Μια μεγάλη παθογένεια της κοινωνίας της
Μεταπολίτευσης ήταν ότι διαλέγαμε ιδιωτικές λύσεις, ενώ πληρώναμε και για τις
δημόσιες. Η ελίτ έστελνε τα παιδιά σε
ιδιωτικά σχολεία και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, και η πλειονότητα των
μεσαίων στρωμάτων, που δεν μπορούσε να πληρώσει τέτοια ποσά, τα έστελνε σε
φροντιστήρια. Η ελίτ έμπαινε στα ιδιωτικά νοσοκομεία, και τα μεσοστρώματα έδιναν
«φακελάκι» στα δημόσια, γιατί δεν άντεχαν την αναμονή και την αδιαφορία. Αυτά
συνέβαιναν, ενώ τα ποσά που πλήρωνε το κράτος για παιδεία και υγεία ήταν
συγκρίσιμα με των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν καλά δημόσια συστήματα. Οι διαμαρτυρίες για την κατάσταση αυτή ήταν
υποτονικές, και επομένως, οι πολιτικοί δεν ένιωθαν την πίεση να αλλάξουν τα
πράγματα. Δεν υπήρχε κανένα κίνητρο για
βελτίωση σε μεγάλα τμήματα του Δημοσίου και καμιά κύρωση για την κακή
ποιότητα των υπηρεσιών.
Τέτοιες καταστάσεις είχε περιγράψει ο A. O. Hirschman στο βιβλίο «Φυγή, φωνή και αφοσίωση». Οι χρήστες κάθε
υπηρεσίας έχουν, σχηματικά, δύο τρόπους να αντιδράσουν όταν οι υπηρεσίες ενός
οργανισμού δεν τους ικανοποιούν: είτε να φύγουν και να βρουν άλλον πάροχο
(φυγή) είτε να διαμαρτυρηθούν και να ενεργήσουν ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση
(φωνή). Όταν οι χρήστες επιλέγουν τη φυγή, κι εφόσον η διοίκηση του
οργανισμού ζημιώνεται από αυτήν, τότε πιθανότατα θα επιδιώξει να τους πείσει να
επανέλθουν, βελτιώνοντας την ποιότητα των υπηρεσιών. Αυτό ισχύει συνήθως (όχι
πάντα) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όταν λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Η φυγή
γίνεται ερέθισμα για να αντιστραφεί η παρακμή, αν βέβαια υπάρχουν ο χρόνος, οι
πόροι και οι ικανότητες για βελτιώσεις.
Υπάρχουν
όμως οργανισμοί όπου η φυγή δρα αντίστροφα. Όταν η διοίκηση του οργανισμού δεν
έχει κυρώσεις από το γεγονός ότι μερικοί χρήστες φεύγουν, τότε ίσως και να το
προτιμάει, αντί να τους έχει μέσα στα πόδια της να διαμαρτύρονται. Συνήθως δε,
οι χρήστες που φεύγουν πρώτοι είναι αυτοί που νοιάζονται περισσότερο για την
ποιότητα, δηλαδή αυτοί που αν έμεναν θα πίεζαν περισσότερο για αλλαγές.
Στην Ελλάδα, η φυγή των μεσαίων στρωμάτων από
τις υπηρεσίες του κράτους υπήρξε πρωτοφανής για τα δεδομένα ευρωπαϊκής χώρας. Αυτό μαρτυρεί το πολύ μεγάλο ποσοστό ιδιωτικών δαπανών
για παιδεία και υγεία, αλλά και το γεγονός ότι ανεχόμασταν κακό σιδηρόδρομο,
κακά λεωφορεία κ.ά. Γιατί, άραγε; Για τη
φυγή των ελίτ η εξήγηση είναι απλή. Οι μεν πολύ πλούσιοι επιλέγουν τις
ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Η δε πολιτική ελίτ, βαθύτατα
υποκριτική με την ανοχή των ψηφοφόρων, δεν δίσταζε να γεννά στα ιδιωτικά
μαιευτήρια, να στέλνει τα παιδιά της στα διεθνή σχολεία του ιδιωτικού τομέα και
μετά στα ξένα πανεπιστήμια, την ίδια στιγμή που υπερασπιζόταν το άθλιο στάτους
κβο της «δημόσιας δωρεάν» υγείας και παιδείας.
Αλλά για τους μεσοαστούς και τους
μικροαστούς, που δεν τους περίσσευαν τα χρήματα, δεν εξηγείται εύκολα η επιλογή
να πληρώνουν αντί να προσπαθούν να βελτιώσουν το δωρεάν ή το επιδοτούμενο. Πώς ανέχονταν να πρέπει να παίρνουν το αυτοκίνητο για
μικρές διαδρομές στην πόλη, να πρέπει να πληρώνουν φροντιστήρια για να μπουν τα
παιδιά στο πανεπιστήμιο, και μετά να καταλήγουν σε σχολές με
καθηγητές-τουρίστες;
Η
απάντηση είναι ότι εξωθήθηκαν στη φυγή
γιατί είχαν ακυρωθεί οι μηχανισμοί της φωνής. Αν οι γονείς σε κάποιο
σχολείο αποφάσιζαν να ασχοληθούν για να βελτιωθεί η διδασκαλία, θα ήταν αδύνατο
να πετύχουν, όταν το μεν αναλυτικό πρόγραμμα ορίζεται κεντρικά από το
υπουργείο, η δε ποιότητα των δασκάλων δεν αξιολογείται θεσμικά από κανέναν. Οι
χώρες με τα καλύτερα σχολεία τείνουν να είναι αυτές με τη μεγαλύτερη αυτονομία
των σχολικών μονάδων, εκεί δηλαδή όπου μπορεί να ακουστεί η φωνή των γονιών. Το
αντίθετο από ό,τι ισχύει εδώ. Αλλά και όπου προβλέπεται θεσμικά κάποια αυτοδιοίκηση,
όπως π.χ. στα πανεπιστήμια, η φωνή ακυρώνεται από την κομματικοποίησή της. Φωνή δεν είναι η κραυγή, και δεν είναι να
χρησιμοποιείς προσχηματικά τα τρέχοντα προβλήματα για να ανατρέψεις την
κυβέρνηση ή τον καπιταλισμό. Είναι να επιμένεις για συγκεκριμένες βελτιώσεις.
Φεύγοντας λοιπόν οι σχετικά πιο ισχυροί
χρήστες, άφησαν πίσω τους «την καταπίεση των αδύναμων από τους ανίκανους και
την εκμετάλλευση των φτωχών από τους τεμπέληδες», κατά τη μνημειώδη φράση του Hirschman. Τώρα όμως, με την
κρίση, το σαθρό κοινωνικό κράτος φανέρωσε όλες του τις αδυναμίες όχι μόνο στους
πιο φτωχούς, αλλά και στους μεσαίους, που αναγκάζονται να επιστρέψουν σε αυτό,
αφού δεν μπορούν να πληρώνουν για τις εναλλακτικές. Τώρα πληρώνουμε όλοι την
ολιγωρία της φωνής στις καλές εποχές.
Μέσα στις πολλές αλλαγές που προβλέπουν τα
Μνημόνια, σχεδόν τίποτε δεν υπάρχει που θα ενισχύσει, από μόνο του, τις
δυνατότητες της φωνής των πολιτών. Είναι δική μας ευθύνη να υπερασπιστούμε
και να αξιοποιήσουμε τη Διαύγεια, να βελτιώσουμε τη διοίκηση στα νοσοκομεία, να
επιμείνουμε στην αξιολόγηση σχολείων και δασκάλων, να ενισχύσουμε τη λογοδοσία
στην αυτοδιοίκηση. Είναι δική μας ευθύνη, ώστε βγαίνοντας κάποτε από την κρίση να μην αναπαραγάγουμε την παλιά
παθογένεια.
Δημοσιεύτηκε
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου