Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Το θεμελιώδες ανθρώπινο αμάρτημα



Όλα τα ανθρώπινα λάθη πηγάζουν απ’ την ανυπομονησία, την πρόωρη διακοπή της μεθοδικής διαδικασίας, τη φανερή αποφυγή αυτού που φαίνεται να είναι υπό εξέταση.
*
Υπάρχουν δύο θεμελιώδη ανθρώπινα αμαρτήματα, από τα οποία προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα: η ανυπομονησία και η νωθρότητα. Λόγω ανυπομονησίας οι Πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, λόγω νωθρότητας δεν επιστρέφουν. Ίσως, όμως, υπάρχει ένα θεμελιώδες αμάρτημα: η ανυπομονησία. Λόγω ανυπομονησίας εκδιώχθηκαν, λόγω ανυπομονησίας δεν επιστρέφουν.

Franz Kafka, Αφορισμοί 

Εκδόσεις Micro MEGA

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Η «απόκρυψη» της γνώσης στους πλατωνικούς διαλόγους

Α. Το μοτίβο της «απόκρυψης» στους πλατωνικούς διαλόγους

Ένα μοτίβο εντούτοις που θα του άξιζε μια ακριβής περιγραφή και ερμηνεία –λόγω της ιδιαιτερότητας του και επειδή έχει ανάγκη ερμηνείας, κυρίως όμως λόγω της μεγάλης σημασίας του στο έργο του Πλάτωνα- πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εννοώ το μοτίβο της απόκρυψης και της σκόπιμης αποσιώπησης της γνώσης.

Εμάς αυτό το μοτίβο μας ξενίζει, επειδή στην Ευρώπη το αίτημα της χωρίς περιορισμούς δημοσιότητας των πορισμάτων της φιλοσοφικής και της επιστημονικής εργασίας έχει επικρατήσει εδώ και πολύ καιρό […]

Όσον αφορά όμως τη συχνότητα του μοτίβου της απόκρυψης, είναι πράγματι εκπληκτική η κανονικότητα με την οποία ο Πλάτων καταφεύγει σε αυτό. Κάθε τόσο γεννιέται η υποψία ότι οι συνομιλητές του Σωκράτη δεν θέλουν να αποκαλύψουν τη γνώση τους, ή το σύνολο της γνώσης τους, είτε για να την κρατήσουν απλώς για τον εαυτό τους, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον ηρακλείτειο Κρατύλο (Κρατύλος, 383b-384a) ή με τον εκκεντρικό ψευτο-θεολόγο Ευθύφρονα (Ευθύφρων, 3d, 11b, 14c, 15e), είτε πάλι για να ελέγξουν τους άλλους, όπως αφήνεται να εννοηθεί για τον σοφιστή Πρόδικο (Πρωταγόρας, 341d), είτε για να τους εξαπατήσουν, πράγμα που δεν θεωρείται απίθανο για τον Κριτία (Χαρμίδης, 174b), τον Καλλικλή (Γοργίας 499bc), τον Ιππία (Ιππίας ελάσσων, 370e, 373b) (Ιππίας μείζων, 300cd) και τον ραψωδό Ίωνα (Ίων, 541e). […] Αυτό όμως που φαίνεται τελικά απίστευτο είναι πως κανείς δεν παρατήρησε ότι η αποσιώπηση της γνώσης σε ένα από τους πιο ολοκληρωμένους από την άποψη της μορφής διαλόγους, τον Ευθύδημο, αποτελεί το μοτίβο το οποίο διαμορφώνει τη δομή και παράλληλα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το νόημα, έτσι ώστε αν δεν γίνει κατανοητό να μην είναι δυνατή η πλήρης κατανόηση του νοήματος ολόκληρου του διαλόγου.

Η «πλοκή» του Ευθυδήμου συνίσταται στην προσπάθεια του Σωκράτη να φέρει τους δύο σοφιστές, τον Ευθύδημο και τον Διονυσόδωρο, στο σημείο να παραμερίσουν για μια φορά τα ασόβαρα κόλπα και τις σπαζοκεφαλιές τους και να δείξουν τι είδους σοβαρή φιλοσοφία έχουν να προσφέρουν. Ο Σωκράτης λοιπόν υποστηρίζει ότι αυτοί διαθέτουν σημαντικές ιδέες, που όμως ως τώρα σκόπιμα δεν τις έχουν εκθέσει. Όταν δεν καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια τη «σοβαρότητα» των σοφιστών, τους συστήνει να μην σπαταλούν τη σοφία τους και στο μέλλον, αλλά να παραμείνουν το ίδιο φειδωλοί όπως ως τώρα, γιατί –όπως λέει- «το σπάνιο έχει αξία» (Ευθύδημος 304b).

Τη συνειδητή αποσιώπηση της φιλοσοφικής γνώσης ωστόσο ο Πλάτων δεν τη φαντάζεται μόνο ως πιθανή απόφαση μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ως ένα κρατικό μέτρο για την οργάνωση της εκπαίδευσης. Ήδη στον σχετικά πρώιμο Πρωταγόρα σχεδιάζεται –όχι χωρίς κάποιες χιουμοριστικές πινελιές- μια φανταστική εικόνα της «πραγματικής» Σπάρτης, που η αληθινή της δύναμη δεν είναι δήθεν η διεξαγωγή πολέμων αλλά η άσκηση της φιλοσοφίας· ατυχώς όμως οι υπόλοιποι Έλληνες αγνοούν αυτή την αρχαιότατη και σημαντικότατη κοιτίδα της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, επειδή οι Σπαρτιάτες δεν τους επέτρεψαν να γίνουν κοινωνοί της, αλλά είτε συνομιλούσαν εν κρυπτώ με τους επιφανείς στοχαστές τους είτε σκηνοθετούσαν τις γνωστές ξενηλασίες, με πραγματικό σκοπό να μπορούν να ασχολούνται με τη φιλοσοφία χωρίς μάρτυρες (Πρωταγόρας 342a-e).

Μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή τη χιουμοριστική φανταστική ιστορία έχει η εικόνα που δίνουν οι δυο πολιτικές ουτοπίες.

Στην Πολιτεία το ακριβές χρονοδιάγραμμα για την εκπαίδευση της κυρίαρχης φιλοσοφικής ελίτ προϋποθέτει ότι το περιεχόμενο των σπουδών δεν πρέπει να είναι στη διάθεση όλων. Η ρύθμιση π.χ. ότι η θεώρηση της ανώτατης αρχής, της Ιδέας του Αγαθού, προορίζεται μόνο για τους πιο ικανούς, και μάλιστα μόνο μετά τα πενήντα τους (Πολιτεία 540a), δεν θα είχε απολύτως κανένα νόημα, αν οι εικοσάχρονοι, και ανάμεσά τους οι μέτριοι και οι λιγότερο προικισμένοι, που πρέπει να αποκλείονται από την «ακριβεστάτην παιδείαν» (Πολιτεία 503d), είχαν ήδη τη δυνατότητα να συλλέγουν από παντού πληροφορίες –π.χ. σε γραπτή μορφή- για τις φιλοσοφικές δραστηριότητες της τελευταίας φάσης. Η μακρόχρονη, επίπονη ενασχόληση με τους προπαιδευτικούς κλάδους και η μετάβαση στο αμέσως ανώτερο κάθε φορά στάδιο –η οποία γίνεται βάσει σχεδίου, χωρίς καμία υπέρβαση- είναι νοητές μόνο αν αυτοί που διαθέτουν τις ανώτερες μορφές γνώσης τις αντιμετωπίζουν με πλήρη υπευθυνότητα πράγμα που σημαίνει ότι τις κάνουν προσιτές μόνο σε εκείνους που έχουν τα ανάλογα εφόδια.

Στο μεταγενέστερο πλατωνικό σχέδιο της ιδανικής πολιτείας, τους Νόμους, η ανώτατη διοίκηση του κράτους, ο λεγόμενος «νυχτερινός σύλλογος» περιβάλλεται από την αρχή από μια αύρα μυστικότητας: ο κοινός πολίτης της ιδανικής πολιτείας των Κρητών δεν έχει καμία πρόσβαση ούτε στις αποφάσεις ούτε στην πληροφόρηση και στην παιδεία βάσει των οποίων τα μέλη παίρνουν τις αποφάσεις τους (Νόμοι 951d-952b, 961b, πρβ. 968e).

Β. Ο ίδιος ο Σωκράτης αποσιωπά γνώσεις

Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε ως τώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι για τον Πλάτωνα η αποσιώπηση της γνώσης ήταν μια βασική αντίληψη, η οποία έπαιζε προφανώς έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Αυτό θα γίνει πιο σαφές, αν δούμε τη συμπεριφορά του Σωκράτη στον Ευθύδημο. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο Σωκράτης διατείνεται ότι οι σοφιστές Ευθύδημος και Διονυσόδωρος σκόπιμα προσφέρουν απλώς «παιχνίδι», ότι όμως πίσω από αυτό βρίσκεται μια φιλοσοφική «σοβαρότητα» που προς το παρόν αποσιωπάται. Η συνειδητή προσπάθεια του σε όλο τον διάλογο να βγάλει στην επιφάνεια τις «σοβαρές» απόψεις των συνομιλητών του δείχνει ωστόσο με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια ότι αυτοί δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο εκτός από τα γελοία σοφίσματα με τα οποία παρασύρουν τους νέους ανθρώπους. Ο Σωκράτης το διακρίνει αυτό από την αρχή: η επιμονή του για τη σκόπιμα κρυμμένη «σοβαρότητα» πίσω από το «παιχνίδι» των σοφιστών δεν είναι παρά καθαρή ειρωνεία.

Γιατί όμως επιλέγει ο Σωκράτης ακριβώς αυτή τη μορφή της γελοιοποίησης των αντιπάλων του; Μια ματιά στις φιλοσοφικές θεωρίες τις οποίες ο ίδιος υπαινίσσεται στον διάλογο αυτόν, χωρίς ωστόσο να τις αναπτύσσει με επιχειρήματα, μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του: Είναι ολοφάνερο ότι ο «Σωκράτης» αυτός ξέρει την πλατωνική διδασκαλία της αναμνήσεως και τη θεωρία των Ιδεών καθώς και τη θεωρία της διαλεκτικής. Σαφώς πάντως ο σημερινός αναγνώστης αποκτά επίγνωση αυτού του πράγματος αφού πρώτα συγκρίνει προσεκτικά όσα ο Σωκράτης λέει στον Ευθύδημο με ανάλογες ρήσεις του σε άλλους διαλόγους, κυρίως στον Μένωνα, στον Φαίδωνα και στην Πολιτεία. Μόνο όποιος κατέχει αυτό το ευρύτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο μπορεί να συνδέσει σε ένα σύνολο που να έχει νόημα τις αποσπασματικές και αιφνιδιαστικά διάσπαρτες έμμεσες αναφορές. Αυτό σημαίνει ότι εμείς, αν από τους πλατωνικούς διαλόγους μα είχε σωθεί μόνο ο Ευθύδημος, δεν θα ήμασταν σε θέση να καταλάβουμε τη βασική φιλοσοφική θέση του κεντρικού χαρακτήρα του.

Με άλλα λόγια: ο Σωκράτης ενεργεί στον Ευθύδημο «εσωτερικά»· διαθέτει μια βαθύτερη, τεκμηριωμένη γνώση, δεν θεωρεί όμως καθόλου απαραίτητο να εκθέσει τη γνώση αυτή μπροστά σε άτομα που συμμετέχουν στον διάλογο, τα οποία όμως είτε δεν έχουν επαρκή προπαιδεία είτε δεν είναι κατ’ ουσίαν κατάλληλα για τη φιλοσοφία.

Την ικανότητα λοιπόν ακόμη και να αποσιωπάται στην ανάγκη η φιλοσοφική γνώση, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, ο Πλάτων την παρουσιάζει ως μια θετική ιδιότητα του πραγματικού φιλοσόφου. Δεν πρόκειται παρά για δηκτικό σαρκασμό όταν ο Σωκράτης αποδίδει –με κοροϊδευτικούς επαίνους- στους ψευτο-φιλόσοφους Ευθύδημο και Διονυσόδωρο αυτή τη θετική ιδιότητα, την οποία οι ίδιοι προφανώς δεν δικαιούνται με κανέναν τρόπο να διεκδικήσουν.

Όποιος επομένως έχει κατανοήσει τη λεπτή ειρωνεία στον Ευθύδημο δεν θα παρανοήσει –τόσο εδώ όσο και σε άλλους διαλόγους- τη γελοιοποίηση της απόκρυψης από τον Σωκράτη ως έκφραση μιας αντι-εσωτερικής στάσης του Πλάτωνα, αλλά θα την καταλάβει ως υπόδειξη ότι μόνο ο πραγματικός φιλόσοφος είναι ικανός για μια αποσιώπηση που έχει νόημα, δηλαδή για μια υπεύθυνη μετάδοση γνώσης που λαμβάνει υπόψη της τους αποδέκτες της

Η αντίθετη στάση, συγκεκριμένα το να εκθέτει κανείς τη γνώμη του στην αγορά, να τη διαλαλεί σαν έμπορος και να προσπαθεί να την πουλήσει σε όσο περισσότερους γίνεται, χωρίς να παίρνει υπόψη του τις ανάγκες και το επίπεδο της μόρφωσης των ακροατών, είναι για τον Πλάτωνα η στάση των σοφιστών.

Ο σοφιστής είναι από τη στάση του αντι-εσωτερικός. Τίποτε το περίεργο λοιπόν που ο Πλάτων βάζει ειδικά στο στόμα του Πρωταγόρα, του σημαντικότερου εκπροσώπου της σοφιστικής του 5ου αιώνα, έναν λόγο για την υπεράσπιση μιας ανοιχτής –σε επίπεδο αρχής- μετάδοσης της γνώσης (Πρωταγόρας 317bc).

Γ. Οι διάλογοι οδηγούν πέρα από τους διαλόγους

Πόσο λίγο θα ταίριαζε στον Σωκράτη, ως τη λογοτεχνική ιδανική μορφή του φιλοσόφου, να προσφέρει χωρίς διάκριση τη γνώση του στους ανθρώπους φαίνεται –μαζί με πολλά άλλα παραδείγματα- και στους διαλόγους Χαρμίδης και Πολιτεία.

Στην εκτεταμένη δράση πλαισίου στον Χαρμίδη γίνεται λόγος –με μια εύκολα κατανοητή μεταφορά- για ένα φάρμακον φερμένο από τη Θράκη, που ο Σωκράτης θα μπορούσε να δώσει στον νεαρό Χαρμίδη για να του περάσει ο πονοκέφαλος· δεν του το δίνει όμως, γιατί αυτό –προσθέτει ο Σωκράτης- θα ωφελούσε μόνο εκείνον που θα είχε προηγουμένως ανοίξει την ψυχή του σε μια «γητειά» (επωδή, Χαρμίδης 155e). Το γιατρικό λοιπόν είναι και εδώ διαθέσιμο, σκόπιμα όμως δεν χρεησιμοποιείται, επειδή ο λήπτης δεν είναι ακόμη τόσο προχωρημένος από φιλοσοφική άποψη, ώστε η λήψη του φαρμάκου να τον ωφελήσει.

Στην Πολιτεία η «πλοκή» συνίσταται, από την αρχή ως το τέλος, στην προσπάθεια των αδελφών Γλάυκωνα και Αδείμαντου να κάνουν τον Σωκράτη να τους πει τις απόψεις του για τη δικαιοσύνη. Αυτό δεν είναι για τον Σωκράτη κάτι το αυτονόητο, παρά την εκτίμηση που τρέφει για τους αδελφούς· αντίθετα, κάθε τόσο χρειάζεται ένας νέος «εξαναγκασμός» για να αποκαλύψει κάτι περισσότερο σχετικά με τις απόψεις του. Το αποφασιστικό στοιχείο όμως είναι ότι ο «εξαναγκασμός» τον οποίο ασκούν ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος αποδίδει μόνο ως ένα σημείο: ο Σωκράτης αναπτύσσει βέβαια την εικόνα μιας ιδανικής πολιτείας, δηλώνοντας ταυτόχρονα και σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη· όταν όμως πιέζεται να εκθέσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις απόψεις του σχετικά με την Ιδέα του Αγαθού ως αρχής όλων των πραγμάτων, εξηγεί ότι παραλείπει πάρα πολλά, και μάλιστα το σημαντικότερο, δηλαδή την πραγμάτευση της «ουσίας» (του τι έστιν) του Αγαθού (509c, μαζί με το 506de). Και όταν αργότερα ο Γλαύκων επιμένει και πάλι και θέλει να μάθει πιο συγκεκριμένα για τη φιλοσοφική διαλεκτική, στην οποία ο Σωκράτης του λέει και τον λόγο για τον οποίο σκόπιμα βάζει όρια στη φιλοσοφική γνωστοποίηση: ο ίδιος, ο  Γλαύκων, είναι η αιτία γι’ αυτό, αφού δεν είναι από νοητική άποψη στο επίπεδο των πιο συγκεκριμένων θεωρήσεων, για τις οποίες ο Σωκράτης θα ήταν ικανός και πρόθυμος (Πολιτεία 533a).

Με το παράδειγμα αυτό αγγίξαμε μόλις ένα κεντρικό δομικό χαρακτηριστικό των πλατωνικών διαλόγων: χωρία σαν αυτό που περιγράψαμε δεν έχει μόνο η Πολιτεία· σε όλους σχεδόν τους διαλόγους, σε προβεβλημένα σημεία της σύνθεσης, υπάρχουν μια ή περισσότερες φράσεις στις οποίες αυτός που διευθύνει τη συζήτηση καθιστά απόλυτα σαφές ότι ειδικά για τις ουσιαστικότερες πλευρές του θέματος που συζητείται θα είχε πει περισσότερα και σημαντικότερα, ότι δεν πρόκειται όμως να το κάνει εδώ και τώρα. Τα χωρία αυτά, τα οποία έχουν μεγίστη σημασία για την ορθή κατανόηση του Πλάτωνα [...], θα τα δηλώνουμε στο εξής με τον όρο «εσκεμμένα κενά».

Όλα αυτά λοιπόν που περιγράψαμε στις αμέσως προηγούμενες σελίδες, δηλαδή: 

1. η υποψία, που επανέρχεται κάθε τόσο, ότι οι συνομιλητές θα κρατήσουν τη γνώση για τον εαυτό τους, 
2. η διευκρίνιση του νοήματος του μοτίβου αυτού από τον Πλάτωνα μέσω της «πλοκής» του Ευθύδημου, 
3. ο περιορισμός της πρόσβασης στη φιλοσοφία στα σχέδια των ιδανικών πολιτειών, 
4. η πλοκή όλων των διαλόγων στους οποίους διαπιστώνεται ένας αυστηρός προσανατολισμένος στον αποδέκτη, δηλαδή «εσωτερικός», χειρισμός της φιλοσοφικής γνωστοποίησης από τον ίδιο τον Σωκράτη, τέλος, ιδίως 
5. η ρητή μαρτυρία των «εσκεμμένων κενών» - όλα αυτά, όσο οφθαλμοφανή και αν είναι, όσο και αν χρειάζονται εξήγηση, δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα ρόλο για τη σύγχρονη ερμηνεία του Πλάτωνα στις τελευταίες γενιές των μελετητών. Ο λόγος γι’ αυτό είναι, […] ότι η εποχή μας στο σύνολό της –τόσο ο μοντερνισμός από τον Διαφωτισμό και εξής όσο και ο λεγόμενος μετα-μοντερνισμός- δεν δέχεται τον συνειδητό περιορισμό στη μετάδοση της φιλοσοφικής γνώσης, και άρα δεν τον καταλαβαίνει. Βλέπουμε μόνο όσα ξέρουμε.

Ο Πλάτων δεν έγραψε για τον σύγχρονο πολιτισμό των βιβλίων του 19ου και του 20ου αιώνα. Αν δεν αρχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά αυτή την απλή αλλά θεμελιώδη γνώση, κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο προς τη δική του φιλοσοφική πρόθεση. Η πραγμάτευση της κριτικής του Πλάτωνα για τον γραπτό λόγο στον Φαίδρο θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη στάση στο θέμα της μετάδοσης της φιλοσοφικής γνώσης. […]

Thomas A. Szlezák, Πώς να διαβάζουμε τον Πλάτωνα

[Εκδόσεις Θύραθεν, 2004, σελ. 29-39]

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Αριστοτέλης: Η σπουδή της πολιτικής δεν προσφέρεται για τους νέους

Σαφώς, βέβαια, καθένας κρίνει σωστά όσα γνωρίζει και σε αυτά είναι καλός κριτής. Επομένως στους επιμέρους τομείς κριτής είναι αυτός που έχει μόρφωση στο συγκεκριμένο τομέα, γενικός δε κριτής είναι όποιος έχει καθολική μόρφωση. 

Για αυτό το λόγο ο νέος δεν προσφέρεται να σπουδάσει την πολιτική. Διότι δεν έχει την εμπειρία από τα όσα γίνονται στη ζωή, όμως οι πολιτικοί λόγοι πηγάζουν από αυτά και μιλούν για αυτά.

Επιπλέον, επειδή ο νέος ακολουθεί τα πάθη του, μάταια και ανώφελα θα ακούσει περί πολιτικής, διότι ο σκοπός δεν είναι η γνώση αλλά η πράξη.

Και δεν έχει καμία διαφορά αν είναι νέος στην ηλικία ή νέος (ανώριμος) στο χαρακτήρα. Διότι αιτία του προβλήματος δεν είναι τα χρόνια που έχει ζήσει, αλλά το ότι ζει και επιδιώκει οτιδήποτε σύμφωνα με τα πάθη του.

Οπότε για αυτούς τους ανθρώπους είναι ανώφελη η γνώση, όπως είναι και για τους ακόλαστους. Ενώ για εκείνους που οι επιθυμίες τους και οι πράξεις τους διέπονται από τη λογική, είναι πολύ ωφέλιμο να γνωρίζουν για αυτά τα πράγματα.
Ηθικά Νικομάχεια, 1095a

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Η ψυχολογία του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης είναι θεμελιωτής όχι μόνο της Λογικής, αλλά και της Ψυχολογίας. Έχει γράψει την ειδική πραγματεία «Περί ψυχής», ένα από τα πιο ξακουστά έργα του. Σ’ αυτό εξετάζεται η φύση της ψυχής, εξηγούνται τα φαινόμενα της κατ’ αίσθηση αντίληψης και της μνήμης.

Ο Αριστοτέλης βλέπει την ψυχή σαν την ύψιστη δραστηριότητα του ανθρώπινου σώματος. Είναι η πραγματικότητα του, η «εντελέχεια» του, η πραγμάτωση του. Γι’ αυτό ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα υπάρχει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στενή σχέση. Ωστόσο η σχέση αυτή δεν επεκτείνεται σε όλες τις ψυχικές λειτουργίες.

Στην ψυχή του άνθρωπου υπάρχει ένα μέρος πού προσιδιάζει σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανθρώπινης ανάπτυξης, αλλά που δεν υπόκειται σε γένεση και φθορά. Το μέρος αυτό είναι, ο «νους». Τον νου δεν μπορούμε να τον βλέπουμε πια σαν οργανική λειτουργία. Είναι κάτι που σε μια ορισμένη στιγμή της ανάπτυξης φαίνεται σαν άμεσα δοσμένο στον άνθρωπο.

Σαν τέτοιος, ο νους δεν είναι έμφυτος στο σώμα, αλλά έρχεται απέξω. Γι’ αυτό ακριβώς, σε αντίθεση με το σώμα, είναι άφθαρτος και η ύπαρξη του δεν περιορίζεται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Με εξαίρεση τον νου, όλα τα άλλα μέρη της ανθρώπινης ψυχής υπόκεινται σε φθορά, όπως και το σώμα.

Ωστόσο ο Αριστοτέλης δεν αποτόλμησε μια άμεση και ανοιχτή ρήξη με την πατροπαράδοτη πίστη στην αθανασία της ψυχής. Στις κρίσεις του για τη φύση της ψυχής έχουν μείνει ασάφειες. Γι' αυτό αργότερα, στη σχολαστική φιλοσοφία, ανέκυψαν διαφωνίες σχετικά με το πώς πρέπει να εννοείται η διδασκαλία του Αριστοτέλη για την αθανασία του νου και της ψυχής.

Πολλές φορές έχει αναπαραχθεί κατοπινά και η διδασκαλία του Αριστοτέλη για την κατ’ αίσθηση αντίληψη. Σύμφωνα με την άποψη του, η αντίληψη μπορεί να προκύψει μόνο όταν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ιδιότητα του αντικειμένου της αίσθησης και το όργανο που αντιλαμβάνεται αυτό το αντικείμενο. Αν, λογουχάρη, και το αντικείμενο και το όργανο είναι το ίδιο θερμά, δεν μπορεί να δημιουργηθεί αντίληψη.

Με καταπληκτική σαφήνεια εκφράζει ο Αριστοτέλης την ιδέα της ανεξαρτησίας του αντικειμένου από την αντίληψη. Τα σχετικά χωρία της πραγματείας «Περί ψυχής» είναι από τις πιο λαμπρές εκφράσεις της υλιστικής τάσης του Αριστοτέλη.

Υποστηρίζοντας την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία του αντικειμένου της αντίληψης, ο Αριστοτέλης αρνιέται τον παθητικό χαρακτήρα της ύπαρξης του. Το αντικείμενο που αντιλαμβανόμαστε είναι σαν να κινείται προς συνάντηση της αίσθησης μας.

Το αντικείμενο που βρίσκεται στην πιο κοντινή απόσταση το αισθανόμαστε μέσω της όσφρησης. Για να αντιληφθούμε πιο απομακρυσμένα αντικείμενα, χρειάζεται η ιδιότητα που αντιλαμβανόμαστε να διαπεράσει τον χώρο που χωρίζει τον άνθρωπο από το αντικείμενο της αίσθησης. Έτσι, λογουχάρη, ο ήχος διαπερνά αυτόν τον χώρο ώσπου να φτάσει στο όργανο της ακοής πού τον αντιλαμβάνεται. Γι' αυτό ακριβώς ό ήχος που παράγεται από ένα απομακρυσμένο αντικείμενο δεν ακούγεται ταυτόχρονα, αλλά μετά το χτύπημα πού γέννησε τον ήχο. Την ίδια εξήγηση δίνει ο Αριστοτέλης στο ερώτημα, γιατί με την αύξηση της απόστασης οι ήχοι που παράγονται από απομακρυνόμενα ή απομακρυσμένα αντικείμενα ακούγονται όλο και λιγότερο: αυτό γίνεται, επειδή οι ήχοι αυτοί χρειάζεται να διαπεράσουν ένα χώρο πολύ μεγαλύτερου μήκους και έτσι, καθώς τον διαπερνούν, ανακατεύονται και το ανθρώπινο αυτί δεν είναι πια σε θέση να τούς συλλάβει διαφορισμένους.

Ως προς τη φύση της η κατ’ αίσθηση αντίληψη δεν είναι σώμα, αλλά κίνηση ή προβολή του σώματος μέσω του περιβάλλοντος που χρειάζεται να διαπεράσει για να φτάσει στο αισθητήριο όργανο. Μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις αντιλήψεις έχουν οι οπτικές αντιλήψεις. Το φως, που με τη βοήθεια του μεταδίδονται αυτές οι αντιλήψεις, δεν είναι κίνηση. Το φως είναι ιδιόμορφο ον. Προκαλώντας αλλαγές στο αισθητήριο όργανο, δεν απαιτεί χρόνο και πραγματώνεται στο αντικείμενο στιγμιαία.

Ειδική έρευνα αφιέρωσε ο Αριστοτέλης στην εξήγηση των φαινομένων της μνήμης. Η ανάμνηση, σύμφωνα με τη θεωρία του, είναι αναπαραγωγή παραστάσεων που υπήρχαν προηγούμενα. Προϋπόθεση της ανάμνησης είναι οι σχέσεις, χάρη στις οποίες η εμφάνιση ενός αντικειμένου συνεπιφέρει την παράσταση για κάποιο άλλο. Αυτές οι σχέσεις, που προσδιορίζουν τον χαρακτήρα ή το γένος της ανάμνησης, μπορούν να είναι σχέσεις διαδοχής, ομοιότητας, αντίθεσης και συγγένειας.

Β. Φ. Άσμους, Αριστοτέλης

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1978 (σ. 163- 165)


Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Αυτό που απαιτεί η φιλοσοφία του Πλάτωνα

Ο Πλάτων είχε συνειδητοποιήσει περισσότερο από κάθε άλλον τον ρόλο των ατομικών ορίων στην πρόσληψη της φιλοσοφίας. Κατ’ επανάληψη μας κάνει να νιώσουμε πως ένας συνομιλητής στον διάλογο εμποδίζεται λόγω της ειδικής του ψυχικής συγκρότησης να συλλάβει τι εννοείται.

Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο Καλλικλής στον Γοργία. Η θέση που υποστηρίζει ο Καλλικλής είναι το λεγόμενο φυσικό δίκαιο του ισχυροτέρου. Σύμφωνα με αυτό είναι επιτρεπτό και ορθό όποιος διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη και εξουσία από τους άλλους να τους χειραγωγεί και να τους χρησιμοποιεί ανενδοίαστα για την προώθηση των συμφερόντων του. Η ίδια η φύση θέλει, υποτίθεται, την κυριαρχία του ισχυροτέρου∙ η τρέχουσα αντίληψη για τη δικαιοσύνη, η οποία θέτει περιορισμούς στην εκπλήρωση των προσωπικών επιθυμιών εν ονόματι του δικαιώματος του άλλου, δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα των αδυνάτων, με το οποίο θέλουν –για την αυτοπροστασία τους- να δυσφημίζουν την υγιή επιδίωξη του ισχυρού να ικανοποιεί χωρίς περιορισμούς τις παρορμήσει και τις επιθυμίες του (βλ. Γοργία 482c-486d).

Ο Πλάτων θα μπορούσε να παρουσιάσει τη θέση αυτή ήρεμα και αποστασιοποιημένα ως μια απλή θεωρητική συμβολή στην πορεία προς μια θεμελίωση της ηθικής σε επίπεδο αρχών. Αντί γι’ αυτό βάζει τον Καλλικλή να την εκθέτει ως το προσωπικό του πιστεύω. Δεν πρόκειται για μια θεωρητική «θέση», αλλά για την άμεση έκφραση της νοσηρής φιλοδοξίας του και του άμετρου εγωκεντρισμού του. Όταν ο Σωκράτης του αποδεικνύει με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η παραδοσιακή έννοια της δικαιοσύνης έχει νόημα, ενώ αντίθετα το λεγόμενο δίκαιο του ισχυροτέρου εμπεριέχει αντιφάσεις, ο Καλλικλής δεν μπορεί πια να τον παρακολουθήσει, και αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση από έλλειψη ευφυΐας –από αυτήν διαθέτει σαφώς αρκετή- αλλά λόγω των ορίων του χαρακτήρα του. Δηλώνεται εντελώς ανοιχτά ότι οι αχαλίνωτες παρορμήσεις του είναι αυτές που τον εμποδίζουν να καταλάβει και να αποδεχτεί την καλά τεκμηριωμένη από θεωρητική άποψη και ηθικά υγιή θέση του Σωκράτη (βλ. Γοργία 513c). 

Ειδικότερα, ο Καλλικλής έχει μια διαστρεβλωμένη παράσταση του εαυτού του: ταυτίζεται με τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις του (Γοργίας 491e-492c). Δεν ξέρει και δεν θέλει να ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από τις παρορμήσεις του, και ότι το έλλογο στοιχείο μέσα του δεν υπάρχει για να χρησιμοποιείται απλώς ως όργανο στην υπηρεσία των παρορμήσεων, αλλά ότι είναι μια θεϊκή δύναμη η οποία εξουσιάζει τα κατώτερα μέρη της ψυχής. Ο Σωκράτης λοιπόν διαθέτει προφανώς μια αντίστοιχη θεωρία για την εσωτερική δομή του ανθρώπου (βλ. Γοργία 493a κε.): επειδή όμως βλέπει ότι ο Καλλικλής δεν θα ήταν σε θέση να την παρακολουθήσει, δεν αρχίζει καν να την αναπτύσσει με επιχειρήματα αλλά αρκείται σε μερικές νύξεις, οι οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητές σε όλο τους το εύρος μόνο με βάση την πλήρως ανεπτυγμένη θεωρία για την ψυχή στην Πολιτεία. Στον Καλλικλή επισημαίνεται ωστόσο ότι δεν ξέρει ακόμη ούτε τα «Μικρά Μυστήρια»∙ η μύηση στα «Μεγάλα Μυστήρια» όμως δεν επιτρέπεται χωρίς γνώση της κατώτερης βαθμίδας (497c). Με άλλα λόγια: η πραγματική λύση του προβλήματος, η οποία για τον Πλάτωνα μπορεί να προκύψει μόνο αν λάβει κανείς υπόψη του την εσωτερική δομή του ανθρώπου, δεν χρειάζεται να εκτεθεί σε έναν χαρακτήρα όπως ο Καλλικλής, γιατί αυτός δεν έχει τις προϋποθέσεις για να προσλάβει όπως αρμόζει τέτοιες αλήθειες. Έτσι ο Καλλικλής ακούει απλώς μια ανασκευή ad hominem, καθώς ο Σωκράτης του αποδεικνύει την αντιφατικότητα της θέσης του με επιχειρήματα του δικού του επιπέδου (494b).

Με αυτό το λαμπρό παράδειγμα λογοτεχνικού σχεδιασμού χαρακτήρα ο Πλάτων μας λέει σαφέστατα ότι η φιλοσοφία του απαιτεί ολόκληρο τον άνθρωπο. Μόνη της η νοητική ικανότητα δεν αρκεί∙ αυτό που απαιτείται είναι μια εσωτερική συνάφεια μεταξύ του πράγματος που πρέπει να προσφερθεί και της ψυχής στην οποία αυτό πρέπει να προσφερθεί. Όποιος δεν είναι πρόθυμος να μπει σε μια διαδικασία εσωτερικής μεταμόρφωσης, δεν έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί την πλήρη λύση.

Αλλά μια θετική στάση είναι απαραίτητη όχι μόνο απέναντι σε αυτό που υποστηρίζει ο φιλόσοφος. Δεδομένου ότι η άσκηση της φιλοσοφίας είναι μια διαδικασία που γίνεται μεταξύ ατόμων, και η καλή θέληση (εύνοια) απέναντι στον συνομιλητή είναι αναγκαία. Με πολύ εντυπωσιακό τρόπο δείχνει ο Πλάτων ότι η συνομιλία μεταξύ του Σωκράτη και του Καλλικλή παύει να είναι πραγματική επικοινωνία, επειδή ο Καλλικλής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον συνομιλητή του με καλή θέληση. Στην πραγματικότητα αποτελεί πεποίθηση του Πλάτωνα ότι η άσκηση της αληθινής φιλοσοφίας είναι δυνατή μόνο μεταξύ φίλων, και ότι η φιλοσοφική επιχειρηματολογία –αν θέλει να έχει όντως αποτελέσματα- μπορεί να συνίσταται μόνο σε «καλοπροαίρετες ανασκευές» (7η Επιστολή, 344b 5). Η πεποίθηση αυτή, η οποία καθορίζει τον σχεδιασμό των χαρακτήρων σε όλους τους πλατωνικούς διαλόγους, γίνεται με ιδιαίτερη σαφήνεια αντιληπτή –εκτός από τον Γοργία- π.χ. στον Λύσιν, στο Συμπόσιο, στον Φαίδρο και στην Πολιτεία. Η «φιλία» στην περίπτωση αυτή δεν σημαίνει μια υποκειμενική, συμπτωματική συμπάθεια, δηλαδή απλώς ένα συναίσθημα, αλλά αποτελεί συνέπεια του κοινού προσανατολισμού προς το «θείο» και το «αιώνιο ον», εντέλει προς την Ιδέα του ίδιου του Αγαθού.

Ο Καλλικλής είναι σίγουρα ένας ακραίος χαρακτήρας. Ο Πλάτων, με τη χωρίς κανένα δισταγμό ανοιχτή ομολογία πίστης του Καλλικλή στην ανηθικότητα, τον σχεδίασε με συνειδητή προκλητικότητα: ως πρόκληση με αποδέκτες τους φιλοσοφικούς του αντιπάλους που αντιμετώπιζαν αρνητικά το γεγονός ότι θεμελιώνει την ηθική σε μια μεταφυσική διδασκαλία για την ψυχή και τις Ιδέες, αλλά και ως πρόκληση που έχει ως αποδέκτη τον μελλοντικό του αναγνώστη: εμάς δηλαδή, που έχουμε όλοι μέσα μας –τουλάχιστον δυνητικά- έναν Καλλικλή. Η συναρπαστικά όμοια με τη ζωή απεικόνιση μιας εχθρότητας προς την ηθική σε επίπεδο αρχής μας αναγκάζει να ξεκαθαρίσουμε και τη δική μας στάση –τη συνειδητή, και ακόμη περισσότερο την ασυνείδητη- απέναντι στο «δίκαιο του ισχυρότερου».

Thomas A. Szlezák, Πώς να διαβάζουμε τον Πλάτωνα 

[Εκδόσεις Θύραθεν, 2004, σελ. 20-24]