Ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1941, τρεις μήνες
ύστερα από την ιταλική επίθεση κατά της χώρας του, απ' το έδαφος της Αλβανίας.
Κανένας δικτάτορας δεν ήταν ποτέ τόσο
τυχερός, κατά την ώρα του θανάτου του, όσο αυτός. Με το περίφημο
"ΟΧΙ" του στο ιταλικό τελεσίγραφο της 28 Οκτωβρίου 1940∙ με την
αποτελεσματική διεύθυνση της ελληνικής κινητοποιήσεως∙ με τις επιτυχίες σε
βάρος των Ιταλών, σε όλες τις φάσεις του πολέμου∙ με όλα αυτά, αν τα συνδυάσει
κανείς και με τη συμπάθεια που έβρισκε στο λαό η αγγλοελληνική συμμαχία, είχε
γίνει αγαπητός όχι μόνο από τις χώρες που θα συγκροτούσαν αργότερα τα Ηνωμένα
Έθνη, αλλά, σ' έναν βαθμό χωρίς προηγούμενο, και από τους ίδιους τους
συμπατριώτες του.
Ο ελληνοϊταλικός
πόλεμος ανάδειξε τον Μεταξά σε μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη, που είχε τη βοήθεια
και ενός ικανού αρχηγού του Γενικού Επιτελείου (του αντιστράτηγου Παπάγου) και
ενός γενναίου λαού.
Η κληρονομιά
όμως που άφησε η δικτατορία του ήταν οδυνηρή. Θα μπορούσε να συζητά κανείς
ατέλειωτα για το τι θα έκανε ο Μεταξάς, αν βρισκόταν ο ίδιος κάτω από τις συνθήκες
που κληροδότησε στον διάδοχό του∙ αλλά, και μόνο το ότι δεν είναι δυνατό να
πάρει απάντηση ένα τέτοιο ερώτημα, δείχνει πόσο δύσκολα ήταν τα προβλήματα που
άφησε άλυτα και πόσο τον ευνόησε η τύχη, σώζοντας το γόητρό του απ' την κηλίδα
μιας αποτυχίας στα προβλήματα αυτά.
Η πολιτεία του δεν ήταν προορισμένη ν' αντιμετωπίσει προβλήματα
πολέμου και εχθρικής κατοχής. Ήταν
σχεδιασμένη με σκοπό να σώσει την Ελλάδα απ' το χάος, όπου την έσερνε η
κατάχρηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Ο χαρακτήρας της
"προσωρινότητας" ήταν γραμμένος στην προμετωπίδα της, από τότε που ο
Μεταξάς ανέλαβε δικτατορικές εξουσίες, στις 4 Αυγούστου 1936. Αλλά ένα
καθεστώς, που έρχεται να εκπληρώσει έναν καθορισμένο σκοπό, ώστε να μπορέσει να
το διαδεχθεί μια συνταγματική κυβέρνηση, δεν είναι ο καλύτερος κριτής (αν και
είναι ο μοναδικός), που θ' αποφανθεί κατά πόσο πραγματοποιήθηκε αυτός ο σκοπός.
Ο Μεταξάς πέθανε χωρίς να
πραγματοποιήσει το έργο που είχε θέσει σαν σκοπό του∙ χωρίς να έχει προβλέψει
για το μέλλον, δημιουργώντας ένα κόμμα ή ορίζοντας έναν διάδοχό του∙ και,
ευτυχώς γι' αυτόν, χωρίς να κληθεί απ' τη μοίρα ν' αντιμετωπίσει μια απ' τις
μεγαλύτερες συμφορές της χώρας του, τη γερμανική εισβολή.
Το καθήκον που είχε θέσει στον εαυτό του και στην δήθεν προσωρινή
κυβέρνησή του ήταν να δημιουργήσει το ελληνικό κράτος: να του δώσει τη
σταθερότητα, τη συνοχή, τον αυτοσεβασμό, που χαρακτηρίζουν ένα ανεξάρτητο
κράτος και που, παρ' όλα τα εκατό χρόνια της ελευθερίας της, η Ελλάδα δεν τα
είχε αποκτήσει ακόμη. Είχαν υπάρξει ως τότε πολιτικοί ολκής, άλλα δεν είχε υπάρξει
ελληνικό κράτος. Υπήρξε ο Χαρίλαος Τρικούπης τον 19ο αιώνα και ο Ελευθέριος
Βενιζέλος τον 20ο∙ μια ανασκόπηση όμως της ζωής των πολιτικών αυτών ανδρών
αποκαλύπτει ότι, πίσω και κάτω απ' αυτούς, δεν υπήρχε κράτος. Όσο βρίσκονταν
στην εξουσία, υπήρξε πρόοδος και ευημερία του λαού και βελτίωση των συνθηκών
στη χώρα. Όταν όμως οι κανονικές διαδικασίες της δημοκρατίας τους
αντικαθιστούσαν με τους αντιπάλους τους, ό,τι είχαν επιτύχει καταστρεφόταν. Οι
επιτυχίες του Βενιζέλου, ιδιαίτερα, είχαν εξυψώσει τη θέση της Ελλάδας σε μεγάλη
διεθνώς υπόληψη∙ άλλα το πέρασμα του καιρού έδειξε ότι, αν και ο Βενιζέλος
προσωπικά ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους πολιτικούς της εποχής του,
το κράτος που εμφανιζόταν ότι εκπροσωπούσε δεν υπήρχε∙ η πλατειά υπόληψη που
του έδειχναν, απευθυνόταν στον ίδιο προσωπικά και, κατ' επέκταση, στην ελληνική
αρχαιότητα, όχι όμως στο ελληνικό κράτος. Οι διαδοχικές απομακρύνσεις του από
την εξουσία πρόδιναν, πίσω από την πρόσοψη, τη διοικητική αναρχία.
Εκείνο που δεν ήθελαν να ιδούν οι Έλληνες πολιτικοί και που ανάλαβε ο
Μεταξάς να διορθώσει, ήταν το ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει κράτος της
μορφής που ήταν η Αγγλία ή η Γαλλία, κράτος με την ευρωπαϊκή έννοια του
εικοστού αιώνα, παρά μόνο όταν θα γινόταν ευρωπαϊκή χώρα του εικοστού αιώνα.
Ο Μεταξάς διέγνωσε και επιδίωξε να
διορθώσει ορισμένα βασικά ελαττώματα της ελληνικής κοινότητας, που, δυστυχώς,
μπορούμε να τα διαγνώσουμε και στη σημερινή ένταση, επειδή η ριζική θεραπεία
που θέλησε να εφαρμόσει ναυάγησε με τον πόλεμο και το θάνατό του. Η διάγνωση
αυτή θα επαληθεύσει την αρχή που είχε σαν βάση ο Μεταξάς, έστω κι αν δεν την
διατύπωσε ποτέ επίσημα: ότι το κυριότερο εμπόδιο για την ελληνική
πολιτική σταθερότητα είναι ο Έλληνας πολιτικός.
Το πεδίο όπου έχει να δοκιμασθεί
ο Έλληνας πολιτικός είναι πλατύτερο (έστω και σε μικρότερη κλίμακα) απ' το
πεδίο του δυτικού πολιτικού. Όσο κι αν
διαφωνούν μεταξύ τους οι Άγγλοι πολιτικοί, υπάρχει ένα κοινό έδαφος, που έχει
τεθεί μια για πάντα κάτω απ' τα πόδια τους από τη συσσωρευμένη πρόοδο
αιώνων. Επειδή το έδαφος αυτό δεν πρόκειται να κλονισθεί ποτέ όχι μόνο δεν συζητούν γι' αυτό, αλλά ούτε
και χρειάζεται να πουν ότι συμφωνούν για τούτο. Ένα τέτοιο κοινό έδαφος είναι κληρονομιά κάθε κράτους, που υπάρχει από
αρκετούς αιώνες: αυτοί οι αιώνες είναι που λείπουν απ' την Ελλάδα. Και δεν
αναπληρώνονται εύκολα, όπως νόμισε ο Μεταξάς ότι έπρεπε να γίνει, μέσα σε μια
δεκαετία. […]
Λέγεται συχνά, ότι η Ελλάδα δεν έχει πραγματική διάκριση σε Αριστερά
και σε Δεξιά, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες είναι μικροϊδιοκτήτες και
μικροαστοί, που δεν μπορεί παρά να είναι λίγο ή πολύ συντηρητικοί. Το ίδιο
επιχείρημα, με κάποια παραλλαγή, χρησιμοποιείται μερικές φορές και για να
υποστηριχθεί, ότι όλοι τους είναι λίγο ή πολύ οπαδοί του σοσιαλισμού, επειδή
είναι όλοι φτωχοί. Πάντως, ό,τι κι αν είναι, υποστηρίζει σε συνέχεια η ίδια
αυτή επιχειρηματολογία, είναι όλοι το ίδιο. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει το
γεγονός, ότι στις περιόδους εκλογών, παίρνουν μέρος κάθε λογής διαφορετικά
κόμματα, που φθάνουν τα εξήντα συνολικά. […]
Η αδιαφορία του πολιτικού της
Αθήνας για τις κοινωνικές ανάγκες της Ελλάδας, δεν τον εμποδίζει να μιλά μέχρι
Δευτέρας Παρουσίας για τα προβλήματα που ενδιαφέρουν τον ίδιο στην πραγματικότητα.
Χρησιμοποιώντας τα ίδια μέτρα και σταθμά με τις Μεγάλες Δυνάμεις, καταφέρνει να
δείχνει θαυμαστή ευφράδεια μιλώντας για ζητήματα παγκόσμιας στρατηγικής, για τη
σλαβική απειλή, για την ατομική ενέργεια, για τις γκάφες της εξωτερικής
πολιτικής, για την εθνικοποίηση της βιομηχανίας που δεν έχει η χώρα του και για
την τροποποίηση των συνόρων που ο ίδιος δεν τα είδε ποτέ. Η διαφορά είναι, ότι
δεν πρόκειται να πληρώσει τίποτα∙ γι' αυτόν, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι
λέξεων. Ένας Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να μιλά σαν ίσος προς ίσον με έναν
Βρετανό πρωθυπουργό∙ δεν είναι όμως σε θέση να μιλά σαν εκπρόσωπος της Ελλάδας
με τον τρόπο που μπορεί ο Άγγλος να μιλά σαν εκπρόσωπος της Αγγλίας, επειδή δεν
έχει πίσω του την ίδια πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κράτος, για να το
εκπροσωπήσει.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην
Ελλάδα και στους Έλληνες. Οι Έλληνες, σαν έθνος, ανήκουν στην ίδια
κατηγορία με τους Άγγλους ή τους Γάλλους∙ η Ελλάδα, σαν κράτος, δεν ανήκει στην
ίδια κατηγορία με την Αγγλία ή τη Γαλλία. Η Ελλάδα είναι μικρή και
καθυστερημένη, αυτό όμως δεν είναι λόγος, για να είναι κι ο κάθε Έλληνας σαν
άτομο, "μικρός" και καθυστερημένος. Ένας Έλληνας πολιτικός μπορεί
πολύ καλά να διαθέτει διάνοια το ίδιο ισχυρή όσο κι ένας Άγγλος ή Γάλλος
πολιτικός∙ πολλές φορές, μάλιστα, διαθέτει μεγαλύτερη οξυδέρκεια και
καταπληκτική διαίσθηση. Είναι ικανός να μιλά τόσο καλά, όσο κι ο κάθε δυτικός πολιτικός,
αν όχι και καλύτερα∙ αλλά αυτό είναι όλο. Είναι ο θεατής, στο μεγαλύτερο μέρος
του παιχνιδιού∙ ώσπου ν' αποκτήσει η
Ελλάδα το κύρος ενός αληθινά κυρίαρχου κράτους, θα μένει θεατής. Δεν έχει
να στηριχθεί στην ίδια κοινωνική, διοικητική, ιστορική υποδομή, όπως ο δυτικός πολιτικός∙
δεν έχει άλλη δυνατότητα, από το να παίρνει μέρος στο διεθνές πολιτικό
παιχνίδι, σαν μια ιδιοφυΐα, όχι σαν εκπρόσωπος ενός κράτους∙ που σημαίνει, ότι
δεν είναι σε θέση να παίξει κανένα ρόλο σ' αυτό. Είναι όμως ικανός να κατανοεί,
θεωρητικά και ακαδημαϊκά, όλα τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν σε
όλη την οικουμένη. Επιθυμεί να εξασκήσει την ευφυΐα του επάνω σ' αυτά και την
εξασκεί αλλά δεν κάνει τίποτε άλλο, επειδή δεν έχει κι εδώ τίποτε άλλο να κάμει.
Είναι μια θεαματική εξάσκηση στο κενό.
Ο Μεταξάς έχασε την υπομονή του με την πολιτική του είδους αυτού: ήθελε
χειροπιαστές πραγματικότητες. Από το 1917, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και
ο πρωθυπουργός του Ελευθέριος Βενιζέλος διαφώνησαν σχετικά με την είσοδο της
Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το πολιτειακό ζήτημα, που προκάλεσαν, ήταν ο
μόνος σχεδόν καθοριστικός παράγοντας στις εσωτερικές υποθέσεις. Η εξουσία
περνούσε διαδοχικά σ' εκείνους που υποστήριζαν το βασιλιά και ονομάζονταν Λαϊκό
Κόμμα ή Λαϊκοί και στους φιλελεύθερους που ονομάζονταν Κόμμα των Φιλελευθέρων ή
Βενιζελικοί. Αυτή η τομή είναι συμβατική, επειδή δεν ήταν όλοι οι φιλελεύθεροι Βενιζελικοί
ούτε όλοι οι οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος βασιλόφρονες∙ εξυπηρετεί όμως το σκοπό μιας
γενικής εικόνας. Λεκτικά, εξ άλλου, δημιουργεί σύγχυση, επειδή κανένα από τα
δυο κόμματα δεν ήταν λαϊκό ή φιλελεύθερο με την αγγλική έννοια και το μόνο
ζήτημα που χαρακτήριζε τη διάστασή τους ήταν το πολιτειακό. Στην εναλλαγή της
εξουσίας μεταξύ τους παρεμβάλλονται στρατιωτικές δικτατορίες, υπό τους
στρατηγούς Πλαστήρα, Πάγκαλο και Κονδύλη∙ και, αν εξαιρέσει κανείς το
μεγαλόπνοο όραμα του Βενιζέλου και το στιγμιαίο ενδιαφέρον του Πάγκαλου για το
μήκος της φούστας των γυναικών, πολύ λίγα ζητήματα τ' απασχολούσαν, πέρα από τη
διένεξη μεταξύ μοναρχίας και φιλελεύθερων. Οι
εκλογές του Ιανουαρίου του 1936 αποκάλυψαν τελικά τη χρεοκοπία της δημοκρατίας,
όπως την διαχειρίζονταν οι άνθρωποι αυτοί, αφήνοντας το ρόλο του ρυθμιστή, στο
Κοινοβούλιο, στους δεκαπέντε αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον
Απρίλιο η Βουλή διέκοψε προσωρινά τις εργασίες της και αντικαταστάθηκε από μια Επιτροπή
βουλευτών, που ήταν πιστή μικρογραφία της και στη σύνθεση και στις αδυναμίες
της∙ τον ίδιο μήνα, ο θάνατος του
πρωθυπουργού έφερε τον Μεταξά στην εξουσία. Το αδιέξοδο έκαμε να επισπευσθεί το
πραξικόπημά του, γεννώντας στις καρδιές πολλών Ελλήνων το αίσθημα ότι ήταν πια
καιρός.
Αποτελεί εκ των υστέρων δικαίωση του Μεταξά, το ότι Λαϊκοί και
Φιλελεύθεροι επανεμφανίσθηκαν στη σκηνή χωρίς σχεδόν να έχουν διευρύνει την
μεταξύ τους κατανόηση ή πλουτίσει την πείρα τους, ύστερα από μια περίοδο
δικτατορίας και κατοχής, απ' το 1936 ως το 1944. Στους Φιλελεύθερους μάλιστα
σημειώθηκε κάποια διάσπαση, με αποτέλεσμα να χάσουν παραφυάδες τους, όπως το
Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Παπανδρέου και των Εθνικών Φιλελευθέρων του
στρατηγού Γονατά∙ οι Λαϊκοί έχασαν λίγα άτομα μόνο, που υπέκυψαν στους πειρασμούς
μιας συνεργασίας∙ ο σκληρός πυρήνας όμως
και των δυο κομμάτων, όπως θα δούμε με μια γρήγορη ματιά στα κατοπινά
χρόνια, δεν έκαμε τίποτε άλλο, απ' το να
επαναλάβει τη διένεξη, το 1945, απ' το σημείο που είχε μείνει το 1936. Όταν
τους έγιναν προτάσεις για κυβέρνηση συνασπισμού, τον Οκτώβριο του 1945, oι
Λαϊκοί αρνήθηκαν, με το αιτιολογικό, κυρίως ότι το 1922 η κυβέρνηση μιας
επαναστατικής μερίδας των Φιλελευθέρων είχε τουφεκίσει έξη βασιλόφρονες∙ και οι
Φιλελεύθεροι, από την πλευρά τους, αρνήθηκαν με το αιτιολογικό κυρίως ότι το
1933 είχε γίνει απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, επί κυβερνήσεως
των Λαϊκών. Όταν ρωτήθηκαν ποιες διαφορές κοινωνικής πολιτικής τους χώριζαν,
καμιά από τις δυο πλευρές δεν ήταν σε θέση ν' απαντήσει, επειδή καμιά από τις
δυο δεν μπορούσε να προσδιορίσει το κοινωνικό της πρόγραμμα. Παρ' όλο ότι και
οι δυο πλευρές μπήκαν αμέσως στο νόημα και βιάστηκαν να εφεύρουν ένα τέτοιο πρόγραμμα,
καμιά από τις δυο δεν διανοήθηκε καν, ότι θα γίνονταν ποτέ εκλογές με άλλο
επίμαχο ζήτημα εκτός απ' το θέμα Μοναρχία. Οι Λαϊκοί θα μπορούσαν βέβαια να
είχαν θυμηθεί, ότι τη θανατική καταδίκη των έξη βασιλοφρόνων, το 1922, την είχε
υπογράψει ο βασιλιάς Γεώργιος Β'∙ και οι Φιλελεύθεροι, ότι η ευχή που άφησε ο Βενιζέλος
τη στιγμή του θανάτου του, το 1935, ήταν να ενωθεί και πάλι η Ελλάδα γύρω απ'
τον βασιλιά.
[…] Αποδοκίμαζε (ο Μεταξάς) το
Κέντρο, επειδή ήταν προσκολλημένο στη συνταγματική διαδικασία της δημοκρατίας,
που ο ίδιος την θεωρούσε χρεοκοπημένη∙ αποδοκίμαζε το ΚΚΕ, επειδή είχε
υιοθετήσει μια μορφή αυταρχισμού αντίθετη από τη δική του. Επομένως, οι δημοκρατικοί πολιτικοί και οι
κομμουνιστές ήταν εξ ίσου εχθροί του και καταδιώχθηκαν τόσο οι πρώτοι όσο κι οι
δεύτεροι, χωρίς διάκριση. Ήθελε να
επιτύχει για τη χώρα του, μέσα σε λίγα χρόνια, εκείνο που είχε χρειασθεί
πολλούς αιώνες για να το επιτύχει η Ευρώπη∙ ήταν διατεθειμένος να μην
ανέχεται οποιονδήποτε σπαταλούσε χρόνο με ανεδαφικές ανοησίες, όπως η
δημοκρατία, ή του έκλεινε το δρόμο με αντίπαλα δόγματα, όπως ο κομμουνισμός.
Και ο πιο θερμός υποστηρικτής του
Μεταξά πρέπει να παραδεχθεί ότι ήταν ανελέητος, αλλά οι αντίπαλοί του θα έπρεπε
να παραδεχθούν με ειλικρίνεια ότι έβλεπε το πρόβλημα. Η ασθένεια της Ελλάδας
ήταν η επιβολή ενός συγχρόνου πολιτικού συστήματος σε μια εν μέρει πρωτόγονη κοινωνία.
Ο Μεταξάς πίστευε, ότι η μόνη ελπίδα για
τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας βρίσκεται στην αναστολή της λειτουργίας του
πολιτικού συστήματος. Η μέθοδός του εξάλειψε όλα τα ελαττώματα που
σημειώσαμε ως τώρα. Εξάλειψε την αντίθεση ανάμεσα στην καθυστέρηση του λαού και
στον πολιτικό κόσμο που προπορευόταν, απομακρύνοντας από τη σκηνή τους πολιτικούς.
Εξάλειψε τα ελαττώματα του εκλογικού συστήματος αντιπροσωπεύσεως, καταργώντας
το κοινοβούλιο. Εξάλειψε το "σύστημα δωροδοκιών" και
"προστασίας" στις πολιτικές και τις στρατιωτικές υπηρεσίες,
διορίζοντας κυβερνητικούς επιτρόπους, που δεν θα απομακρύνονταν ποτέ από τη
θέση τους με γενικές εκλογές, αφού δεν θα γίνονταν ποτέ γενικές εκλογές. Σε όλα
αυτά, ο Μεταξάς θα μπορούσε να
παραβληθεί μ' έναν γιατρό, που η μοναδική του θεραπεία για έναν πονοκέφαλο ήταν
ο αποκεφαλισμός. Θα ήταν πολύ σαθρή δικαιολογία να αντιτάξει κανείς, ότι
έκαμε τουλάχιστο σωστά τη διάγνωση του πονοκέφαλου.
Ωστόσο, θα ήταν αστείο να παραβάλλαμε την κυβέρνηση Μεταξά με τις δικτατορίες
της Ιταλίας και της Γερμανίας. Ο όρος "φασισμός", αναφορικά με
τον Μεταξά, αποτελεί ανόητη κατάχρηση, όπως ακριβώς και ο όρος
"κομμουνισμός", αναφορικά με πολλούς απ' τους αντιπάλους του. Δεν ίδρυσε
ένα μονοκομματικό κράτος όπως οι φασίστες∙ ίδρυσε μάλλον ένα κράτος χωρίς
κόμματα. Δεν σχεδίαζε επιθετικό πόλεμο. Δεν κήρυττε κανέναν ρατσιστικό
εθνικισμό ούτε ανακήρυξε κάποιον χέρενφολκ (περιούσιο λαό). Δεν προσπάθησε να
δημιουργήσει μια ιδεολογική κληρονομική διαδοχή και ούτε διόρισε τουλάχιστο
έναν διάδοχο του φύρερ. Ήταν προσωπικά χωρίς
φιλοδοξίες, καλοκάγαθος και μάλιστα μακριά από κάθε επίδειξη. Δεν έκανε
δημόσιες εμφανίσεις με εντυπωσιακές στολές ούτε επινόησε μεγαλοπρεπείς τίτλους
για τον εαυτό του∙ ακόμα και τον βαθμό του στρατηγού, τον οποίο είχε αποκτήσει
περισσότερο δικαιωματικά από κάθε άλλον Έλληνα που τον κατείχε, τον απαρνήθηκε
εντελώς. Φαίνεται να ήθελε τη δικτατορία
του μάλλον κατά το πρότυπο της δικτατορίας κατά την περίοδο της αρχαίας
Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, σαν μια προσωρινή λύση, που αντικατέστησε τη
συνταγματική διακυβέρνηση κάτω από συνθήκες ανάγκης, σκοπεύοντας να την
αποκαταστήσει αργότερα, όταν θα ήταν δυνατή η λειτουργία της. Όσο μεγαλόπνοα
όμως κι αν ήταν τα κίνητρα εκείνου που αναλαμβάνει την υπέρτατη εξουσία, είναι
δύσκολο να την εγκαταλείψει. Αν ο Μεταξάς θα κατέτασσε ποτέ τον εαυτό του στην
ολιγάριθμη κατηγορία των δικτατόρων που βρήκαν το θάρρος ν' αποσυρθούν όταν η
αποστολή τους εκπληρώθηκε, η ιστορία δεν έδωσε την ευκαιρία να το γνωρίζει
κανείς.
Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο σχετικά με την κυβέρνηση Μεταξά, θα
μπορούσε να την κρίνει κανείς μόνο αν ολοκληρωνόταν το έργο της, που δεν
ολοκληρώθηκε όμως. Το έργο αυτό θα μπορούσε να αποβεί μόνιμο, προς το καλό
ή προς το κακό, μόνο όταν θα είχε τελειώσει∙ μένοντας ατελείωτο, με το θάνατό
του, κατέρρευσε απόλυτα μέσα σε λίγες εβδομάδες, χωρίς ν' αφήσει ίχνη στην
ελληνική ζωή, παρά μόνο στη μνήμη του λαού. Δεν είναι δύσκολο να κάμει κανείς
συγκριτική απαρίθμηση των υπέρ και των κατά της κυβερνήσεως Μεταξά∙ αλλά ούτε
και θα είχε θέση αυτό. Μπορούμε να βάλουμε στο ένα μέρος της πλάστιγγας τις επιτυχίες της, όπως το ότι έκαμε να λειτουργούν οι κρατικές υπηρεσίες,
αντί να συνωμοτούν τα όργανά τους πίνοντας τον καφέ τους∙ το ότι σταθεροποίησε το εθνικό νόμισμα∙ το ότι
αποπεράτωσε τους αυτοκινητοδρόμους
που υπήρχαν, αντί να επιστρώνει εκατό μέτρα στον ένα και να τον αφήνει για ν'
αρχίσει άλλον∙ ότι οργάνωσε ένα στρατό
που κατόρθωσε ν' αντιμετωπίσει τους Ιταλούς μέσα σε λίγες μέρες κτλ. Στο
άλλο μέρος της πλάστιγγας μπορούμε να βάλουμε τις αυθαιρεσίες που διέπραξε, όπως το ότι κατάργησε την ελευθερία του Τύπου∙ φυλάκισε ή εξόρισε τους αντιπάλους της∙ αναμίχθηκε στα
εκκλησιαστικά πράγματα∙ αντικατάστησε τους ηγέτες των συνδικάτων με δικούς της
επιτρόπους∙ στρατολόγησε υποχρεωτικά τα παιδιά σε μια οργάνωση νεολαίας με
ιδεολογικό χαρακτήρα∙ ίδρυσε μυστική αστυνομία κατά το γερμανικό πρότυπο κτλ.
Απ' τη στιγμή όμως που θα έχουμε ισορροπήσει την πλάστιγγα, δεν δικαιώνεται η
αξίωσή της στην Ιστορία. Εκείνο που έχει
σημασία είναι ότι απέτυχε, επειδή δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο της. Αν και
οι νόμοι της κυβερνήσεως Μεταξά δεν καταργήθηκαν τυπικά ως τον Ιούνιο του 1945,
το καθεστώς της ανατράπηκε ντε φάκτο απ' τον Απρίλιο του 1941 και de jure απ'
τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Τα πέντε χρόνια της ζωής της δεν ήταν αρκετά.
Christopher Montague
Woodhouse, Το Μήλο της Έριδος
(Εξάντας, 1976, σελ. 6-13)