Η Ευρώπη που
γνωρίζουμε είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών κυμάτων μετανάστευσης βαρβαρικών
φύλων που κατευθύνονταν δυτικά από την πίεση άλλων που έπονταν. Αυτά τα
φύλα προσελκύονταν από την προφανή ευημερία και τον πολιτισμό της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Ταξιδεύοντας σε μεγάλες ορδές, οι περιπλανώμενοι λαοί τους
οποίους γνωρίζουμε με τα ονόματα που τους έδωσαν οι Ρωμαίοι –Ούννοι, Γότθοι,
Βησιγότθοι, Άγγλοι, Φράνκοι, και λοιπά- εισχώρησαν στην αυτοκρατορία για ένα
διάστημα πολλών αιώνων, κι ενώ αρχικά απορροφήθηκαν από τη ρωμαϊκή δομή, στη
συνέχεια τη διέσπασαν και την κατέστρεψαν. Οι
βάρβαροι αυτοί ίδρυσαν τα δικά τους βασίλεια στην ύπαιθρο και, με τον καιρό,
προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό. Κάθε βασίλειο είχε ένα βασιλιά και
κάποια αριστοκρατία στην οποία παραχωρείτο γη σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης της
στο βασιλέα. Η προσωρινή παραχώρηση γης σύντομα έγινε κληρονομική, χρειάστηκαν
όμως αιώνες για να ξαναγυρίσει η κοινωνική σταθερότητα της παλαιάς ρωμαϊκής
εποχής […] Σε κείνους τους ταραγμένους
καιρούς η μόνη προστασία προερχόταν από μια τάξη επαγγελματιών και η προστασία
είχε το τίμημά της.
Έτσι η πολιτική ευταξία έπρεπε να αναδημιουργηθεί· εδώ θα
εξετάσουμε τρία συστατικά στοιχεία
στα οποία βασίστηκε η ανάπτυξη του πολιτισμού στον όψιμο Μεσαίωνα. Το πρώτο είναι η αγάπη της ελευθερίας
που είχε κληρονομηθεί από τους ίδιους τους βαρβάρους. Παρά την ωμή βία εκείνων
των χρόνων, οι βαρβαρικές φυλές είχαν
μια ισχυρή ηθική και νομική αυτοσυνείδηση […] Αποτελούσαν λαούς των οποίων
η υπερηφάνεια συνίστατο στο σεβασμό εκείνων με τους οποίους συνδέονταν με όρκο.
Οι βασιλείς ήταν οι φρουροί του νόμου. Η βία και η αναταραχή ήταν αποτέλεσμα
του ότι μια ισχυρή ηθική και νομική αίσθηση των κανόνων συμπεριφοράς προς την
κοινότητα δεν συμπληρώνονταν, σε καμία
περίπτωση, από την αίσθηση της σημαντικότητας των άλλων ανθρώπων εκτός
κοινότητας. Χρειάστηκε η θρησκεία του Χριστιανισμού και η ηθική του μεσαιωνικού
κώδικα αγάπης για να αρχίσει η διάδοση αυτής της ιδέας.
Οι Ευρωπαίοι
θεμελίωσαν το αίσθημα της ταυτότητας τους στο σεβασμό του νόμου, το οποίο
πίστευαν ότι είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους. Ο νόμος, πιστευόταν, ήταν
ανέγγιχτος από την ανθρώπινη βούληση και χρειάστηκαν μερικοί αιώνες για να
κυριαρχήσει η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να νομοθετήσει. Αυτή ήταν μια ιδέα που
ήρθε σταδιακά μέσα από μια ανανεωμένη επαφή με το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Έτσι η πολιτική
σε εκείνους τους παλαιούς χρόνους περιοριζόταν
στις σχέσεις μεταξύ ενός βασιλιά και σημαντικότερων από τους υπηκόους του,
έχοντας ως επίκεντρο μικρές, πρωτόγονες και μετακινούμενες Αυλές. Όμως αυτοί οι
βασιλείς από αρχηγοί φύλων μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε κυρίαρχους βασιλείων και
ο νόμος τον οποίο περιφρουρούσαν κατέστη νόμος όχι πλέον της φυλής αλλά της
χώρας. […] Σε όλες αυτές τις τοπικές διαδικασίες […] ένα γεγονός ξεχώριζε: το καθεστώς της πολιτικής ευταξίας
διαμορφώνονταν με τη συναίνεση μιας ομάδας πλουσίων αρχόντων των οποίων ο
έλεγχος επί των κολίγων τους προσέδιδε μια ανεξάρτητη θέση. Αυτό είναι το
δεύτερο κρίσιμο συστατικό στοιχείο για την επανεμφάνιση της πολιτικής. Έχει
εύλογα υποστηριχθεί ότι η μοναδικότητα του Ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού ήταν
αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η Ευρώπη είναι μια καλή υδρευόμενη ήπειρος και ότι
η γεωργία της, σε αντίθεση με αυτή της Κίνας, της Ινδίας και της Μέσης
Ανατολής, δεν εξαρτάται από την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων, αρδευτικών
καναλιών και αντιπλημμυρικών έργων. Τέτοια έργα απαιτούν ισχυρή κεντρική
εξουσία για την κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού, εξουσία η οποία έχει
δεσποτικά χαρακτηριστικά. Όπου το κλίμα κατανέμει καλύτερα αυτά που απαιτεί η
γεωργία, η τοπική ζωή είναι σχετικά ανεξάρτητη από την κεντρική εξουσία και η
εξουσία θα πρέπει να διαβουλεύεται με τους υπηκόους της […]
Η εθνική τάξη των Ευρωπαϊκών κρατών κρυσταλλώθηκε βαθμιαία
από αλληλουχίες μη προβλέψιμων γεγονότων. Η συνθήκη του Βερντέν το 843, η οποία διαίρεσε το βασίλειο του Καρλομάγνου σε
τρία μέρη, συχνά θεωρείται ότι έδωσε τη
Γαλλία, τη Γερμανία και ένα τρίτο βασίλειο, το οποίο δεν ενοποιήθηκε πλήρως
ποτέ, που εκτείνεται από την Ολλανδία στα βόρεια έως τη Σαβοΐα και τη
Λομβαρδία στα νότια […] Οι βασιλείς συνωμοτούσαν, οι ευγενείς πολεμούσαν και
τελικά η μείξη πολιτικού και απρόοπτου
ήταν ο παράγοντας που καθόρισε ποιες γλώσσες και κουλτούρες έγιναν εθνικές
μέσα από μια μεγάλη γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία. […]
Παντού συναντάμε
βασιλείς που επιδιώκουν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους τόσο στο
εξωτερικό, σε γειτονικές περιοχές, όσο και στο εσωτερικό, πάνω στους υπηκόους
τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η πορεία του αιτήματος της ελευθερίας είναι η πορεία
των θεσμών και των νόμων που εξισορροπούσαν τις απαιτήσεις των κυρίαρχων
δυνάμεων σε αυτές τις μικρές κοινωνίες. Ο βασιλιάς της Αγγλίας, ως κορωνίδα της
δικαιοσύνης, είχε έναν αξιωματούχο σε κάθε κομητεία που ονομάζονταν σερίφης και
οι δικαστές του ταξίδευαν στη χώρα απονέμοντας δικαιοσύνη, ανταποκρινόμενοι σε
ένα σύνολο απαιτήσεων και παρακλήσεων που ονομάζονταν εντάλματα (wrists) […] Οι ευγενείς, από την άλλη πλευρά, είχαν το
δικαίωμα να αναγκάσουν το βασιλιά να αναγνωρίσει τα σφάλματά του και να τον
εξαναγκάσουν να επανορθώσει. Η πιο φημισμένη περίπτωση αυτού του είδους
ήταν ο βασιλιάς Ιωάννης ο «Ακτήμονας», ο οποίος εξαναγκάστηκε να υπογράψει τη
Μάγκνα Κάρτα […] το 1215 […] (που) καταγράφηκε στην Αγγλική μυθολογία ως η πηγή
των αγγλικών ελευθεριών. […] Οι
σημερινοί ψηφοφόροι με άλλα λόγια, έχουν κληρονομήσει τα δικαιώματα που
απολάμβαναν μόνο οι βαρόνοι του παρελθόντος […] έτσι η δημοκρατία αναδύθηκε στα ευρωπαϊκά κράτη μέσα από μια οργανική
ανάπτυξη η οποία και τη διατηρεί βαθιά εδραιωμένη.
Κέντρο της
μεσαιωνικής πολιτικής εμπειρίας ήταν η αδυναμία του βασιλέα να κυβερνήσει χωρίς
τη συνεργασία κάποιων εταίρων –ακόμα και στο βαθμό που ήταν υπεύθυνος για
τις πολύ περιορισμένες λειτουργίες της διακυβέρνησης όπως αυτή εννοείτο τον
καιρό εκείνο. Έπρεπε να συμβουλεύεται τους ευγενείς, τους υψηλά ιστάμενους στην
ιεραρχία της Εκκλησίας και, εν καιρώ, τους αντιπροσώπους των πόλεων που ήταν
ισχυροί οικονομικά. Η κατάσταση αυτή
δημιούργησε ένα νέο θεσμό, τα κοινοβούλια. Τα κοινοβούλια έχουν μια σύνθετη
ιστορία, πολύ διαφορετική σε καθένα από τα Ευρωπαϊκά Βασίλεια. Η Γαλλία, για
παράδειγμα, είχε μια τόσο parlements που ουσιαστικά ήταν νομικοί θεσμοί, όσο και Γενικές
Συνελεύσεις (états généraux) που ήταν
συμβουλευτικές. […] Η ιστορία του αγγλικού κοινοβουλίου είναι ίσως η πιο
σύνθετη όλων. Είναι ίσως και η πιο σημαντική στο βαθμό που οι κοινοβουλευτικοί
θεσμοί, στους πρώιμους νεότερους χρόνους περιέπεσαν σε αχρηστία σχεδόν σε
ολόκληρη την Ευρώπη και αναβίωσαν μόνο ως δομές της φιλελεύθερης δημοκρατίας,
το 19ο αιώνα σύμφωνα με το θεσμικό πρότυπο που είχε επιβιώσει στην
Αγγλία αρκετά επιτυχημένα. […]
Το τρίτο συστατικό
στοιχείο της πολιτικής εμπειρίας στον Μεσαίωνα είναι και το πιο σημαντικό απ’
όλα. Αφορά τη θρησκεία η οποία, γενικά συγκεφαλαιώνει τις πίστεις και τα
συναισθήματα που έχει ένας πολιτισμός σχετικά με τον ανθρώπινο βίο. Οι αρχαίοι
Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν μια πολιτική θρησκεία στην οποία δεν γινόταν
διάκριση μεταξύ του μέλους της Εκκλησίας και του μέλους του κράτους: το ίδιο
σύνολο θεσμών κάλυπτε και τις δύο λειτουργίες που εμείς στη Δύση διακρίνουμε με
τόση σαφήνεια. Κατά την κλασική περίοδο η υψηλή σημασία του ανθρώπινου βίου
συνίστατο στη χρήση της ατομικής λογικής ικανότητας και στην υπηρέτηση της
δημοκρατίας. Με την άνοδο του Χριστιανισμού σε κυρίαρχη θέση στη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, κατά τον 4ο αιώνα, έχουμε μια εντελώς νέα κατάσταση.
Παλιότερα κάποιος γεννιόταν Αθηναίος ή Ρωμαίος.
Η θρησκεία περιλαμβάνονταν στο συλλογικό αυτόν προσδιορισμό. Τώρα όμως
κάποιος γινόταν χριστιανός μόνο με την εκ μέρους του υιοθεσία ενός συνόλου
πίστεων. Επιπρόσθετα, ο Χριστιανισμός ήταν μια θρησκεία των Γραφών, κάτι που
ευνοούσε την εκπαίδευση και τη διάδοση της ανάγνωσης και γραφής. Εξαιτίας, εν
μέρει αυτού του γεγονότος, ο Χριστιανισμός έγινε σύντομα μια τόσο σύνθετη δομή
πίστεων, συναισθημάτων, εντολών και ιεροτελεστιών, που απαιτούσε αρκετό
θεωρητικό στοχασμό, συμπεριλαμβανομένου του φιλοσοφείν, προκειμένου να καταστεί
ένα ξεκάθαρο και συνεκτικό όλον. […]
Ο Χριστιανισμός, […]
ήταν μια θρησκεία ηθικής πρόκλησης. Τα ανθρώπινα όντα ήταν έργα του Δημιουργού
του σύμπαντος. Είχαν προδώσει την εμπιστοσύνη Του πέφτοντας στην αμαρτία, είχαν
όμως λυτρωθεί με τη θεϊκή αποστολή του Ιησού. Η ανθρώπινη ζωή ήταν μια περίοδος
βασάνων και δοκιμασίας μετά την οποία κάποιοι άνθρωποι θα είχαν αθάνατη ζωή.
Άλλους, ίσως τους περισσότερους, τους περίμενε μια διαφορετική μοίρα […] αυτό
που εννοούσε η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ότι κάθε άτομο ήταν υπεύθυνο για την
ψυχή του και υπόλογο γι’ αυτήν στο Θεό. Ο θάνατος δεν αποτελούσε διέξοδο από
αυτή την τρομερή ευθύνη επειδή η κρίση ήταν και μεταθανάτια. Επηρέαζε το ίδιο
τους μεγάλους και τους ταπεινούς. Η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία και
φιλοσοφία ήταν ιδιαίτερα ελιτίστικες. Η επίτευξη του ανθρώπινου ιδεώδους ήταν
αποκλειστικά υπόθεση του ήρωα και του φιλοσόφου, ενώ οι δούλοι, και σε έναν
βαθμό οι γυναίκες, ενσάρκωναν κατώτερους τύπους ανθρώπων. Ο Χριστιανισμός
αντέστρεψε αυτή την άποψη: ήταν οι ταπεινοί άνθρωποι εκείνοι που ήταν εγγύτερα
στο πνεύμα της αγάπης που απαιτούσε ο Θεός. Αυτό συμπεριλάμβανε ιδιαίτερα τις
γυναίκες οι οποίες γρήγορα έγιναν ενθουσιώδεις οπαδοί μιας πίστης που κήρυττε
την ειρήνη και την αγάπη.
Ορισμένοι φανατικοί θαυμαστές των αρχαίων δημοκρατιών –ο
Μακιαβέλι και ο Νίτσε αποτελούν καλό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση-
θεωρούσαν αυτή την πλευρά της χριστιανικής πίστης ως σκέτη θρησκοληψία που
απομυζεί τη ζωντάνια και εξασθενεί το αίσθημα τιμής που χαρακτηρίζει τον
άνδρα-πολεμιστή. Όποια άποψη και αν έχουμε περί αυτού, θα ήταν ιστορικά
ανακριβές εάν συμπεραίνουμε ότι η respuplica Christiana του Μεσαίωνα ήταν ένα
πολιτικό μόρφωμα πειθήνιο ή ειρηνικό. Η Εκκλησία επιδίωξε πράγματι να
ενθαρρύνει την ειρήνη και την ταπεινότητα ανάμεσα στους ευερέθιστους και
φιλόνικους βασιλείς και αριστοκράτες, όπως επίσης κήρυττε υπέρ των
σταυροφοριών, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν σαν επιδίωξη τη βίαιη
ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από το Ισλάμ. Εντούτοις, όσο και αν αντηχούσε ο
άμβωνας τη 13η προς Ρωμαίους Επιστολή, στην οποία ο Παύλος
παροτρύνει τους χριστιανούς να υπακούουν τους έχοντες εξουσία, η ζωή στην
Ευρώπη της εποχής ήταν ιδιαιτέρως ταραχώδης. Η ουσιαστική συνεισφορά του Χριστιανισμού στην πολιτική ζωή ήταν ο
μετασχηματισμός των ανθρώπινων αξιών.
Ο Χριστιανισμός
διαβεβαίωνε τους πιστούς ότι κάθε ανθρώπινη ψυχή είναι ίση μπροστά στα μάτια
του Θεού. Και, επιπλέον, ότι η αξία του ατόμου έγκειται όχι στον ορθό λόγο αλλά
στον αγώνα ενάντια στην αμαρτία και τα πάθη. Οι φιλόσοφοι δυσκολεύονταν να
περιγράψουν αυτή την καινούρια έννοια της προσωπικότητας και επέστρεφαν στην
περιγραφή της ηθικής ζωής των κλασικών χρόνων ως αγώνα μεταξύ της ανθρώπινης
λογικής και των παθών. Όμως με την ανάδυση του Προτεσταντισμού και της
Μεταρρύθμισης, το 16ο αιώνα, έγινε απ’ όλους αντιληπτό, Καθολικούς
και Προτεστάντες, ότι τα ανθρώπινα όντα οφείλουν να συλλαμβάνονται στη νεότερη
εποχή με όρους βούλησης. Ο
Χριστιανισμός έστεψε την προσοχή μακριά από τα πολιτικά επιτεύγματα και τα
υλικά ζητούμενα του κόσμου τούτου προς τον εσώτερο βίο. Έτσι, η ανάδυση του νεωτερικού κόσμου αποτελεί
την αργή διαδικασία δόμησης μιας κοινωνίας στην οποία το ενδιαφέρον για την
εσωτερική ζωή ήταν παράλληλο με τη συμμετοχή στα εγκόσμια.
Η διαδικασία δόμησης της νεωτερικής κοινωνικής
πραγματικότητας είναι μια διαδικασία δυναμική και η αξία που δίνουν οι άνθρωποι
στον εσώτερο βίο έχει μειωθεί με τον καιρό, όμως επιζεί ακόμα ανάμεσα μας μέσω
γνωστών βιβλίων γύρω από τους τρόπους επίτευξης της ευτυχίας δια της ατομικής
εσωτερικής πλήρωσης, αλλά και μέσω της ιδέας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδέα η
οποία θα ήταν ασύλληπτη αν δεν ήταν το αποτέλεσμα της επίπονης διαδρομής της
χριστιανικής θεολογίας.
Η χριστιανική
θρησκεία μετασχημάτισε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και επέτρεψε να βλαστήσουν νέοι
πνευματικοί βλαστοί εν μέσω της αποσύνθεσης της πολιτικής ισχύος της. Η
επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση έγινε επικράτεια της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, οι ρωμαϊκές επαρχίες έγιναν επισκοπές, ο Πάπας
αύξανε την ισχύ του καθώς η ισχύς του Αυτοκράτορα μειωνόταν, ο ρωμαϊκός
ιδρυτικός μύθος του Ρωμύλου επικεντρωνόταν στον Ιησού ως ιδρυτή της Πόλης του
Θεού και οι διακρίσεις των ρωμαϊκών νόμων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται
στη θεωρητική επεξεργασία των σχέσεων της αποκάλυψης του Ιησού και της Παλαιάς
Διαθήκης. Οι γραφές καθοδηγούσαν τώρα τη ζωή […] Τον 11 αιώνα ο Πάπας
αντιμετώπιζε τον πιο ισχυρό κοσμικό ηγεμόνα με ίσους όρους και μπορούσε να
διευθετεί κάθε κρατικό ζήτημα. Η διακυβέρνηση της Ευρώπης ήταν στα χέρια ενός
απόλυτου μονάρχη του οποίου οι αντιπρόσωποι είχαν την εξουσία να ρυθμίζουν
πολλές πλευρές της καθημερινής ζωής […] Με τον καιρό η παπική εξουσία υπερέβη
τον εαυτό της, οι κοσμικοί ηγεμόνες επανέκτησαν την εξουσία τους, και μετά το
1309, ο παπισμός πέρασε πολλά χρόνια στην Αβινιόν υπό την προστασία του βασιλιά
της Γαλλίας, πριν καταφέρει να επιστρέψει και πάλι στη Ρώμη τον επόμενο αιώνα.
Ο παπισμός όμως είχε ήδη σημαδέψει βαθιά τη δομή της ευρωπαϊκής πολιτικής και είχε
γίνει, μαζί με την αριστοκρατία, άλλη μια εξουσία, την οποία οι βασιλείς έπρεπε
να εξισορροπήσουν καθώς δημιουργούσαν τα κράτη τους.
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2006, σελ.
31-41)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου