[…]
Ως παιδί μαθαίνεις πρώτη φορά για το θάρρος και το φόβο στον καυγά στην
παιδική χαρά, όταν ο νταής σου κολλάει κι εσύ φοβάσαι μήπως σε κτυπήσει.
Τελικά, κάποια στιγμή γυρνάς προς το μέρος του και τσακώνεσαι. Θυμάμαι ακόμη
ακριβώς εκείνη τη στιγμή στη δική μου ζωή: ήμουν περίπου δέκα χρονών, έξω από
την πύλη του σχολείου […] Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος. Οπωσδήποτε δεν
έδειχνε πολύ τρομαχτικός […] Με είχε βάλει στο μάτι από εβδομάδες. Ήταν μια
απαίσια κατάσταση, έτρεμα ακόμη και να πάω στην τάξη όταν βρισκόταν εκείνος,
ενώ απέφευγα τα μέρη όπου σύχναζε. Τότε,
για κάποιο λόγο ή, ίσως, και χωρίς να υπάρχει λόγος, στην πύλη του σχολείου,
όταν μου ρίχτηκε απότομα και τρόμαξα, γύρισα και του είπα πως θα τον χτυπήσω,
αν δεν σταματούσε. Το κατάλαβε πως εννοούσα ότι έλεγα, γιατί πράγματι το
εννοούσα και πρέπει να φαινόταν στο βλέμμα μου· οπότε σταμάτησε. Αστείο δεν
είναι, να θυμάται κανείς μια τόσο ασήμαντη στιγμή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα
του, ύστερα από τόσα χρόνια;
Αργότερα μαθαίνεις το κουράγιο σε διαφορετικές καταστάσεις: την πρώτη φορά που ανεβαίνεις στη σκηνή,
όταν εύχεσαι να μην είχες συμφωνήσει να το κάνεις, αναθεματίζεις τα μεγάλα σου
λόγια και στον εγωισμό σου και το μόνο που θέλεις είναι να χωθείς ξανά σε
κάποια γωνιά. Με κάποιο τρόπο όμως δεν το κάνεις· βγαίνεις στη σκηνή. […]
Μερικές φορές απορούσα κι εγώ ο
ίδιος με το πώς κατάφερνα να σταθώ στο σανίδι, αλλά τις περισσότερες φορές είχα
συναίσθηση της διαρκούς πάλης προκειμένου να επιλέξω να το κάνω. Γιατί για
επιρροή πρόκειται. Η εναλλακτική λύση σε καλεί και το κάνει ενισχυμένη με
σοβαρά επιχειρήματα: δεν είναι η κατάλληλη στιγμή· το ρίσκο είναι υπερβολικό·
οι άλλοι διαφωνούν· θα υπάρξει άλλη ευκαιρία. Συχνά δεν υπάρχει άλλη, όμως, και
σε κάθε περίπτωση, κατά βάθος γνωρίζεις το λόγο: είναι ο φόβος να βρεθείς εκεί έξω, εκτεθειμένος, ευάλωτος στην αποτυχία.
Αν δεν επιχειρήσεις ποτέ να πετύχεις, δεν θα χρειαστείς να αποτύχεις. Οπότε,
γιατί να το κάνεις;
Έχω συναντήσει αρκετούς οι οποίοι είναι απαλλαγμένοι από παρόμοιες
αμφιβολίες, που διαθέτουν το σθένος να εκτίθενται στην κρίση των άλλων
χωρίς να το σκέπτονται, κι αυτό τους έρχεται φυσικά. Το πρόβλημά τους είναι διαφορετικό: το δικό μου έχει να κάνει με την
πάλη ανάμεσα στο θάρρος και στο φόβο, ενώ το δικό τους είναι η συνέπεια να
είσαι ατρόμητος. Ο φόβος σε κάνει να υπολογίζεις τα πράγματα και ο
υπολογισμός μερικές φορές μπορεί να σε γλυτώσει (αν και οι υπερβολικοί
υπολογισμοί σε αποτελειώνουν)· για κείνους που δεν λογαριάζουν τίποτε παρά
ρίχνονται με τα μούτρα σε μια προσπάθεια, το ρίσκο ενδέχεται να αποδειχτεί
παράτολμο και να οδηγήσει στην αποτυχία. Όμως ανέκαθεν θαύμαζα αυτόν τον
χαρακτήρα, μου άρεσε ο δυναμισμός του και η απουσία χειραγώγησης.
Μετά την αποφοίτησή μου από την Οξφόρδη εντάχθηκα στο Εργατικό Κόμμα.
[…]
Από το 1975 έως το 1983 εργάστηκα ακούραστα σε διάφορους τομείς του
κόμματος. Όμως οι απόψεις μου άρχισαν να μεταβάλλονται. Κατ’ αρχάς
εργαζόμουν, και μάλιστα σκληρά. Μέσω μιας φίλης γνώρισα τον περίφημο Ντέρι Ερβάιν, […] Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση
που άλλαξε τη ζωή μου.
Ο Ντέρι με δίδαξε πώς να σκέπτομαι. Με πνευματικούς όρους, πριν
γνωρίσω τον Ντέρι, απλώς «περνούσα εξετάσεις» και δεν είχα την παραμικρή
ιδέα πώς να σκέπτομαι. Εννοώ να
σκέπτομαι πραγματικά να αναλύω να αναγνωρίζω τα συστατικά στοιχεία ενός προβλήματος
και αφού το ανασυνθέσω, να βρίσκω τη λύση.
Ως δάσκαλος ήταν τυραννικός αλλά
ιδιοφυής. Συχνά έγραφα τις τοποθετήσεις του και συνέτασσα τις αγορεύσεις. Την
πρώτη φορά που έγραψα μια τοποθέτηση, του την έδωσα περιμένοντας να τη
διαβάσει, να τη σχολιάσει και να τη στείλει στο καλάθι των αχρήστων, επειδή
θεωρούσα πως θα την έγραφε ο ίδιος. Της έριξε μια ματιά, την υπέγραψε και
έντρομος τον άκουσα να μου ζητάει να τη δώσω στον κλητήρα να τη δημοσιεύσει.
«Θα ήταν φρόνιμο;» ρώτησα πραγματικά εμβρόντητος. Πώς να το πω … ήμουν απλώς
ένας μαθητής!
«Να σου πω», απάντησε εκείνος
σηκώνοντας το βλέμμα του από το γραφείο του, «είναι ότι καλύτερο μπορείς να
γράψεις, σωστά;» Η φωνή του ακούγονταν σαν βρυχηθμός, κι εγώ ήμουν
τρομοκρατημένος. Ψέλλισα μιαν απάντηση, σε γενικές γραμμές ακούστηκε κάπως έτσι:
«Κοιτάξτε, το βρήκα πολύ δύσκολο κι ελπίζω πως είναι εντάξει, αλλά είναι η
πρώτη μου …». Εκείνος πήρε τα χαρτιά και μου τα πέταξε: «Δεν θέλω τις
ασυναρτησίες σου, δε θέλω σκόρπιες σκέψεις σου. Θέλω ότι καλύτερο μπορείς να γράψεις, κάτι για το οποίο θα είσαι
προσωπικά υπεύθυνος. Κατανοητό;’
«Μάλιστα», αποκρίθηκα εγώ. «Έλα
ξανά, λοιπόν, όταν θα το έχεις κάνει». Έστρεψε ξανά το βλέμμα στο γραφείο του.
«Άντε, χάσου από εδώ», είπε χωρίς καν να μου ρίξει μια ματιά.
Επέστεψα μ’ ένα καλύτερο κείμενο.
Αυτή τη φορά μου είπε να καθίσω και το διάβασε λεπτομερώς, εξηγώντας μου τα
λάθη, κάνοντας μου ερωτήσεις σχετικά με τα επιχειρήματά και κυρίως, εστιάζοντας
στην απάντηση. Αυτή η εστίαση είναι ναι διαδικασία που με γοήτευε τότε και
εξακολουθεί να με γοητεύει μέχρι σήμερα. […]
Ήταν ασυμβίβαστος σε θέματα που άπτονταν του νου. Αλλοίμονό σου αν
εμφανιζόσουν πρόχειρα προετοιμασμένος, αδιάφορος, χαλαρός. […] Τον
φοβόμουν, τον θαύμαζα και τον λάτρευα· πάνω απ’ όλα όμως του ήμουν ευγνώμων.
[…]
Δεν τον είχα ακούσει να μιλάει
(Τόνι Μπεν) πριν από εκείνο το βράδυ. Τον άκουγα μαγεμένος, ολότελα παραδομένος
και εμπνευσμένος από τα λόγια του. Σκεπτόμουν:
Μακάρι να μπορούσα να μιλάω έτσι. Εκείνο
που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν
τόσο το περιεχόμενο της ομιλίας – για την ακρίβεια διαφωνούσα σε πολλά σημεία
-, αλλά η ένταση των λόγων του, η
ικανότητά του να χρησιμοποιεί τις λέξεις για να συγκινήσει τον κόσμο, όχι απλώς
να τον πείσει, αλλά να τον ωθήσει σε δράση. Επί μέρες και βδομάδες ύστερα από
εκείνο το βράδυ αναλογιζόμουνα την ομιλία του.[…]
Πρώτον, ήταν η αυτοπεποίθησή του. Από την πρώτη στιγμή
το ακροατήριό του ήταν χαλαρό και τον άκουγε, […] δεν υπήρξε καμία νευρικότητα,
καμία αβεβαιότητα […] Από την πρώτη στιγμή τους κέρδισε άνετα, αβίαστα.
Δεύτερον, χρησιμοποίησε το χιούμορ. Αν κάποιος μπορεί να σε κάνει να
γελάσεις, έχεις ήδη παραδοθεί στη δύναμή του. […]
Τρίτον, υπήρχε ένας κεντρικός άξονας που διέτρεχε ολόκληρη την ομιλία.
Υπήρχε ένα επιχείρημα. […]
Τέταρτον, το επιχείρημα οικοδομούνταν σταδιακά, δεν έσκαγε με μιας. Παρότι
παρουσιάστηκε σε γενικές γραμμές εξαρχής, δεν αποκαλύφθηκε πλήρως, παρά μόνον
όταν αλλεπάλληλα στρώματα λέξεων πάτησαν το ένα πάνω στο άλλο, ώσπου τελικά το
επιχείρημα διατυπώθηκε σαφώς. […]
Ήθελα να μάθω τη γνώμη του γι’
αυτή τη σέκτα τροτσκιστών που είχε παρεισφρήσει στο Εργατικό Κόμμα. Εκπροσωπούσα
το Κόμμα στη νομική διαδικασία εις βάρος τους και έχοντας μελετήσει τους ίδιους
και τις μεθόδους τους, ήξερα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης πέραν
της διαγραφής. Εκείνος δεν συμφώνησε, κι εγώ εντόπισα τη θεμελιώδη αδυναμία της θέσης του: ήταν ερωτευμένος με το
ρόλο του ιδεαλιστή, ως σημαιοφόρου, ως του ανθρώπου με αρχές που τίθεται
αντιμέτωπος με αδίστακτους επαγγελματίες πολιτικούς. Δεν ήθελε να τεθεί αντιμέτωπος
μ’ εκείνους που εμπόδιζαν στην πράξη τον ιδεαλισμό να εφαρμοστεί. Ήταν ένας
κήρυκας ιδεών, όχι στρατηγός και οι μάχες δεν κερδίζονται από κήρυκες.
Έντεκα χρόνια αργότερα, ήμουν ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος,
μόλις έχοντας κλείσει τα σαράντα ένα μου χρόνια.[…]
(ΨΥΧΟΓΙΟΣ,
2011, σελ. 53-61)