Αν
θεωρήσουμε την ένδειξη της οικονομικής δραστηριότητας από το 1820 μέχρι τις
μέρες μας, θα διαπιστώσουμε πως αυτή δεν ήταν ομοιόμορφη ούτε ακολουθούσε
σταθερούς ρυθμούς. Ο Άγκνου Μάντισον (1982) αναγνώρισε πέντε διαφορετικές
φάσεις, η κάθε μια εκ των οποίων έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που τη
διαφοροποιούν από τις άλλες. Οι φάσεις αυτές είναι οι εξής: 1820-1870,
1870-1913, 1913-1950, 1950-1973 και 1973 ως σήμερα. Αυτός ο διαχωρισμός σε
περιόδους δεν έγινε βάσει θεωρητικών τοποθετήσεων, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία
που έχουμε για την κάθε περίοδο και με το δείκτη ανάπτυξης (ΑΕΠ ή ΑΕΠ κατά
κεφαλή) που τις χαρακτηρίζει. […]
Μια
πρώτη παρατήρηση είναι πως οι κύκλοι αυτοί έχουν την τάση να συρρικνώνονται, πράγμα
που ίσως να προεικάζει μια «επιτάχυνση της ιστορίας». Σε ότι αφορά τις δυτικές
χώρες, οι ετήσιοι δείκτες ανάπτυξης του ΑΕΠ ανά κάτοικο (σε ποσοστό) ήταν 1,0
για την περίοδο 1820-1870, 1,3 για την περίοδο 1870-1913, 0,9 για την περίοδο
1913-1950, 3,9 για την περίοδο 1973-1992, δηλαδή 1,8 για τη συνολική περίοδο
1820-1992.
Όσο
για τα χαρακτηριστικά της κάθε φάσης, η 1η
περίοδος (1820-1870) αντιστοιχεί στη σταδιακή εκβιομηχάνιση της
εξεταζόμενης γεωγραφικής ζώνης. Η περίοδος αυτή, […] χαρακτηρίζεται και από την
απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου. Αυτό αναπτύχθηκε τέσσερις φορές
γρηγορότερα από την παγκόσμια παραγωγή.
Η 2η περίοδος (1870-1913) ήταν σχετικά ήρεμη και χαρακτηρίζεται από μεγάλη
ευμάρεια, εξαιτίας της παγκόσμιας διάδοσης της τεχνολογίας, της μεγάλης
κινητικότητας των συντελεστών της παραγωγής (κεφάλαιο, ανθρώπινο δυναμικό) και
των εξελίξεων στις επικοινωνίες και τις μεταφορές. Στις περισσότερες χώρες
υπήρχαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις, […] (που) είχαν υιοθετήσει τον κανόνα του
χρυσού και ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Η 3η περίοδος (1913-1950) ήταν τραγική και σημαδεύτηκε από δύο παγκόσμιους
πολέμους και μια οικονομική κρίση επίσης παγκόσμιας εμβέλειας. […] Η ελευθερία
των συναλλαγών αντικαταστάθηκε από τον προστατευτισμό και η φιλελεύθερη
οικονομία έδωσε τη θέση της στην οικονομία του πολέμου, και αργότερα, στην
κατευθυνόμενη οικονομία. […] Μια ανακατανομή του πλούτου και της οικονομικής
ισχύος που ωφέλησε τις ΗΠΑ αφού, αφενός, το έδαφός της βγήκε αλώβητο απ’ τους
δύο πολέμους και αφετέρου, έθεσαν στην υπηρεσία του πολέμου όλα τα μάσα της
παραγωγικής τους μηχανής. […] ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες κατέληξαν να είναι κατά
πολύ φτωχότερες.
Η 4η περίοδος (1950-1973) […] ήταν μια
φάση ανάκαμψης που αποτέλεσε για τους Δυτικοευρωπαίους μια πραγματική χρυσή
εποχή της οικονομικής ιστορίας. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι
η αλματώδης ανάπτυξη της οικονομίας, το ξεκίνημα του «ψυχρού πολέμου», η
αλληλεγγύη μεταξύ δυτικοευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ που εκφράστηκε με την υπογραφή
του Σχεδίου Μάρσαλ και την προθυμία των αμερικανικών κυβερνήσεων να αναλάβουν
πλανητικές ευθύνες. […] Αυτή η προσπάθεια οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας, οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η
Παγκόσμια Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας (ΕΟΣΑ) και
αργότερα ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). […]
Επιπλέον, την εν λόγω περίοδο εφαρμόστηκαν ευρέως οι πολιτικές κοινωνικού
προστατευτισμού, του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» και, γενικότερα πολιτικές
συνολικής ζήτησης που ήταν κυρίως επηρεασμένες από τον Κέινς. Έτσι, τέθηκαν σε
λειτουργία μηχανισμοί «αυτόματων σταθεροποιητών» και πολιτικές συγκυριακής
σταθεροποίησης, στο βαθμό που η έννοια του οικονομικού έφθασε να θεωρείται ξεπερασμένη
μιας και στο εξής μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης μεταβάλλονταν, χωρίς να παύουν να
είναι θετικοί. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε το μεγάλο άνοιγμα των
οικονομικών συνόρων μεταξύ των κρατών, […] Εν ολίγοις, η μεγάλη πορεία προς την
παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είχε αρχίσει […]
Η 4η περίοδος (1973-1994) ξεκίνησε δυσοίωνα, δηλαδή με τις δύο πετρελαϊκές
κρίσεις που ακολούθησαν τον πόλεμο του Κιπούρ και την ισλαμική επανάσταση του
Ιράν (1973 και 1979). […] Οι χώρες υψηλής κατανάλωσης πετρελαίου βρέθηκαν
ξαφνικά να χρεώνονται με τεράστια ποσά, πράγμα που επιβάρυνε σημαντικά τα
εξωτερικά ισοζύγια και ανέβασε τα κόστη παραγωγής. Στις χώρες της ΕΟΚ, η
προτεραιότητα πλέον ήταν να σταθεροποιηθούν οι τιμές. Για το σκοπό αυτό, το
σημείο αναφοράς σε σχέση με το οποίο τα κράτη μέλη χάραξαν την οικονομική
πολιτική τους, ήταν το γερμανικό μάρκο: η οικονομική πολιτική της ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας της Γερμανίας θεωρούταν στην Ευρώπη πρότυπο σωστής διαχείρισης. […]
Η
καινούργια συγκυριακή πολιτική, που σήμαινε την εγκατάλειψη των κεινσιανών
πολιτικών της ανάκαμψης, ήταν ο προάγγελο της πολιτικής των κοινού νομίσματος
που υιοθετήθηκε το 1992 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. […]
Οι
καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης θα ασκούσαν στο εξής μια πολιτική σταθερότητας
των τιμών, που είχαν δεσμευτεί να ακολουθήσουν βάση της συνθήκης του Μάαστριχτ,
συνεχίστρια της οποίας στα ζητήματα προϋπολογισμού ήταν η συνθήκη του
Άμστερνταμ, η οποία περιλάμβανε και ένα «σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης».
Έτσι
λοιπόν εφαρμόστηκε ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ. […]
Για
να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδοχή των φάσεων αυτών θα ήταν χρήσιμο να
στραφούμε στην υπόθεση που διατύπωσε ο Κοντράτιεφ και στη συνέχεια ο Σουμπέτερ,
την περίοδο του μεσοπολέμου: αυτή των μακροχρόνιων κύκλων.
(ΤΟ
ΒΗΜΑγνώση, 2007, σελ. 45-51)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου