Σύμφωνα
με τον Επίκουρο, […] τα φαινόμενα αποτελούν
προέκταση της ύπαρξης, μια άμεση υλική
απορροή της υποκείμενης πραγματικότητας
του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει πως όλη η
πραγματικότητα, όλη η ύπαρξη, είτε
φαίνεται άμεσα είτε όχι, είναι δυνάμει
αποκαλύψιμη με την κατάλληλη χρήση των
αισθήσεων αφ’ ενός και του νου αφετέρου.
Αισθήσεις και νους συνεργάζονται για
να επιτύχουν μια θεμελιώδη συμφωνία
μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου:
οι αισθήσεις δέχονται τα μηνύματα του
κόσμου των φαινομένων, ενώ ο νους
συλλαμβάνει τα μηνύματα αυτά και τους
δίνει μορφή και νόημα. […]
Το
συμπέρασμα, λοιπόν, για τον Επίκουρο,
είναι ότι η κρίση στην οποία προβαίνει
ο κοινός νους περί των φυσικών φαινομένων,
όπως αυτά εμφανίζονται στο
αισθανόμενο/συναισθανόμενο/σκεπτόμενο
υποκείμενο, πρέπει να επαρκεί, αν όχι
για την πραγματική ανακάλυψη της
αλήθειας, τουλάχιστον για μια προσέγγιση
της φύσης, της δομής και της λειτουργίας
της πραγματικότητας∙ υπό τον όρο,
βέβαια, ότι η μαρτυρία των αισθήσεων,
αν δεν επιβεβαιώνει την άποψη που έχουμε
περί του κόσμου, με κανένα τρόπο να μην
αντιφάσκει προς αυτήν.
Η
κρίση στην οποία προβαίνει ο κοινός
νους για τον κόσμο των φαινομένων
σκιαγραφείται με κάποιες λεπτομέρειες
στον Κανόνα, που εμπεριέχει τα
τέσσερα κριτήρια της αλήθειας: «Στον
κανόνα, λοιπόν, ο Επίκουρος βεβαιώνει
ότι οι αισθήσεις, οι προλήψεις,
και τα συναισθήματα/συγκινήσεις μας
(πάθη) είναι τα κριτήρια της αλήθειας∙
οι Επικούρειοι δέχονται επίσης ως
κριτήριο της αλήθειας και την προσήλωση
του νου σε παραστάσεις (φανταστικαί
επιβολαί της διανοίας)». […]
Η
τετραπλή συνταγή ή τετραπλό κριτήριο
της αλήθειας αποτελείται, λοιπόν, από
τις αισθήσεις, τα πάθη (συναισθήματα,
συγκινήσεις), τις προλήψεις (έννοιες
των πραγμάτων ήδη αποθηκευμένες στο
νου) και τις διορατικές συλλήψεις του
νου (φανταστικαί επιβολαί της διανοίας).
[…]
Η
αίσθησις
Η
αίσθησις αναφέρεται στην άμεση
αισθητηριακή αντίληψη, σε ένα είδος
φυσικής συμφωνίας ανάμεσα στα όργανα
των αισθήσεων και στο αντικείμενο ή
σώμα και τις ιδιότητές του (οι οποίες
ονομάζονται συμπτώματα και
συμβεβηκότα). […] Ο όρος αίσθησις,
ωστόσο, αναφέρεται και στην εντύπωση,
στο προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου της
αισθητηριακής σύλληψης. […]
Κάθε
αίσθησις
στερείται λόγου και δεν είναι επιδεκτική
μνήμης∙ δεν ενεργοποιείται από μόνη
της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από
κάτι άλλο δεν μπορεί να του προσθέσει
ή να του αφαιρέσει κάτι. Κι ούτε υπάρχει
κάτι που να μπορεί να ανασκευάσει τις
αισθήσεις: […] Ούτε το λογικό μπορεί να
ανασκευάσει τις αισθήσεις,
αφού το λογικό εξαρτάται εξ ολοκλήρου
από τις αισθήσεις.
Ούτε, πάλι, μπορεί μια αίσθησις
να ελέγξει μιαν άλλη, εφ’ όσον σε όλες
δίνουμε την ίδια προσοχή. […] Το γεγονός
ότι βλέπουμε και ακούμε είναι εξίσου
πραγματικό με το ότι νιώθουμε πόνο. Ως
εκ τούτου, πρέπει με βάση τα φανερά να
οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για τα μη
φανερά. Διότι όλες οι ιδέες μας προέρχονται
από τις αισθήσεις – ποτέ μέσω σύμπτωσης,
ποτέ κατ’ αναλογία ή σύμφωνα με κάποια
ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων, όπου κατά
τι συμβάλλει και το λογικό. Όσο για τα
οράματα των τρελών και τα όνειρα που
βλέπουμε, έχουν αληθινή υπόσταση,
δεδομένου ότι προκαλούν κίνηση [στο
νου]∙ και κάτι που δεν υπάρχει δεν
προκαλεί τίποτα. (Διογένης Λαέρτιος,
10.31-32)
Πάθη
Τα
πάθη ή συναισθήματα ή συγκινήσεις
αποτελούν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, το
δεύτερο σημαντικό κριτήριο αλήθειας ή
γνωσιολογικό κριτήριο. Τόσο οι αισθήσεις
όσο και τα πάθη ανήκουν στην ίδια τάξη
του πραγματικού. Επιπλέον, και τα δύο
μας παρέχουν μια εξίσου κρίσιμη μαρτυρία
της ομοιογενούς υλικής δομής του φυσικού
κόσμου που περιβάλλει τον άνθρωπο (και
από μια γενική έννοια, το σύνολο του
έμψυχου κόσμου) και περικλείει τις
δραστηριότητες του. […] Τα δύο αυτά
κριτήρια αλήθειας συνιστούν από κοινού
ότι μπορεί να θεωρηθεί ως η υποδομή της
γνωσιολογίας του Επίκουρου.
Αισθήσεις
και πάθη είναι εξίσου πραγματικά
και εξίσου έντονα. Ό,τι ισχύει για την
αντιληπτικότητα στην περίπτωση των
αισθήσεων, το ίδιο ισχύει για την
σωματική –ακόμη και ψυχολογική- εμπειρία
του πόνου και της ηδονής στην περίπτωση
των παθών. Επιπλέον, αισθήσεις
και πάθη παρέχουν μια μη αναγώγιμη
μαρτυρία της πραγματικότητας του κόσμου
των φαινομένων, αλλά και εγγυώνται την
ικανότητα του ανθρώπου να τα γνωρίζει.
Η ύπαρξη, ως φαινόμενη πραγματικότητα,
και η άμεση αδιαμεσολάβητη εμπειρία
αυτής της πραγματικότητας μέσω της
αισθητηριακής αντίληψης/εντύπωσης και
του συναισθήματος – το οποίο μπορεί να
θεωρηθεί ως ένα είδος «εσωτερικής
αίσθησης»- συμπίπτουν.
[Οι
Επικούρειοι] λένε ότι δύο πάθη υπάρχουν,
η ηδονή και ο πόνος (αλγηδών),
που προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον∙ ότι
το ένα είναι οικείον
(συγγενικό προς την φύση του) ενώ το άλλο
αλλότριον
(ξένο/εχθρικό)∙ και ότι με βάση αυτά
αποφασίζουμε τι θα επιλέξουμε και τι
θα αποφύγουμε.
Όσο
για τις έρευνες, υπάρχουν δύο
λογιών, η έρευνα που αφορά στα πράγματα,
και η έρευνα που ασχολείται με σκέτα
λόγια. (Διογ. Λαέρτ., 10.30)
Είναι
σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε και
να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι τα δύο
είδη παθών –ηδονή και πόνος-
«προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον» και
συνοδεύουν κάθε έκφανση της ζωής στον
κόσμο. Τα πάθη, με άλλα λόγια, όπως
και οι αισθήσεις, αποτελούν θεμελιώδη
φυσιο/ψυχο/λογικά δεδομένα, που πιστοποιούν
και εγγυώνται την ύπαρξη και δομή του
υλικού κόσμου όπως αυτός εμφανίζεται
στον άνθρωπο και όπως ο άνθρωπος τον
βιώνει. Και επιπλέον, ορίζουν τη θέση
του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο. Αισθήσεις
και πάθη μαζί μας παρέχουν μια θεμελιώδη
και μη διαψεύσιμη μαρτυρία περί της
πραγματικότητας. […]
Οι
αισθήσεις και τα πάθη ή,
ακριβέστερα, η ολοφάνερη μαρτυρία που
μας παρέχουν η αισθητηριακή αντίληψη,
η εντύπωση και η συγκίνηση, είναι η
μοναδική πηγή βεβαιότητας (Διογ. Λαέρτ.,
10.63).
Πρόληψις
Η
πρόληψις, ένας όρος ασυνήθιστος και
προβληματικός –που συχνότατα αποδίδεται
ως «έννοια», «γενική έννοια», «έννοια
που παράγεται από την αισθητηριακή
αντίληψη», […], προφανώς αναφέρεται στη
διαδικασία σχηματισμού εννοιών, μια
διαδικασία η οποία εντείνεται από την
ακόμη πιο δύσκολη και δυσνόητη λειτουργία
που αποκαλείται φανταστικαί επιβολαί
της διανοίας (=«διορατική σύλληψη
του νου»). Ατυχώς, στα σωζόμενα κείμενα
του ιδίου του Επίκουρου, πολύ λίγα
υπάρχουν που θα μας επέτρεπαν να
συλλάβουμε με βεβαιότητα το ακριβές
νόημα της προλήψεως. […] Η αναφορά του
Διογένη Λαέρτιου σχετικά με το νόημα
της προλήψεως έχει ως εξής:
Με
την πρόληψιν
εννοούν [οι Επικούρειοι] κάτι σαν νοητική
σύλληψη κάποιου πράγματος ως υπαρκτού,
ή ορθή γνώμη, ή έννοια ή γενική ιδέα
επαναποθηκευμένη στο νου∙ δηλαδή την
μνήμη
ενός εξωτερικού πράγματος που μας έχει
παρουσιαστεί επανειλημμένα. Τέτοιας
λογής είναι π.χ. ο άνθρωπος: μόλις ειπωθεί
η λέξη «άνθρωπος», αμέσως, σύμφωνα με
την πρόληψιν
που έχουμε του ανθρώπου, παρουσιάζεται
στη νόηση η μορφή του, σύμφωνη με τα
προηγούμενα δεδομένα των αισθήσεων.
Έτσι, το αντικείμενο που αρχικά έχει
δηλωθεί με μια λέξη, είναι ξεκάθαρο
(εναργές).
[…] Οι προλήψεις, επομένως, είναι πράγματα
αυταπόδεικτα. […]
Για
την γνώμη χρησιμοποιούν τη λέξη υπόληψις
που, όπως ισχυρίζονται, είτε είναι αληθής
είτε ψευδής: Αν πιστοποιείται από τις
αυταπόδεικτες μαρτυρίες ή δεν αναιρείται,
τότε αληθεύει. Ενώ αν δεν πιστοποιείται
ή αν υπάρχει αρνητική μαρτυρία, τότε
είναι ψευδής. Γι’ αυτό και εισήγαγαν
την έκφραση «το
προσμένον» [=αυτό
που προσμένει επαλήθευση]∙ όπως, λόγου
χάρη περιμένει κανείς να πλησιάσει
πρώτα κοντά σ’ ένα πύργο και να εξακριβώσει
πως φαίνεται εκ τους σύνεγγυς. (10. 33-34)
-
Το
πρώτο και πιο σημαντικό χαρακτηριστικό
της προλήψεως, σύμφωνα με την
παραπάνω αναφορά, είναι η σχέση της με
την μνήμη. […] Μέσω των προλήψεων,
λοιπόν, το υποκείμενο της αντίληψης
και του συναισθήματος εισέρχεται στη
σφαίρα της συνέχειας, του δομημένου
χρόνου∙ ικανό να ανακαλεί τη μνήμη,
να αναγνωρίζει και να ταυτοποιεί,
αρχίζει να συγκροτεί, ή μάλλον να
ανακαλύπτει ένα δομημένο, διαρκή και
ανθεκτικό κόσμο αισθήσεων και
παθών.
Μέσω της προλήψεως,
ο αντιληπτός κόσμος γίνεται, σε βάθος
χρόνου, συνεχής και αναγνωρίσιμος.
Εικόνες δημιουργούνται, εναποθηκεύνται
και απομνημονεύονται για περαιτέρω
χρήση. […]
Επιπλέον,
οι προλήψεις είναι εναργείς: έχουν
την ίδια άμεση, αδιαμφισβήτητη, ξεκάθαρη
προφάνεια που χαρακτηρίζει τις αισθήσεις
και τα πάθη. Με άλλα λόγια, η
πραγματικότητα και, συνεπώς, η αλήθεια
αυτών των σταθερών συνεκτικών εικόνων
διαθέτει την ίδια άμεση και αδιαμφισβήτητη
φυσικότητα και εγκυρότητα που έχουν
οι αρχικές αισθητηριακές εμπειρίες
και τα συναισθήματα που παρήγαγαν τις
εικόνες αυτές. Έτσι, η νέα τυπολογία
που επιτυγχάνεται μέσω των προλήψεων
μπορεί να υποκαταστήσει τη μαρτυρία
των αισθήσεων και των συναισθημάτων
με την ίδια αδιαφιλονίκητη αυθεντικότητα
και σαφήνεια. […]
Μαθαίνουμε
να συνδέουμε λέξεις με πράγματα που
συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας∙ κι έτσι,
όταν προφέρεται η λέξη, έχουμε μια
«πρόληψη» αυτού στο οποίο η λέξη
αναφέρεται. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος
να λησμονήσουμε ότι αυτή είναι η χρήση
των λέξεων και να επιχειρήσουμε να τους
δώσουμε μια ανεξάρτητη ζωή. Έτσι, ο
Επίκουρος τονίζει ότι θα πρέπει να
έχουμε στο νου μας τα πράγματα τα οποία
έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας ώστε
να αποφεύγουμε τη χρήση κενών λέξεων.
Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξει με
τρόπο που ανταποκρίνεται στις προλήψεις
μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις
αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και
ανεξέλεγκτες. (Furkey,
Greek
Atomists,
σ. 205)
Τρίτο
και τελευταίο χαρακτηριστικό της
προλήψεως –και ίσως το πιο σημαντικό
από όλα- είναι ότι οι προλήψεις
αποκτώνται μέσα από μια διαλεκτική
σχέση με τον κόσμο των φαινομένων και
με τις αισθητηριακές εντυπώσεις και
τα συναισθήματα που αυτός προκαλεί στο
αντιλαμβανόμενο/αισθανόμενο υποκείμενο.
[…] Με άλλα λόγια, η διαδικασία σχηματισμού
της προλήψεως αρχίζει να μοιάζει με τη
διαδικασία της «εικασίας και ανασκευής»,
που ανοίγει το δρόμο στην αφαίρεση και
τη θεωρία. […]
Φανταστικαί
επιβολαί της διανοίας
Σύμφωνα
με την αναφορά του Διογένη Λαέρτιου, οι
Επικούρειοι –αλλά όχι ο ίδιος ο Επίκουρος-
πρόσθεσαν ένα τέταρτο γνωσιολογικό
κριτήριο, την φανταστικήν επιβολήν
της διανοίας. Ο δύσκολος αυτός όρος
απαντά σε κάποια από τα σωζόμενα
συγγράμματα (Κύρια Δόξα 24) του
Επίκουρου, αν και παραλλαγμένος. Εν
τούτοις, πουθενά δεν αποσαφηνίζεται το
ακριβές νόημά του, […]
-
Η
έκφραση αποτελείται από τρεις όρους:
φανταστική (από το φαντασία/φάντασμα
= εικόνα, είδωλο, παράσταση, εντύπωση),
επιβολή (προσήλωση, ρίψη) και διάνοια.
Αναφέρεται επομένως στις εικόνες/παραστάσεις
εκείνες που συλλαμβάνονται από το νου,
ανεξάρτητα, εκ πρώτης όψεως, από
οποιαδήποτε ορατά πράγματα. Υπό αυτή
την έννοια, είναι παρόμοιες με τις ήδη
συγκροτημένες προλήψεις. Θεωρούμενες
ως «διορατικές συλλήψεις του νου», οι
παραστάσεις αυτές που άμεσα συνέλαβε
ο νους μέσω της διόρασης, εμφανίζονται
να έχουν αποδεικτική αξία ισοδύναμη
με των αισθήσεων. […]
-
Αυτές
οι διορατικές συλλήψεις του νου μοιάζουν
και, με μια έννοια, αντιστοιχούν στις
πραγματικές, υπαρκτές –διότι ενεργούν
ως αίτια, και προκαλούν κίνηση- παραστάσεις
που παράγονται στο νου κάποιου που
ονειρεύεται ή κάποιου διανοητικά
διαταραγμένου – παραστάσεις εξίσου
αληθείς με τις άλλες συνηθισμένες
μαρτυρίες που μας παρέχουν οι αισθήσεις.
Ο Επίκουρος είναι σαφής επ’ αυτού:
«Ακόμη και των τρελών οι παραστάσεις,
όπως αυτές που βλέπουμε στον ύπνο μας
είναι αληθείς, διότι προκαλούν κίνηση
–δηλαδή κίνηση στο νου- ενώ το μη ον
δεν προκαλεί τίποτα. (Διογ. Λαέρτ., 10.32)
[…] Φαίνεται ωστόσο, ότι η διαφορά
ανάμεσα στις προλήψεις (τις σταθερές
έννοιες) και στις φανταστικές επιβολές
της διανοίας, έγκειται στο γεγονός
ότι οι τελευταίες μπορούν να σπάσουν
τα δεσμά και να αποκτήσουν μια δική
τους ανεξάρτητη ύπαρξη, χωρίς αναφορά
στις αισθήσεις, τα πάθη ή τις
προλήψεις που μπορεί να έχουν
προκαλέσει το σχηματισμό τους. […]
-
Τέλος,
πρέπει να τονιστεί ότι οι φανταστικαί
επιβολαί της διανοίας είναι κυρίως,
αν όχι αποκλειστικά, προϊόντα της
διανοίας. Ανήκουν σ’ ένα είδος της
ανεξάρτητης δραστηριότητας που
χαρακτηρίζεται από δικό της τρόπο
λειτουργίας. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα
ο ρόλος της γλώσσας γίνεται αμφίβολος
και παραγνωρίζεται μια σειρά γνωσιολογικών
προβλημάτων. […]
Για
να συνοψίσουμε, λοιπόν: ο τετραπλός
τύπος ή τα κριτήρια της αληθείας
–οι αισθήσεις, τα πάθη, οι
προλήψεις και οι φανταστικαί
επιβολαί της διανοίας- ορίζουν το
κατάλληλο γνωσιοθεωρητικό πεδίο για
το επικούρειο οντολογικό όραμα. Αυτά
τα κριτήρια είναι τόσο αξεδιάλυτα δεμένα
με την επικούρεια άποψη περί της
πραγματικότητας ως φαινομένου, ώστε
συχνά είναι αδύνατο να πούμε που τελειώνει
η υλιστική/ατομική θεωρία της φύσης και
που αρχίζει η θετικιστική θεωρία της
γνώσης. […]
Με
έναν ιδιόμορφο και λιτό τρόπο ο Επίκουρος
επιστρέφει στους Προσωκρατικούς, και
πιστός στο πνεύμα τους επανερμηνεύει
το δυαδισμό ύλης-πνεύματος. Αποδίδει
υλικές ποιότητες στο νου, αν όχι
πνευματικές ποιότητες στην ύλη – αφού
αυτή η διχοτόμηση έχει ήδη αποκλειστεί
από την υλιστική οντολογία. Και μάλιστα
τολμά να προτείνει αυτή την ανορθόδοξη,
έως και εικονακλαστική –αν όχι τελείως
αιρετική- επιστροφή στην αδιαφανή
πραγματικότητα της φύσεως των Προσωκρατικών
μέσα από μια συνειδητή, καθ’ όλα συνειδητή
θα λέγαμε, αναδιατύπωση της ατομικής
θεωρίας του Δημόκριτου. […]
Ο
κεντρικό πυρήνας, το κύριο μέλημα του
Επίκουρου είναι, όπως έχει ειπωθεί, το
άτομο στην ιστορικότητα του: το φυσικό
ανθρώπινο άτομο στο φυσικό του περιβάλλον.
Συνεπώς το πρωταρχικό μέλημα του
φιλοσόφου είναι βαθιά σωκρατικό. Ο
λόγος του, ωστόσο, ο τρόπος σκέψης του,
το ίδιο του το όραμα του φυσικού κόσμου,
μας επαναφέρουν σε έναν προσωκρατικό
κόσμο. Η συνένωση, η συγχώνευση αυτών
των δύο όψεων, ή μάλλον κοσμοαντιλήψεων,
αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο
πρωτότυπη συμβολή του Επίκουρου στο
χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας.
Α.
Coen,
Η φιλοσοφία
του Επίκουρου
(ΘΥΡΑΘΕΝ,
2005, σ. 45- 72)