Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Ο τρόπος επιλογής των μαθητών του Πυθαγόρα

Να πως δοκίμαζε τους υποψηφίους.

Πρώτα βεβαιωνόταν αν ο υποψήφιος μπορούσε «να κρατήσει τη γλώσσα του», αυτόν ακριβώς τον όρο χρησιμοποιούσε. Μπορούσε να σωπάσει και να κρατήσει για τον εαυτό του αυτά που άκουγε την ώρα της διδασκαλίας; Σε πρώτη φάση, όπως καταλαβαίνετε, τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η σιωπή του παρά τα λόγια του.

Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν χωρισμένη στα δύο από μια κουρτίνα. Ο Πυθαγόρας βρισκόταν από τη μία μεριά, οι υποψήφιοι από την άλλη. Δεν είχαν πρόσβαση στη διδασκαλία παρά μονάχα με το αυτί. Άκουγαν, αλλά δεν έβλεπαν. Η δοκιμασία κρατούσε πέντε χρόνια! […]

Η κουρτίνα είχε ιδιαίτερη σημασία στη ζωή της σχολής του Πυθαγόρα. Το να τη διασχίσει κανείς, σήμαινε ότι είχε περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία. Τα μέλη της Σχολής ήταν χωρισμένα σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την πλευρά της κουρτίνας που βρισκόντουσαν. Στο εξωτερικό του χώρου όπου βρισκόταν ο Πυθαγόρας, οι εξωτερικοί … Στο εσωτερικό, και για να μείνουν την υπόλοιπη ζωή τους, οι εσωτερικοί. Μόνον αυτοί μπορούσαν να ακούσουν τον Πυθαγόρα ΚΑΙ να τον δουν! […]

Τα κείμενα των Πυθαγορείων ήταν και αυτά απόρρητα Γραμμένα σε διπλή γλώσσα, επιδέχονταν δύο επίπεδα ερμηνείας. Ένα, κατανοητό από όλον τον κόσμο, και το άλλο μόνο για τους μυημένους. Οι Πυθαγόρειοι, αναφέρονταν σε σύμβολα και σε αινίγματα. […]

Οι περισσότερες γνώσεις μεταδίδονται προφορικά: Αυτός ο τρόπος μετάδοσης δημιούργησε έναν δεύτερο τρόπο διαχωρισμού των μαθητών. Αφενός οι ακουσματικοί, στους οποίους ανακοίνωναν τα συμπεράσματα αλλά όχι και τις αποδείξεις που οδηγούσαν σ’ αυτά. Και αφετέρου οι μαθηματικοί, που μάθαιναν και τα συμπεράσματα και τις αποδείξεις. […]

Όλα τα μέρη της σχολής έπρεπε να ασκήσουν τη μνήμη τους […] Το πρωί πριν σηκωθεί από το κρεβάτι, ο Πυθαγόρειος έπρεπε να ανακαλέσει στη μνήμη του όλα τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Προσπαθούσε να θυμηθεί όσα είχε δει, όσα είχε πει, όσα είχε κάνει, όσους είχε συναντήσει […]

Καθένας που παρουσιαζόταν στη σχολή για να γίνει μέλος, παρέδιδε όλα τα υπάρχοντα του στην κοινότητα […] Όποιος δεν γινόταν δεκτός, εισέπραττε κατά την αναχώρησή του το διπλάσιο των αγαθών που είχε καταθέσει. […]

Του έδιναν σε χρήμα αυτό που δεν είχε μπορέσει να πάρει σε γνώση […] αλλά μόλις ανακοινωνόταν η αποπομπή του του έσκαβαν ένα τάφο. […]

Ο θάνατος ήταν συμβολικός, αλλά ο τάφος πραγματικός. Κάποιος που θα ανακάλυπτε τον τάφο μπορούσε καλόπιστα να πιστέψει ότι αυτός στον οποίο ανήκε ήταν πράγματι νεκρός.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ, 1999, σελ. 148, 152)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου