Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Πολιτική και Ηθική στον Μακιαβέλλι (2)

[…] ο Μακιαβέλλι προσπάθησε να υπονομεύσει την κυρίαρχη αντίληψη […] του συσχετισμού ανάμεσα στη virtu (πολιτική αρετή) και τα προτάγματα της χριστιανικής πίστης. Η σχέση αυτή δεν είχε θεωρηθεί καθόλου σχεδόν προβληματική από τους περισσότερους ορθόδοξους υπερασπιστές της δημοκρατικής ελευθερίας. Ενώ συμφωνούσαν πως κάθε πολίτης που διαθέτει την ιδιότητα αυτή της αρετής ξεχωρίζει με την προθυμία του να θέσει τα συμφέροντα της κοινότητας του πάνω από κάθε άλλο μέλημα, ποτέ δεν υπαινίχθηκαν ότι αυτό θα μπορούσε ποτέ να αντιφάσκει με τις απαιτήσεις της αρετής με τη συμβατική χριστιανική έννοια. […] 

Επιμένει πως αν είμαστε πραγματικά προσηλωμένοι στο ιδεώδες της virtu και συμφωνούμε ότι αυτό συνίσταται στο να θέτουμε τα συμφέροντα της patria πάνω από καθετί άλλο, τότε δεν μπορούμε πλέον να υποστηρίζουμε πως ένας άνθρωπος με virtu και ένας συμβατικά ενάρετος συμπεριφέρονται απαραίτητα με τον ίδιο τρόπο· κι αυτό γιατί δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι αρετές όπως η καλοσύνη, η φιλαλήθεια ή η δικαιοσύνη είναι πάντα -ή έστω πολύ συχνά- συμβατές με την ένθερμη αφοσίωση στο γενικό καλό της κοινότητος.

Ο Μακιαβέλλι παρουσιάζει το δίλημμα αυτό στη σκληρότερη μορφή του στο κεφάλαιο το σχετικό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας νέος ηγεμόνας «σε μια πόλη ή επαρχία, την οποία έχει κατακτήσει». Ένας τέτοιος ηγέτης θα επιδιώκει ασφαλώς να μην αναγκασθεί να χρησιμοποιήσει σκληρές ή άδικες μεθόδους, οι οποίες «είναι απεχθείς σε κάθε κοινότητα, όχι μόνο χριστιανική αλλά και οποιαδήποτε άλλη αποτελείται από ανθρώπους». Ταυτόχρονα όμως θέλει φυσικά «να κρατήσει ότι έχει» και να διασφαλίσει την κτήση των νέων εδαφών του. Το δίλημμα που πιθανότατα θα προκύψει, σύμφωνα με τον Μακιαβέλλι, είναι ότι θα είναι αδύνατο να πετύχει τους στόχους του χωρίς να χρησιμοποιήσει ανεπιθύμητα μέσα. Τότε θα αναγκασθεί να αντιμετωπίσει το ερώτημα αν θέλει πραγματικά να αποφύγει εντελώς τέτοιες μεθόδους και να «ζήσει ως ιδιώτης, ή είναι πρόθυμος «να μπει στο δρόμο της αδικοπραξίας» στο όνομα της διατήρησης του κράτους του.

Ο Μακιαβέλλι δίνει τη δική του απάντηση όσο πιο κατηγορηματικά γίνεται. Δεν έχει καμία αμφιβολία πως ο σκοπός της διασφάλισης της ελευθερίας και της ασφάλειας μιας πολιτείας αντιπροσωπεύει την υψηλότερη και μάλιστα την πρωταρχική αξία στην πολιτική ζωή. Δεν διστάζει καθόλου λοιπόν να συμπεράνει ότι οποιαδήποτε απόπειρα να χρησιμοποιηθεί η χριστιανική κλίμακα αξιών ως κριτήριο των πολιτικών υποθέσεων πρέπει να εγκαταλειφθεί εντελώς. Εξακολουθεί βέβαια να μας παροτρύνει να δρούμε όσο πιο ενάρετα μπορούμε. […]

[…] στο τέλος του τελευταίου λόγου, ο Μακιαβέλλι παρουσιάζει μια απόφανση την οποία, όπως λέει, «αξίζει να προσέξει και οφείλει να ακολουθήσει κάθε πολίτης που πρέπει να συμβουλεύσει τη χώρα του». Η απόφαση είναι η εξής: «Όταν η σωτηρία της χώρας εξαρτάται απολύτως από την απόφαση που πρέπει να παρθεί, τότε δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη το δίκαιο ή το άδικο, η καλοσύνη ή η σκληρότητα, το αξιέπαινο ή το επαίσχυντο. Αντίθετα, αφού κάθε άλλη σκέψη παραμεριστεί πρέπει να υιοθετηθεί με ζήλο εκείνη η λύση, η οποία θα σώσει τη ζωή και θα διατηρήσει την ελευθερία της χώρας».

Παρά τις πολλές διαφορές ανάμεσα στον Ηγεμόνα και τους Λόγους, η πολιτική ηθική που διέπει και τα δύο βιβλία είναι λοιπόν η ίδια. Η μόνη μεταβολή στη βασική στάση του Μακιαβέλλι προέρχεται από την αλλαγή οπτικής των πολιτικών του συμβουλών. Ενώ στον Ηγεμόνα ενδιαφερόταν κυρίως για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ηγεμόνων, στους Λόγους ασχολείται περισσότερο να προσφέρει τις συμβουλές του σε ολόκληρο το σώμα των πολιτών. Οι αντιλήψεις που διέπουν τις συμβουλές του, ωστόσο παραμένουν οι ίδιες όπως και πριν. Τούτο γίνεται σαφές ήδη στον πρώτο λόγο, στο σημείο όπου πραγματεύεται την ίδρυση της Ρώμης από τον Ρωμύλο. Ο Μακιαβέλλι νιώθει υποχρεωμένος να αναφέρει πως ο Ρωμύλος προκάλεσε «το θάνατο του αδελφού του και συντρόφου του» κατά τη διάρκεια των προσπαθειών του, προσθέτει όμως αμέσως ότι «αξίζει να συγχωρεθεί» για τα φρικτά αυτά εγκλήματα. Ο λόγος είναι πως οι πράξεις εκείνες ήταν στην πραγματικότητα απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια της νέας πόλης· και θεμελιώδης ισχυρισμός του Μακιαβέλλι είναι ότι κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί εύλογα «για οποιαδήποτε πράξη του, όσο ακραία και αν είναι, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει στην οργάνωση ενός βασιλείου ή στη θέσπιση μιας δημοκρατίας». Η οπτική του μπορεί λοιπόν να συνοψιστεί, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος, στο «ορθό αξίωμα» ότι «αξιόμεμπτες πράξεις μπορούν να δικαιολογηθούν από τα αποτελέσματά τους· όταν το αποτέλεσμα είναι καλό, όπως στην περίπτωση του Ρωμύλου, δικαιολογεί πάντοτε την πράξη».


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2005, σελ. 218-220)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου