Οι ευεργέτες φαίνεται ότι αγαπούν περισσότερο τους ευεργετημένους, παρά
οι ευεργετημένοι τους ευεργέτες τους, κι αυτό γεννά απορία, γιατί είναι
παράλογο.
Οι περισσότεροι λοιπόν νομίζουν
ότι οι μεν (ευεργετημένοι) οφείλουν, ενώ στους δε (ευεργέτες) οφείλεται. Όπως
λοιπόν στα δάνεια, όσοι χρωστούν δε θέλουν να υπάρχουν εκείνοι στους οποίους
χρωστούν, ενώ οι δανειστές φροντίζουν και για τη σωτηρία των οφειλετών τους,
έτσι και οι ευεργέτες επιθυμούν να υπάρχουν οι ευεργετημένοι, για να πάρουν
πίσω τη χάρη που έκαναν, ενώ (οι ευεργετημένοι) δε φροντίζουν για την
ανταπόδοση.
Και ο Επίχαρμος μπορεί να νομίζει
ότι λέμε αυτά γι’ αυτούς, διότι τους εξετάζουμε από την κακή τους πλευρά, κι
όμως το πράγμα αυτό φαίνεται να είναι
φυσικό για τον άνθρωπο. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν και πιο πολύ
προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν.
Ίσως φανεί ότι η αιτία είναι πολύ
φυσική και δε μοιάζει με ότι συμβαίνει στους δανειστές. Δηλαδή, δεν υπάρχει
αγάπη προς τους οφειλέτες, απλώς επιθυμούν να σωθούν για να έχουν να
εισπράξουν, ενώ οι ευεργέτες έχουν φίλους και αγαπούν τους ευεργετημένους αν
και δεν είναι χρήσιμοι σε τίποτε και ούτε πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Το
ίδιο συμβαίνει με στους τεχνίτες.
Παρομοίωση του ευεργέτη με τον τεχνίτη και ευεργετημένου με το
τεχνούργημα
Ο καθένας αγαπάει το δικό του
έργο περισσότερο από όσο θα ήταν δυνατό να αγαπηθεί αυτός από το έργο του, αν
αυτό γινόταν έμψυχο. Ίσως όμως αυτό συμβαίνει κυρίως στους ποιητές, γιατί αυτοί
υπεραγαπούν τα δικά τους ποιήματα και έχουν στοργή γι’ αυτά σαν να ήταν παιδιά
τους. Με αυτό μοιάζει και το αίσθημα των ευεργετών, διότι αυτό που έχει δεχτεί
την ευεργεσία τους είναι δικό τους έργο. Αυτοί λοιπόν το αγαπούν περισσότερο
από ότι (αγαπά) το έργο αυτόν που το έκανε.
Η αιτία γι’ αυτό είναι ότι η
ύπαρξη είναι για όλους αγαπητή και προτιμητέα, κι εμείς υπάρχουμε με την
ενέργεια (δηλαδή ζούμε και ενεργούμε), και το έργο κατά κάποιον τρόπο είναι η
ενέργεια αυτού που το δημιούργησε. Αγαπά λοιπόν το έργο, γιατί αγαπά και την
ύπαρξή του. Κι αυτό είναι φυσικό. Γιατί ότι υπάρχει εν δυνάμει αυτό το ονομάζει
έργο.
Συγχρόνως για τον ευεργέτη η πράξη του είναι καλή, ώστε να χαίρεται γι’ αυτήν,
ενώ για τον ευεργετημένο δεν υπάρχει τίποτε καλό στον ευεργέτη, εκτός από το
συμφέρον. Αυτό όμως είναι λιγότερο ευχάριστο και αγαπητό. Ευχάριστη είναι
ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος και η ανάμνηση του παρελθόντος.
Το πιο ευχάριστο, όπως και το πιο αγαπητό, είναι οτιδήποτε προκαλεί ενέργεια. Το έργο του ευεργέτη μένει (γιατί το
καλό διαρκεί στο χρόνο), ενώ το όφελος
του ευεργετημένου παρέρχεται. Η
ανάμνηση των καλών είναι γλυκιά, ενώ
των χρήσιμων καθόλου ή λίγο (γλυκιά). Στην περίπτωση της προσδοκίας
φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίστροφο. Το να αγαπά κανείς μοιάζει με ενέργεια,
το να αγαπιέται μοιάζει με πάθος. Όσα λοιπόν υπερέχουν ως προς την πράξη
συνοδεύονται από αγάπη και φιλικά αισθήματα. Ακόμη, αυτά που έχουν γίνει με κόπο τα αγαπούν περισσότερο οι άνθρωποι, όπως
αγαπούν περισσότερο τα χρήματα που απέκτησαν παρά αυτά που κληρονόμησαν.
Φαίνεται ότι το να ευεργετείται κανείς δεν είναι κοπιαστικό, ενώ το να ευεργετεί είναι κουραστικό.
Γι’ αυτό το λόγο και οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους, γιατί η
γέννα είναι πάρα πολύ επίπονη, και αυτές γνωρίζουν περισσότερο ότι είναι δικά
τους παιδιά. Αυτό όμως φαίνεται ότι υπάρχει και στους ευεργέτες.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια,
Βιβλίο Ι κεφ. Ζ
(NATIONAL
GEOGRAPHIC, 2011, σελ. 387-388)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου