Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Περί Ιστορίας και μύθων

Διαμάχη Ηρακλή και Απόλλωνα
για το δελφικό τρίποδα
Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ «λευκή». Τα μάρμαρά της ήταν χρωματισμένα. Παρ’ όλα αυτά, οργάνωσε την ευρωπαϊκή ευαισθησία ως «λευκή». Ιδρυτής του μύθου της «λευκής Ελλάδας» υπήρξε ο Γερμανός Βίνκελμαν, ο οποίος δεν είχε δει ποτέ του ένα ελληνικό άγαλμα στο πρωτότυπο. Ο θάνατός του θυμίζει Παζολίνι. Ήταν ομοφυλόφιλος και τον δολοφόνησε ένας περιστασιακός εραστής σ’ ένα ξενοδοχείο στην Τεργέστη, ενώ ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην Ελλάδα.

Τα πρότυπά του ήταν ο «Απόλλων του Μπελβεντέρε» και το «Σύμπλεγμα του Λαοκόοντος», που τα είχε δει στο Βατικανό. Ο νεοκλασικισμός, κίνημα που σημάδεψε την τέχνη στα τέλη του 18ου αιώνα, στηρίχτηκε στον μύθο του Βίνκελμαν για τη «λευκή Ελλάδα». Ένας μύθος που επηρέασε τον φιλελληνισμό και πέρασε με τις αποχρώσεις του στον ρομαντισμό. Ο Σατομπριάν, ο οποίος είδε την Ελλάδα, σε αντίθεση με τον Βίνκελμαν, σε ένα από τα ωραιότερα χωρία του έργου του «Ταξίδι από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», διαπιστώνει έκπληκτος ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα ροδίζουν.

Αφθονούν τα σχέδια αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων που προσπάθησαν να χρωματίσουν τη «λευκή» Ελλάδα. Χρώματα καθαρά, αδιαφανή, σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι νεοκλασικιστές στη ζωγραφική τους. Υποθέτω πως ούτε αυτά είχαν σχέση με την πραγματικότητα της αρχαίας Ελλάδας. Ο μύθος της «λευκής Ελλάδας», πάντως, συνέχισε να συνοδεύει την αντίληψη περί αρχαίας Ελλάδας ως τα μέσα του εικοστού αιώνα. Σε πείσμα της αλήθειας. Γιατί; Επειδή ο μύθος της «λευκής Ελλάδας» ήταν συστατικό στοιχείο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η αυτοσυνειδησία της σύγχρονης Ευρώπης.

Οι μύθοι συμμετέχουν ενεργά στη συγκρότηση της συνείδησης, όπως και η αναζήτηση της αλήθειας. Γι’ αυτό και η Ιστορία, στον βαθμό που είναι επιστήμη, δεν λειτουργεί όπως οι θετικές επιστήμες. Τον μυθοπλάστη Ηρόδοτο τον έχουν διαψεύσει δέκα χιλιάδες φορές τα ευρήματα των σύγχρονων ερευνών. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει χάσει την αξία του. Με τις αφηγήσεις του, τις «έρευνές» του, έφτιαξε έναν ολόκληρο κόσμο που συνοδεύει όλη την πορεία του Δυτικού πολιτισμού.

Υπάρχουν εθνικοί μύθοι, ιστορίες και αφηγήσεις που συμμετέχουν στη φαντασιακή συγκρότηση της κοινωνίας, όπως θα έλεγε και ο Καστοριάδης. Άκουγε η Ιωάννα της Λωρραίνης φωνές; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Για φαντασθείτε όμως μια συζήτηση στο γαλλικό κοινοβούλιο γύρω από το θέμα. Υποθέτω ότι θα προκαλούσε τη σχετική θυμηδία στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη χάχανα, σαν αυτά που προκαλεί ο Λουί ντε Φινές στο «Ραμπί Ζακόμπ», όταν διαπιστώνει πως ο οδηγός της λιμουζίνας του, που τον λένε Σολομών, είναι Εβραίος. «Είστε Εβραίος, Σολομών; Δεν το πιστεύω».

Είναι μύθος ο χορός του Ζαλόγγου; Μπορεί να είναι και μύθος. Τραγουδούσαν το «στη στεριά δεν ζει το ψάρι» οι Σουλιώτισσες; Το τραγούδι γράφτηκε έναν αιώνα αργότερα και οι Αρβανίτισσες δεν μιλούσαν ελληνικά. Κι αν είναι μύθος, γιατί αυτό αποτελεί πρόβλημα σε έναν λαό που επαίρεται ότι κατάγεται από την αρχαία Ελλάδα, που αν μη τι άλλο μας διδάσκει την πολιτική αξία των μύθων; Μήπως το γλυπτό του Ζογγολόπουλου που αναπαριστά τις Σουλιώτισσες θα χάσει την αξία του; Ο Οιδίπους είναι θεμέλιος λίθος μιας επιστήμης που άλλαξε την αντίληψή μας για τον άνθρωπο, της ψυχανάλυσης. Θα ήταν μάλλον ανόητος όποιος θα προσπαθούσε να αποδείξει ιστορικά την ύπαρξή του.

Υπάρχει κοινωνία χωρίς συλλογικούς μύθους; Δεν υπάρχει. Τι τύχη έχει μια κοινωνία που γυρίζει την πλάτη της στην ιστορική αλήθεια; Την τύχη μιας κοινωνίας που γυρίζει την πλάτη της στην πραγματικότητα. Μήπως η σύνδεση του συλλογικού μύθου με τη συλλογική πραγματικότητα είναι το έργο της πολιτικής; Και αν η σύνθεση δεν είναι πειστική, μήπως το πρόβλημα εντοπίζεται σε αυτόν που την επιχειρεί;

Δεν αναφέρομαι στον πρωτογονισμό των αντιδράσεων απέναντι στην κυρία Ρεπούση. Αυτές ούτως ή άλλως είναι αναμενόμενες, και φοβάμαι ότι η κυρία Ρεπούση αρέσκεται στο να τις προκαλεί. Όταν δεν έχεις πολιτική πρόταση, η πρόκληση είναι μία κάποια λύση. Αναφέρομαι στην άνεση με την οποία η κυρία Ρεπούση εμφανίζεται να απομυθοποιεί τους συλλογικούς μας μύθους. Παραγνωρίζοντας ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα χρειάζεται συνείδηση της πραγματικότητας, αλλά χρειάζεται και συλλογικούς μύθους. Μύθους οι οποίοι τη σταθεροποιούν μες στην κινούμενη άμμο. Κι αν μείνουμε στην απομυθοποίηση, χαρακτηριστικό ενός είδους διανοητικού νεοπλουτισμού, τότε το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να την παραδώσουμε στους αναλφάβητους κουμπουροφόρους, οι οποίοι ξέρουν να κολακεύουν το ελάχιστο «ελληνικό», το ό,τι ποταπότερον έχει απομείνει στην κατακερματισμένη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.

Τάκης Θεοδωρόπουλος


Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (09/06/13)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου