Αντόνιο
Μαρία Κρέσπι,
«Πορτρέτο του Ν. Μακιαβέλι»
|
Ο Νικολό Μακιαβέλι κατείχε πάντοτε μια
αμφιλεγόμενη θέση στο δυτικό πάνθεον. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός
του ως «διδασκάλου του κακού»
από τον πολιτικό φιλόσοφο Λίο Στράους, μια αξιολόγηση ταιριαστή με τη
δημόσια εικόνα του, που θεωρεί το όνομά του συνώνυμο με τον αδίστακτο
υπολογισμό. Κι όμως, ο
Μακιαβέλι έχει επίσης θεωρηθεί από ακαδημαϊκούς σαν τον Τζ. Γκ. Α. Πόκοκ ως ένας από τους βασικούς
θεωρητικούς της σύγχρονης δημοκρατίας, που -ιδίως στο έργο του «Λόγοι για τα πρώτα δέκα βιβλία του
Λιβίου»- επηρέασε καθοριστικά το σημερινό «μεικτό σύστημα» των διαχωρισμένων εξουσιών, που χαρακτηρίζει
και το αμερικανικό σύνταγμα.
Στα «Ενδύματα της αυλής και του παλατιού» ο Φίλιπ
Μπόμπιτ τοποθετείται σαφώς στο δεύτερο αυτό στρατόπεδο. Ο Μπόμπιτ,
που είναι συνταγματολόγος, πρώην αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης και
συγγραφέας του ευπώλητου «Η ασπίδα του Αχιλλέα», στο οποίο αναλύει την ανάδυση
του σύγχρονου κράτους και του διεθνούς δικαίου, συνέγραψε ένα σύντομο και
ευκρινές βιβλίο που εισάγει τον σύγχρονο αναγνώστη στο έργο του Φλωρεντίνου
διανοούμενου. Υπηρετεί καλά τον σκοπό
του, παρέχοντας πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες και αντικρούοντας ορισμένα
συνήθη αρνητικά στερεότυπα για το πρόσωπό του. Μολοταύτα,
ο Μακιαβέλι του εμφανίζεται τόσο πολύ λάτρης της σύγχρονης
συνταγματικής δημοκρατίας, ώστε καταντάει σχεδόν αγνώριστος, με εντελώς λειασμένες
τις κοφτερές γωνίες που τον καθιστούν τόσο ενδιαφέροντα.
Η κακή φήμη του Μακιαβέλι που προσπαθεί να διαψεύσει ο Μπόμπιτ ξεκίνησε
από τον ουγενότο δοκιμιογράφο Ιννοκέντιο Ζαντιγιέ, του οποίου ο τόμος με τα σχολιασμένα γνωμικά
του Μακιαβέλι υπήρξε καθοριστικός στη διαμόρφωση της άποψης της
κοινής γνώμης για εκείνον. Αντιθέτως, ο Μπόμπιτ υμνολογεί
τον Μακιαβέλι ως θεμελιωτή πολλών ριζικά μοντέρνων αντιλήψεων. Ήταν
π.χ. ο πρώτος που αναγνώρισε και καλοδέχτηκε την ανάδυση του συγχρόνου κράτους,
που στηρίζεται σε μόνιμους, απρόσωπους θεσμούς και όχι στις προσωπικές
φεουδαλικές σχέσεις, όπως και σε έναν στρατό αποτελούμενο από στρατολογημένους
πολίτες και όχι εκμισθωμένους μισθοφόρους.
Ο Μπόμπιτ συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η προφανής συμπάθεια
του Μακιαβέλι για τον αυταρχισμό στο «Ο ηγεμών» καθόλου δεν
αντιφάσκει με τη συμπάθειά του προς τη σύγχρονη δημοκρατία που εκφράζεται στους
«Λόγους». Οι «ηγεμόνες» είναι
απλά καλύτεροι στο να ιδρύουν καθεστώτα, ενώ οι δημοκρατίες είναι καλύτερες στο
να τα συντηρούν. Σύμφωνα με τον Μπόμπιτ, είναι εντελώς προφανές πως
ο Μακιαβέλι «προτιμά αποφασιστικά
τις δημοκρατίες από τις ολιγαρχίες», καθώς οι πρώτες επιδιώκουν το κοινό
καλό, που «είναι αναγκαίο για την
αξιολόγηση των ιδεών». Ο Μακιαβέλι πίστευε επίσης πως τόσο
οι ηγεμονίες όσο και
οι δημοκρατίες χρειάζεται
να κυβερνώνται υπό το κράτος ενός δικαίου που είναι «ουδέτερο, γενικής ισχύος και βασισμένο σε αρχές». Και φτάνει στο
σημείο να προλέγει τη σύγχρονη δημοκρατία, όταν σημειώνει πως «ένα σύνταγμα που δεν παρέχει στο λαό
αποφασιστικές δικαιοδοσίες όσον αφορά τις πολιτικές αποφάσεις δεν δύναται να
φθάσει ή να διατηρήσει την συλλογική αρετή». Σύμφωνα με την άποψη
θεολόγων σαν τον Ράιχνολντ Νίεμπουρ αλλά και
την πρακτική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, οι συνήθεις συμβουλές του Μακιαβέλι στον
ηγεμόνα να ψεύδεται, να
εξαπατά και να δρα με ωμότητα όταν είναι απαραίτητο, σχετίζονται
απλά με την ηθική υπόσταση των συλλογικοτήτων, όχι των ατόμων.
Αν και δεν φτάνει στο σημείο να συμπεριλάβει
τον Μακιαβέλι στους ιδρυτές-πατέρες των Ηνωμένων
Πολιτειών, ο Μόμπιτ δε βλέπει μεγάλες διαφορές μεταξύ των απόψεών του -κι
εκείνων που εκφράστηκαν στα «ομοσπονδιακά κείμενα». Πολλοί
έχουν υπογραμμίσει τον ρεπουμπλικανισμό που συνδέει τον Μακιαβέλι με
τους ιδρυτές-πατέρες, αλλά λίγοι έφτασαν στο σημείο να προσφέρουν μια τόσο
εξαγιασμένη εικόνα του Φλωρεντίνου φιλοσόφου στους σύγχρονους αναγνώστες.
Το πρόβλημα είναι πως η ανάγνωση του Μακιαβέλι από
τον Μπόμπιτ είναι εξόχως επιλεκτική, και αποτυχαίνει να καταυγάσει
ορισμένα σκοτεινά ζητήματα στην σκέψη του. Είναι πράγματι αληθές π.χ. πως
ο Μακιαβέλι πράγματι έζησε σε μια εποχή όπου αναδυόταν το σύγχρονο
κράτος και πως υπερασπίστηκε παθιασμένα ορισμένα στοιχεία του που θα γινόταν
χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής μορφής, όπως π.χ. την στράτευση των πολιτών. Μολοταύτα, όπως έχει ήδη
δείξει ο Χάρβεϊ Μάνσφιλντ στο δοκίμιό του «Η αρετή
του Μακιαβέλι» τού 1996, το μακιαβελικό stato αφορά πάντοτε ένα προσωποπαγές κράτος, ήτοι ένα κράτος που κυριαρχείται και
κυβερνιέται επ' ωφελεία μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας εντός του. Το αν
αυτό το κράτος είναι δημοκρατία ή πριγκιπάτο δεν έχει τόσο
σημασία: στο πρώτο οι πολλοί καταπιέζουν τους ολίγους, στο δεύτερο συμβαίνει το
αντίστροφο. Αντιθέτως, τα
σύγχρονα κράτη είναι απρόσωπες δομές που εκφράζουν την κυριαρχία του κοινωνικού
συνόλου, σύμφωνα με τα φυσικά δικαιώματα που απολαμβάνουν όλοι οι -ίσοι-
πολίτες του. Αλλά ο πρώτος που διατύπωσε αυτή την άποψη ήταν ο Τόμας Χομπς , ενάμιση αιώνα μετά τον Μακιαβέλι.
Ακόμα πιο προβληματική είναι η προσπάθεια του Μπόμπιτ να
εμφανίσει τον Μακιαβέλι ως υπερασπιστή αυτού που σήμερα αποκαλούμε «κράτος δικαίου». Ο Μακιαβέλι πράγματι
υπερασπίζεται το νόμο και υπογραμμίζει πως οι δημοκρατίες που κυβερνώνται από
το νόμο συχνά τυγχάνουν περισσότερης λαϊκής συγκατάθεσης από εκείνες που
κυβερνώνται από κάποια αυθαίρετη εξουσία. Αλλά αν υπάρχει μια «κόκκινη γραμμή» στο σύνολο του έργου
του Μακιαβέλι, αυτή είναι η κεντρική σημασία που παίζει η τόλμη του
κυβερνήτη και η ενεργός άσκηση της εξουσίας που διαθέτει. Μιλώντας
μάλιστα για εκτελεστική
εξουσία, ο Μακιαβέλι συχνά εννοεί εκτελέσεις: όχι μόνο όσων παραβιάζουν τον νόμο, αλλά
συχνά εκτελέσεις που υπερβαίνουν το νομικό πλαίσιο και στην πραγματικότητα
λειτουργούν ως στοιχείο του πολιτικού παιγνίου. Πουθενά μάλιστα δεν
διατυπώνει την ιδέα πως αυτές οι
εκτελέσεις είναι αναγκαίες μόνο κατά τη διάρκεια της θεμελίωσης νέων
καθεστώτων, όπως π.χ. συνέβη με τη σφαγή του Ρέμου από το Ρωμύλο στις απαρχές της Ρώμης. Οι παράνομες εκτελέσεις συμβάλουν στην χαλύβδωση του
κύρους κάθε καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατιών, που περιοδικά χρειάζεται να υπογραμμίζουν με
αξιομνημόνευτο και τολμηρό τρόπο τις σημαντικές επιλογές τους.
Ο Μακιαβέλι δεν είναι ενδιαφέρων μόνο ως προπάτορας του σύγχρονου
φιλελεύθερου συνταγματισμού. Είναι ενδιαφέρων διότι, σαν το Γερμανό φιλόσοφο
και νομικό Καρλ Σμιτ ψαύει τα όρια του φιλελευθερισμού, δείχνοντας πόσο
εξαρτάται σε τελική ανάλυση από την αρετή του ηγεμόνα και τη διάκριση των
πολιτικών αποφάσεων -πολύ περισσότερο από την νομιμότητά τους.
Ο Μάνσφιλντ μοιάζει σχεδόν να επικρίνει τον Μπόμπιτ, αρκετά
χρόνια πριν ο δεύτερος αναπτύξει την επιχειρηματολογία του, όταν γράφει
πως «πολύ θα θέλαμε να μπορούμε
να συγκρατήσουμε τις ενοράσεις του (Μακιαβέλι) και να παραβλέψουμε τον
εξτρεμισμό του, ή να θεωρήσουμε πως η αντίληψή του για την esecuzione είναι συμβατή με τα σύγχρονα,
φιλελεύθερα συντάγματα, και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τυράννου-uno solo (του μοναδικού ηγεμόνα, που δρα
υπεράνω του νόμου) μια αντίληψη που σε εμάς μπορεί να προκαλεί ρίγη ή απλά να
θεωρείται αλλόκοτη. Ο Μακιαβέλι είναι πιθανό να θεμελίωσε τη σύγχρονη
εκτελεστική εξουσία, αλλά ο εξτρεμισμός του τον απέτρεψε από να μπορέσει να
αναπτύξει το ζήτημα του διαχωρισμού των εξουσιών».
Ο Μπόμπιτ έχει αδιαμφισβήτητα δίκιο όταν συνδέει
τον Μακιαβέλι με τη σύγχρονη πολιτική. Ο Φλωρεντίνος ήταν όντως ο πρώτος φιλόσοφος που διαρρηγνύει
αποφασιστικά τις σχέσεις του με την πολιτική παράδοση του Αριστοτέλη και του Ακίνα που θεωρεί ως σκοπό της
πολιτικής την προαγωγή του «καλού» ή τη βελτίωση της ζωής. Μη θέλοντας
να θεμελιώσει την πολιτεία του
σε «φανταστικές δημοκρατίες», ο Μακιαβέλι χαμήλωσε
αποφασιστικά τον ορίζοντα της πολιτικής, που πλέον επιδιώκει μόνον ό,τι είναι πολιτικά πραγματοποιήσιμο.
Ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που διέβλεψε πως
η εσωτερική πολιτική μπορεί να
καθορίζεται από τις ανηλεείς απαιτήσεις της εξωτερικής πολιτικής.
Αλλά δεν μπορούμε να επινοήσουμε έναν «ηθικό» Μακιαβέλι απλά
υπογραμμίζοντας τις αναφορές του στο «κοινό καλό». Αυτό το «καλό» δεν είναι μια (υποκειμενική έστω) αντίληψη για τη
βελτίωση της ζωής, αλλά ένα ακόμα εργαλείο που επιτρέπει την κατίσχυση επί των
υπολοίπων. Το κληροδότημα
του Μακιαβέλι στο σύγχρονο φιλελευθερισμό και άρα και σε εμάς, είναι ακριβώς αυτός ο εκτοπισμός του «καλού», προς όφελος του
ρεαλιστικού ή το εφικτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου