντες του τόπου, τους κοτζαμπάσηδες, τον ανώτερο κλήρο και τους αρχηγούς των κλεφτών ανάμεσα στους οποίους τον Κολοκοτρώνη, τον Πετμεζά, τον Δεληγιάννη, τον Μαυρομιχάλη, τον Σισσίνη, τον Ζαΐμη και τον Λόντο. Η ηγεσία του κόμ­ματος αυτού είχε ταχθεί κατά της ενιαίας κεντρικής εξουσίας και ως αποκλειστική επιδίωξή της πρόβαλε η διαιώνιση της εξουσίας του καθενός από τους ηγέτες του στην υπό έλεγχο περιφέρειά του. Οι ολι­γαρχικοί, επομένως, δεν απέβλεπαν ούτε στην παγίωση της Δημοκρα­τίας μήτε της μοναρχίας, αλλά στην εγκαθίδρυση μιας ολιγαρχικής συ­νομοσπονδίας προσαρμοσμένης στα τοπικά έθιμα και στις παραδόσεις και ανταποκρινόμενης στο επίπεδο του λαού. Αντίθετα από τους Δημο­κρατικούς, τα στοιχεία αυτά δρούσαν μεμονωμένα χωρίς ενότητα ανα­μεταξύ τους.

Έναντι του ξένου παράγοντα οι ηγέτες των Δημοκρατικών έκλιναν υπέρ της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ οι ολιγαρχικοί υπέρ της Ρωσίας. Η σημαντικότερη, ωστόσο, διαπίστωση που μπορεί να προκύψει από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των δύο πρώιμων αυτών κομματικών σχηματισμών, συνίσταται στο μέγεθος της αυτονομίας των λαϊκών τάξε­ων γενικότερα από τα οράματα και τις επιδιώξεις της ηγεσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε, ο αγωνιζόμενος λαός βουτηγμένος κυριολεκτικά στην άγνοια και στην αδυναμία αξιολόγησης των κομματι­κών επιλογών και προγραμμάτων παρέμενε στο περιθώριο. Ανήμπορος να παρακολουθήσει τις θεωρίες και τα συνθήματα των κομματικών αρ­χηγών τους είχε αποδεχτεί ως ρυθμιστές των πραγμάτων, αρκούμενος σε μια έντονη δυσπιστία απέναντι στις κεφαλές των κομμάτων.

Στη διαμόρφωση και διαφοροποίηση των πολιτειακών εφαρμογών εκείνης της περιόδου, ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι δυτικοποιημένοι Έλληνες, που, έχοντας σπουδάσει στη Δύση, επέστρεφαν στην Ελλάδα ως φορείς φιλελεύθερων ιδεών και θεσμών που είχαν δοκιμα­στεί εκεί και εξέφραζαν τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις. Οι εκσυγχρονι­στές αυτοί απέβλεπαν στη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού συνταγμα­τικού κράτους υπό την προϋπόθεση της λειτουργίας εκλογικών μηχανι­σμών για την ανάδειξη της εθνικής αντιπροσωπείας. Οι συγκεκριμένες ιδέες για συγκρότηση συνταγματικού κράτους δεν ήταν αναγκαστικά αντίθετες προς το καθεστώς μέσω του οποίου οι ηγέτες των ιθυνουσών τάξεων είχαν καταφέρει να επικρατήσουν στον ελλαδικό χώρο, εφόσον δεν θα ετίθετο επιτακτικά και η οριστική παγίωση του συγκεντρωτικού κράτους, που θα απειλούσε καταλυτικά την τοπική ισχύ των κοτζαμπά­σηδων.

Η ενδεχόμενη φιλελεύθερη διάρθρωση της νέας ελληνικής Πολιτείας εξυπηρετούσε το κατεστημένο για τους ακόλουθους λόγους: α) Καθησύχαζε τον ένοπλο λαό, β) δημιουργούσε ένα πολιτικό πόλο εξου­σίας που λειτουργούσε ως αντίβαρο στις λαϊκές δυνάμεις, γ) απέκλειε από τον έλεγχο της εξουσίας την ενδεχόμενη συμμετοχή κάποιας λαϊκοστρατιωτικής επαναστατικής επιτροπής, δ) έθετε τη νομιμότητα έξω από τον επαναστατημένο λαό, ε) υποβοηθούσε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στον ξένο παράγοντα και, στ) μετέθετε τις φιλοδοξίες των λαϊκών στρατιωτικών ηγετών στην πολιτική, διευκολύνοντας την διά­σπαση των λαϊκών δυνάμεων. Επομένως πολύ ορθά οι ιθύνουσες τά­ξεις διέβλεπαν ότι ήταν εφικτή η παγίωση της κυριαρχίας τους μέσα από τα τυπικά δημοκρατικά Πολιτεύματα, η εσωτερική διάρθρωση των οποίων θα λειτουργούσε αυτονόητα πολιτικά και κοινωνικά εις βάρος των λαϊκών τάξεων. Την παγίωση αυτή υπέθαλπτε ανοιχτά η ξένη προ­στασία, κύρια αιτία της κοινωνικής στασιμότητας του ελλαδικού χώρου.

Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο  Μέντελσον-Μπαρτόλντυ όσο και άλλοι κορυφαίοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι τρεις αποκλειστικά κομματικοί σχηματισμοί λειτούργησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα: τα ξενικά κόμματα (γαλλικό, αγγλικό και ρωσικό) άμεσα εξαρτώμενα από τους εκ­προσώπους των Δυνάμεων. Υπό τη βρετανική επιρροή τελούσαν τα Νη­σιά, ο Μαυροκορδάτος, ο Μιαούλης και άλλα επιφανή στοιχεία. Η γαλλι­κή επιρροή επικρατούσε στη Στερεά, ενώ η ρωσική στον Μόριά με επι­κεφαλής τους Κωλέττη και Κολοκοτρώνη.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τις διαφορετικές εκτιμήσεις γύρω από τη διάρθρωση και λειτουργία των πολιτικών δυνάμεων της εποχής, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι η ολέθρια εμφύλια διαμάχη για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, δεν επέτρεψε την ανάπτυξη πρώιμων κομμάτων με ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις παρά τα εμφανή δείγματα προχωρημένης πολιτικής ωριμότητας και συνείδησης.


(UNIVERSITY STUDIO PRESS, 1990, σελ. 28-32)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου